Τὸ πρόσωπο τῆς πανάγνου Θεοτόκου Μαρίας κατέχει ἐξαιρετικὴν καὶ μοναδικὴ θέση στὸ στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὸ σημαντικὸ ρόλο ποὺ διεδραμάτισε στὴ σωτήρια ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου.
Ἐκλέκτηκε ἀπὸ τὸ Θεό, «ὡς ρόδον ἐξ ἀκανθῶν, ἡ «εὐλογημένη ἐν γυναιξὶ» Μαριὰμ καὶ ὑπερτιμήθηκε μὲ τὸ νὰ κυοφορήσει τὸν προαιώνιο Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δανείσει σ' Αὐτὸν τὴ σάρκα καὶ ἔτσι νὰ τελεσθεῖ «τὸ πάντων καινῶν καινότατον μυοτήριον, δι’ οὗ ἡ ἄπειρος τοῦ Θεοῦ ἐμφανίζεται δύναμις (1).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τιμώντας σωστὰ καὶ ἐπάξια τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁμολογεῖ Θεοτόκο καὶ Ἀπειπάρθενο, τὴν κηρύττει «τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ» καὶ τὴν ἐπικαλεῖται σὰν μεσίτρια ἀκοίμητη καὶ μετὰ τὸ Θεό, Θεὸ (2). Μὲ τὴν τιμὴ τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, συνδέονται δυὸ σημαντικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς της: Ἡ Κοίμηση καὶ ἡ ἔνσωμη Μετάστασή της στοὺς οὐρανούς. Τὴ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, ἀρνοῦνται σήμερα ὁρισμένοι Ἕλληνες Θεολόγοι (3) μὲ τὴν αἰτιολογία πὼς δὲν μαρτυρεῖται στὴ Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὰ Παράδοση.
Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ἡ Μετάσταση τῆς Παναγίας δὲν στηρίζεται στὴ Γραφή, δὲν εἶναι τόσο σοβαρό, διότι ὑπάρχουν δόγματα καὶ παραδόσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ δὲν ἔχουν Γραφικὴ ὑποστήριξη, κι ὅμως κανένας δέν τολμᾷ νὰ τὰ ἀπορρίψει. Πηγὴ τῶν δογμάτων καὶ τῶν Παραδόσεων δὲν εἶναι μόνο ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ ἀποτελεῖ μέρος τῆς Ἱ. Παράδοσης, ἀλλὰ καὶ κάθε βιβλίο στὸ ὅποιο σῴζεται ἡ Παράδοση. Ὁ Μ. Βασίλειος, στὸ κατ' ἐξοχὴν δογματικό του ἔργο «Περὶ Ἁγίου Πνεῦμστος», τονίζει μὲ πολλὴ σαφήνεια αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, λέγοντας «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων, τὰ μὲν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων Παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παραδεχόμεθα, ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν "εὐσέβεια"(4). Καὶ τὴ Μετάσταση (σωματικὴ ἀνάληψη) τῆς Παναγίας, ποὺ δὲν ἀντιτίθεται καθόλου στὴ Γραφή, τὴν παραλάβαμε «ἐκ τῆς ἀδημοσίευτου παραδόσεως καὶ ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἥν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ σιγῇ καὶ ἀπεριεργάστῳ οἱ Πατέρες ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνοι δεδιδαγμένοι τῶν μυστηρίων τὰ σεμνὰ σιωπὴ διασώζεσθαι»(5).
Οἱ σοβαρὲς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν, ὄχι μόνο δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ συμφωνήσουμε μὲ τοὺς ἀρνητὲς τῆς Μετάστασης, ἀλλὰ ἀβίαστα μᾶς πείθουν νὰ παραδεχθοῦμε ἀκριβῶς τὴν ἀντίθετη ἄποψη. Ὅτι δηλαδή, πάντοτε παραδεχόταν καὶ ἐπίσημα δίδασκε ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴν ἔνσωμη Μετάσταση τῆς Θεοτόκου. Διότι τί πιὸ ἐπίσημο ὑπάρχει ἀπὸ τὴ λατρεία της, ὅπου, ἄπειρες φορὲς κηρύττεται ἡ Μετάσταση, καὶ τί πιὸ διδακτικὸ ἀπὸ τὰ Πατερικὰ συγγράμματα ὅπου ὅλοι ἀνεξαίρετα οἱ Πατέρες ποὺ ἔχουν λόγους καὶ ἐγκώμια στὴν Κοίμηση, διδάσκουν καὶ ὑμνοῦν τὴ Μετάσταση σὰν ἀρχαία καὶ ἀληθινὴ παράδοση;
Ἂν οἱ ἀρνούμενοι τὴ Μετάσταση λέγοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε τὴν δίδαξε «ἐπισήμως» ἐννοοῦν πὼς αὐτὴ δὲν μαρτυρεῖται ἀπὸ Οἰκουμ. Σύνοδο, θὰ ἀφήσουμε τὸν Ἀκαδημαϊκὸ Π. Μπρατσιώτη νὰ ἀπαντήσει καὶ νὰ τονίσει πὼς «ἡ Ὀρθ. Ἐκκλησία ὑμνοῦσα ἐπὶ τὴ βάσει ἀρχαιοτάτης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, μαρτυρουμένης τουλάχιστον ἀπὸ τοῦ 5ου αἰῶνος, τὴν Μετάστασιν τῆς Θεοτόκου, δὲν ἠσθάνθη ὅμως, οὐδεμίαν ἀνάγκην νὰ δογμάτοποιηση τὴν βαθύτατα ἐν ταῖς ψυχαῖς πάντων τῶν ὀρθοδόξων ἐρριζωμένην ἄκραν πρὸς αὐτὴν τιμὴν καὶ εὐλάβειαν καὶ ἀφοσίωσιν»(6).
Αὐτοὶ ποὺ ἀρνοῦνται τὴ Μετάσταση τῆς Παναγίας, παραδέχονται πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιορτάζει ἐπίσημα τὴν Κοίμησή της. Ποῦ ὅμως, ρωτοῦμε κι ἐμεῖς μὲ τὴ σειρά μας, στηρίζεται ἡ Ἐκκλησία καὶ γιορτάζει πανηγυρικὰ τὴν Κοίμηση; Μήπως στὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ δὲν ἀναφέρει τίποτε σχετικὰ μὲ αὐτή; ἤ μήπως σὲ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς Συνόδου;
Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὶς ἀμέτρητες μαρτυρίες νὰ μιλήσουν ἐκεῖνες γιὰ τὴ Μετάσταση τῆς Παναγίας.
Μέσα στὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας ὑπάρχει ἀκράδαντη πεποίθησή της στὴν ἔνσωμη Μετάσταση τῆς Θεοτόκου. Τὰ ὑμνογραφικὰ κείμενα, γραμμένα ἀπὸ Πατέρες ποὺ εἶχαν βαθειὰ ἐπίγνωση τοῦ περιεχομένου τῆς πίστης μας, ἐκφράζουν καθαρὰ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸ θέμα αὐτό. Θὰ ἀναφερθοῦμε μόνο σὲ ἐλάχιστες ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ποὺ ὑπάρχουν, ποὺ καὶ ἀπὸ ἀγράμματους ἀκόμη δὲν μποροῦν νὰ παρερμηνευθοῦν. Μάλιστα ἀπὸ τὴ σχετικὴ μελέτη τῶν ὕμνων, διαπιστώσαμε πώς, ἐνῷ ἡ ἔνσωμη Μετάσταση κηρύττεται ἀπὸ πάρα πολλὰ τροπάρια, ἀντίθετα, δὲν ὑπάρχει ΟΥΤΕ ΕΝΑ τροπάριο ποὺ νὰ στρέφεται ἐναντίον τῆς ἔνσωμης Μετάστασης τῆς Παρθένου Μητέρας τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἡ Μετάσταση τῆς Παναγίας ἀναφέρεται:
-Στὸ ἀπολυτίκιο καὶ πιὸ καθαρὰ στὸ κοντάκιο τῆς γιορτῆς («Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν ὡς γὰρ Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν, μετέστησε ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον»).
-Σὲ κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς 14ης Αὐγούστου («Εἰς τὰ οὐράνια, μετὰ τὴν Κοίμησιν, ἀνῆλθες πανάμωμε, ψυχὴ τε καὶ σώματι»).
-Σὲ τροπάριο τῆς Ε' Ὠδῆς τοῦ προεόρτιου Κανόνα («Ὁ τάφος Σου κηρύττει πανάμωμε, τὴν ταφήν Σου καὶ τὴν μετὰ τοῦ Σώματος, πρὸς οὐρανοὺς νῦν Μετάστασιν»).
-Σὲ τροπάριο τῆς Ζ' Ὠδῆς τοῦ ἴδιου Κανόνα («Ἤρθη τὸ σῶμα μὲν τοῦ τάφου, παραμένει δὲ ἡμῖν ἡ εὐλογία Σου, Παρθένε ἁγνή»).
-Στὸν Κανόνα τῆς Κοίμησης, ὅπου ὁ Ἱερὸς ὑμνῳδὸς Κοσμᾶς ὁ Μελῳδὸς γράφει πὼς ὁ Θεός, «τὴν Παρθένον θνήσκουσαν σὺν τῷ Υἱῷ, ἐγείρει διαιωνίζουσαν», ποὺ ἐξηγώντας το ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, λέγει: «ὅπως ὁ Υἷός σου οὕτω καὶ σὺ Παναγία, ὑπέκυψας, εἰς τοὺς νόμους τῆς φύσεως ἀποθνήσκουσα, ὑπὲρ φύσιν ὅμως, διότι μετὰ τρεῖς ἡμέρας, ἀφ' οὐ ἀπέθανες, ἡνώθη πάλιν ἡ ἁγιωτάτη ψυχή Σου μετὰ τοῦ παναχράντου Σου σώματος, καὶ οὕτως ἠγέρθης καὶ ἐγερθεῖσα ἀνελήφθης σύσσωμος εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τώρα συνδιαιωνίζεις καὶ συνδοξάζεσαι αἰωνίως μετὰ τοῦ Υἱοῦ Σου»(7).
-Σὲ κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς Στ' Ὠδῆς στὰ μεθεόρτια («Ἄναξ ὁ πάντων Θεός, ἐν τάφῳ τὸ σῶμα διετήρησεν ἀδιάφθορον, καὶ συνεδόξασε θείᾳ Μεταστάσει»).
-Σὲ κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς 17ης Αὐγούστου (« Ἀπὸ τοῦ σκήνους Σου τὴν νοερὰν Σου ψυχήν, ἀπὸ τοῦ τάφου Σου δὲ τὴν καθαράν Σου σκηνὴν (σῶμα), παραλαβὼν ὁ σὸς Υἱός, μετέστησε Θεοτόκε εἰς τὰ ἐπουράνια»).
-Σὲ στιχηρὸ τῆς 18ης Αὐγούστου («...ἀγγέλων δῆμοι, σὺν τοῖς Ἀποστόλοις, φόβῳ κηδεύουσιν αὐτῆς τὸ θεοδόχον Σῶμα καὶ τίμιον καὶ τοῦτο δὲ μετάρσιον εἰς οὐρανοὺς ἀνεβίβασεν Ἰησοῦς ὁ Υἱὸς αὐτῆς καὶ Σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν»).
-Σὲ κάθισμα τοῦ Ὄρθρου τῆς 19ης Αὐγούστου («Αἱ τῶν ἀγγέλων στρατεῖαι ἐν εὐφροσύνῃ ἔφερον τὸ τίμιον εἰς τὸν Παράδεισον Σῶμα Σου»).
-Στὸ Συναξάρι τοῦ Μηναίου τῆς 15ης Αὐγούστου («Οἱ Ἀπόστολοι ἀνοίξαντες τὸν τάφον, εὗρον τοῦτον κενόν τοῦ ἁγίου Σώματος, μόνην δὲ τὴν σινδόνα φέροντα, παραμύθιον μείνασα καὶ τῆς μεταθέσεως ἀψευδὲς μαρτυρίον»).
-Καὶ τέλος στὸ Μ. Ὡρολόγιον τῆς Ἐκκλησίας («Οἱ μαθηταὶ τῷ τάφῳ προσελθόντες καὶ μὴ εὑρόντες τὸ πανάγιον τῆς Θεοτόκου Σῶμα, ἐπείσθησαν ἀληθῶς ὅτι σύσσωμος, ζῶσα καὶ τριήμερος, ὡς ὁ Υἱὸς αὐτῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστᾶσα καὶ μεταστᾶσα, εἰς οὐρανοὺς μεταβέβηκεν»).
Ἀπὸ τὶς λίγες μαρτυρίες ποὺ παραθέσαμε φαίνεται καθαρὰ πώς, ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία πιστεύει, βιώνει, τιμᾶ, δοξάζει καὶ ψάλλει μὲ ὕμνους καὶ ὠδές καὶ ἄσματα τὴν ἔνσωμη Μετάσταση τῆς Παναγίας στοὺς οὐρανούς. Ἡ δὲ ὑμνῳδία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, «ἐκφράζει τὸ στερρὸν τῆς καθόλου Ἐκκλησίας φρόνημα, τὸ ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτῇ ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων καὶ μέχρις ὑμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δὲ ὅπου λαλεῖ οἱ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία, σιγησάτω πᾶσα γλῶσσα βροτεία. Διότι ὅταν ὁμιλῇ ἡ Ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Ὁ δὲ τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιλέγει»(8).
Ἂν καὶ πιστεύουμε πὼς καὶ μόνη ἡ μαρτυρία τῆς λατρεύουσας Ἐκκλησίας εἶναι ἀρκετὴ γιὰ νὰ πιστοποιήσει τὴ Μετάσταση, μαζὶ μὲ τὴ μυστικὴ βίωση τοῦ ἱεροῦ γεγονότος ἀπὸ τοὺς πιστούς, θὰ ἀναφέρουμε ὅμως καὶ μερικὲς (πολὺ λίγες) Πατερικὲς μαρτυρίες ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀρχαία πίστη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπὸ τοὺς Πατέρες, μόνο ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου (403μ.Χ.) ὁμολογεῖ γιὰ τὸ τέλος τῆς Θεοτόκου(9). Πρὶν ὅμως ἀπὸ αὐτὸν ἔχουμε σαφῆ μαρτυρία γιὰ τὴ Μετάσταση, ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἐφραὶμ τὸ Σῦρο (306-373)(10). Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος Θεότεκνος Λιβιάδος (550) ἀφιερώνει εἰδικὸ ἐγκώμιο στὴν Ἀνάληψη τῆς Ἁγίας Θεοτόκου(11)». Στὴ συνέχεια μαρτυρεῖ τὸ γεγονὸς ὁ Ἱεροσολυμίτης Ἀνδρέας Κρήτης (675)(12) καὶ μετὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (749) ὁ ὅποιος καὶ παρουσιάζεται ἐνθερμότατος κήρυκας τῆς Μετάστασης. Καὶ ὅπως συνόψισε τὴ Δογματικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν, ἔτσι καὶ σὲ τούτη τὴν περίπτωση δὲν θεολογεῖ αὐθαίρετα, ἀλλὰ ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, βασιζόμενος,ὅπως ὁ ἴδιος ὁμολογεῖ, πάνω σὲ «ἀρχαίαν καὶ ἀληθεστάτην Παράδοσιν». Ἡ ἐμμονή τοῦ Ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ (ποὺ εἶναι ἕνας τῶν κορυφαίων δογματικῶν τῆς Ἐκκλησίας μας) στὴ Μετάσταση τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἐνδεικτική τῆς Ὀρθόδοξης πίστης.
Τὴ Μετάσταση μαρτυροῦν, ἀκόμη, ὁ ὁμολογητὴς Θεώδωρος ὁ Στουδίτης (789-826)(14), ὁ ἅγιος Γερμανὸς Α' Κων/πόλεως(715)(15), τὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου τοῦ Πορφυρογέννητου (941-1028)(16), ὁ μεγάλος Πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Γρηγόριος Παλαμᾶς (1360), ἡ «σάλπιγγα τοῦ Πνεύματος» καὶ ὁ «κῆρυξ τῆς Χάριτος»(17) ὁ ἄλλος ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ θεῖος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς (18), ὁ Νικόλαος Καβάσιλας(19), καὶ πλῆθος ἄλλων Πατέρων καὶ ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων.
Θὰ ἀναφέρουμε σὰν κατακλείδα, τὴ γνώμη τοῦ μεγάλου Πατέρα καὶ διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας ὁσίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, ὁ ὁποῖος στὰ βιβλία του ἀναφέρει τὴ Μετάσταση περισσότερο ἀπὸ τριάντα φορές. Ἔτσι, στὸ Ἑορτοδρόμιο π.χ., λέγει ὅτι: «Ὁ Μονογενὴς Θεὸς Λόγος καὶ κατὰ σάρκα Υἱὸς τῆς Παρθένου χρηματίσας..., δεξάμενος εἰς τὰς ἀχράντους παλάμας του τὴν ὁλόφωτον αὐτῆς ψυχήν, μετὰ τρίτην ἡμέραν ἀνιστᾶ τὸ ζωοδόχον σῶμα της καὶ οὕτως ὁλόσωμον αὐτὴν ἀναλαμβάνει εἰς τά οὐράνια(20) κλπ. κλπ.
Ἀπὸ ὅσα ἔχουν ἐκτεθεῖ πιὸ πάνω, φάνηκε πὼς ἔχουμε σαφεῖς μαρτυρίες τόσων θεοφόρων Πατέρων, ἐνῷ ἀξιωσημείωτο εἶναι πὼς δὲν ὑπάρχει ΚΑΜΜΙΑ γνώμη ἀντίθετη στὴ Μετάσταση. Ἔχουμε, μὲ ἄλλα λόγια, πάνω στὸ θέμα τῆς Μετάστασης τῆς Θεοτόκου, τὴ λεγόμενη Συμφωνία τῶν Πατέρων.
Ἡ σιωπὴ τῆς Γραφῆς, καὶ τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων δὲν εἶναι καθόλου ἐπιχείρημα γιὰ νὰ ἀπορρίψουμε τὴ Μετάσταση. Ἡ σιωπὴ εἶναι σιωπὴ. Δὲν εἶναι οὔτε κατάφαση οὔτε ἄρνηση. Περισσότερο συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς Μετάστασης, γιὰ τὸ λόγο ὅτι ἡ Μετάσταση (ὅπως καὶ ὅλη ἡ Ἱ. Παράδοση) φερόταν σὰν ἄγραφη Παράδοση καὶ μετὰ καταγράφηκε στὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων.
Σύμφωνα μὲ τὶς Πατερικὲς καὶ ὑμνολογικὲς μαρτυρίες ποὺ ἔχουν παρατεθεῖ πιὸ πάνω, «τὰς πιστὰς καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἀξίας» (Α' Τίμ. α' 15), ἡ Μετάσταση τῆς Παναγίας εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἱστορική. Καὶ σὰν ἀλήθεια, ἀποτελεῖ βίωμα καὶ παράδοση ποὺ εἶναι βαθειὰ ριζωμένη στὴ συνείδηση τοῦ ὀρθόδοξου λαοῦ ποὺ πιστεύει ἀκράδαντα πὼς τὸ σῶμα τῆς Παναγίας, ἀναστημένο καὶ ἀφθαρτοποιημένο, βρίσκεται στὸν οὐρανό.
Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ Μετάσταση προσβάλλει, τὸ δόγμα τῆς μέσης κατάστασης τῶν ψυχῶν, δὲν εὐσταθεῖ. Ἀντίθετα, «προβάλλει ἀνάγλυφον τὴν πλήρη μακαριότητα καὶ τὴν ὁριστικὴν τελείωσιν εἰς ἥν ἀποβλέπουν αἱ ἐν τῇ μέσῃ καταστάσει εὑρισκόμεναι ψυχαὶ τῶν δικαίων καὶ τῶν ἀδίκων»(21)..
Ἡ ἀνάσταση τῆς Παρθένου καὶ ἡ Μετάστασή της στοὺς οὐρανούς, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ ζωηφόρο ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τὴν ἀπαρχὴ τῆς ἀφθαρσίας καὶ θεώσεως τῆς ἀνθρώπινης φύσης, ποὺ καθιδρύθηκε διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, καὶ τὸ προοίμιο τῆς γενικῆς ἀναστάσεως στὸ τέλος τῶν αἰώνων.
«Ἡ Παναγία ἐπέτυχε τὴν τελείαν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας - γράφει καὶ ὁ κορυφαῖος Ρῶσσος Θεολόγος Βλαδ. Λόσσκυ - πᾶσαν ἁγιότητα δυνατὴν δι’ ἕνα κτιστὸν ὂν. Τώρα δὲ πρόκειται περὶ τῆς μεταβάσεως ἐκ τοῦ κόσμου τοῦ γίγνεσθαι πρὸς τὴν αἰωνιότητα τῆς Ὀγδόης Ἡμέρας, ἐκ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἡ ἐσχάτη αὐτὴ δόξα τῆς Θεομήτορος, τὸ "ἔσχατον" τὸ πραγματοποιηθὲν εἰς ἕνα κτιστὸν πρόσωπον πρὸ τοῦ τέλους τοῦ κόσμου, πρέπει νὰ τοποθετῆ Αὐτὴν ἀπὸ τώρα ἐπέκεινα τοῦ θανάτου, τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ἐσχάτης Κρίσεως... Μετέχει τῆς δόξης τοῦ Υἱοῦ Της, βασιλεύει μετ' Αὐτοῦ, διευθύνει παρὰ τὸ πλευρὸν Αὐτοῦ τὰς τύχας τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κόσμου ποὺ ἐκτυλίσσονται ἐν χρόνῳ, μεσιτεύει δι' ὅλους πρὸς Ἐκεῖνον Ὅστις θὰ ἔλθη κρῖναι ζώντας καὶ νεκρούς. Ἡ ὑψίστη μετάβασις διὰ τῆς ὁποίας ἡ Θεομήτωρ ἀπολαύει τῆς οὐρανίου δόξης τοῦ Υἱοῦ Της, ἑορτάζεται ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἡμέρα τῆς Κοιμήσεως: ἑνὸς θανάτου ὁ ὁποῖος, κατὰ τὴν ἐνδόμυχον πεποίθησιν τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ μὴν ἀκολουθηθῆ ὑπὸ τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς σωματικῆς ἀναλήψεως τῆς Παναγίας...»(22).
Κι ἐμεῖς, τέλος, «βεβαιωθέντες χάριτι τὴν καρδίαν» ἀπὸ τὶς ἀξιόπιστες μαρτυρίες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, δεχόμαστε καὶ ὁμολογοῦμε καὶ κηρύττουμε τὴν ἔνσωμη
Μετάσταση τῆς Παναγίας, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ λόγια τοῦ ἱεροῦ Δαμασκηνοῦ: «πάντα τοὶνυν τὰ παραδεδομένα ἡμῖν δεχόμεθα.... καὶ γιγνώσκομεν καὶ σέβομεν.., μὴ μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδὲ ὑπερβαίνοντες τὴν Θείαν Παράδοσιν..., οὐδὲν περαιτέρω ἐπιζητοῦντες... Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καὶ ἐν τούτοις μείνωμεν».
Σημειώσεις:
(1) Ι. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ὀρθ. Πίστεως, P.G. 94, 9848.
(2) «Μετὰ Θεόν, Πανάμωμε, Σὺ Θεὸς ἀνεδείχθης, τὰ δευτερεῖα ἔχουσα τῆς Ἁγίας Τριάδος...» (Ἑξαποστειλάρι Θεοτοκίο στὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Κυρίλλου).
(3) Π. Τρεμπέλας, Α. Ἀλιβιζάτος, Καρμίρης καὶ Μ. Φαράντος.
(4) Μ. Βασιλείου, Κανὼν ΚΑ' Πηδάλιον, σελ. 642-643.
(5) Αὐτόθι.
(6) Περιοδικὸν «Ἐκκλησία», σελ. 399.
(7) Νικοδ. Ἁγιορ., Ἑορτοδρόμιον, σελ. 652.
(8) Νεκταρίου Πενταπ., Περὶ Μητρὸς Κυρίου, σελ. 13-14.
(9) Ἐπιφανίου, Πανάριον, P.G. 42, 737Α.
(10)Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Ἀσκητικά.
(11) Παρ’ Α. Wenger, σελ. 276.
(12) Ἀνδρέου Κρήτης, Β' λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν, P.G. 97, 1034Α, I101C, Ι04Α.
(13) Ι. Δαμασκηνοῦ, Α' Λόγος, P.G.96, 720C, Β' Λόγος P.G. 96, 714, 740ΑΒ, 740D, 748Β, κ.α.
(14) Θεοδώρου Στουδίτου, Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν, P.G.99, 728C, 729Α.
(15) Γερμανοῦ Α' Κων/πόλεως, P.G.98.345AB, 348Α, 357Β, 357CD, 372Α.
(16) Μηνολόγιον Βασ. Πορφυρογεννήτου, IE Αὐγ., P.G. 117, 585Β.
(17)Γρηγορίου Παλαμᾶ, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν, P.G. 151,460-473.
(18) Ὀκτώηχοι Κανόνες: τροπάριο Θ' Ὠδῆς βαρέως ἤχου καὶ τροπάριο Στ' Ὠδῆς τοῦ Πλ. Δ' ἤχου.
(19) Νικ. Καβάσιλα, Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν, παρὰ Νέλλα Π., «Ἡ θεομήτωρ», σελ. 214-216.
(20) Νικόδημου Ἁγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον σελ. 647 καὶ 659.
(21) Θεοδώρου Α., Ἡ κόρη τῆς Βασιλείας, σελ. 263.
(22) Βλάδ. Λόσσκυ, Κὰτ’ εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν Θεοῦ», σελ. 203.
(Τὸ παρὸν ἀποτελεῖ περίληψη εὐρύτερης μελέτης τῶν θεολόγων Εὐαγγέλου Μαχιᾶ καὶ Ἀνδρέα Χρίστου, ποὺ δημοσιεύθηκε στὰ τεύχη Ἰουλίου - Αὐγούστου καὶ Σεπτεμβρίου - Ὀκτωβρίου 1980 τοῦ περιοδικοῦ «Διακονία», τῆς Π.Ε.Ε.Θ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου