Στην
εποχή μας συνήθως πετυχημένοι άνθρωποι θεωρούνται εκείνοι που έχουν
βάλει υψηλούς στόχους στη ζωή τους και τους έχουν κατακτήσει. Ακόμη
πετυχημένοι θεωρούνται όσοι έχουν καταφέρει να αποκτήσουν πλούτη,
αναγνωρισημότητα και δόξα επίγεια. Κι όμως όλοι αυτοί μετά το θάνατό
τους ξεχνιούνται.Εν
αντιθέσει μ’αυτούς υπάρχει ένα πρόσωπο που γεννήθηκε χωρίς να έχει
υψηλούς στόχους στη ζωή του, χωρίς να έχει πλούτη και δόξα επίγεια.
Τούτο το πρόσωπο τιμάμε σήμερα και θα το τιμάμε αιωνίως, διότι έχει
ξεχωριστή θέση στην εκκλησία μας και στην καρδιά μας. Το γλυκύτατο
πρόσωπο της Παντανάσσης Μαριάμ, της οποίας την κοίμηση εορτάζουμε.Τρία είναι αδελφοί τα βασικά χαρακτηριστικά της ζωής της Θεοτόκου:
α) Ήλθε σ’αυτήν τη ζωή χωρίς να έχει δικούς της στόχους και δικό της θέλημα. Η Παναγία ζει κυριολεκτικά «ουκέτι εν εαυτή, ζη δε εν αυτή ο Χριστός».Η ζωή της πριν τον Ευαγγελισμό είναι προετοιμασία για να γεννήσει τον Χριστό (3 έως 15 ετών στο Ναό: Εισόδια). Μετά δε τη γέννηση του Κυρίου η ζωή της είναι ζωή με τον Χριστό. Η Αειπάρθενος είναι λοιπόν αφοσιωμένη στον Υιό της μέχρι την Σταύρωση , την Ανάσταση και Ανάληψή Του.Θέλοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός να δείξει πως η Μαριάμ δεν είχε στην ζωή της δικούς της στόχους, αλλά είχε ταυτίσει τη ζωή της με το θέλημα του Θεού, γράφει τα ακόλουθα απευθυνόμενος σ’αυτήν: « Έξης γαρ ου σεαυτη, ου γαρ σεαυτής ένεκα γεγένησαι, όθεν έζης Θεώ, δι’ον εις τον βίον ελήλυθας, όπως τη παγκοσμίω εξυπηρετήσεις σωτηρία».
β) Η Παναγία δεν έζησε μια ζωή άνεσης και καλοπέρασης, αλλά έζησε εν πτωχεία, εν αφανεία, εν προσευχή, εν διωγμώ (π.χ. φυγή στην Αίγυπτο). Επίσης έζησε έχοντας ως βίωμά της τον πόνο διότι είδε να καταδιώκουν τον Υιό της ο Ηρώδης, οι αρχιερείς, οι γραμματείς οι Φαρισαίοι, ακόμη και οι πατριώτες του οι Ναζαρηνοί.Ας ακούσουμε λοιπόν πώς περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς την συμπεριφορά των Ναζαρηνών απέναντι στο Χριστό: «Εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως (της Ναζαρέτ) και ήγαγον αυτόν έως της οφρύος του όρους …εις το κατακρημνίσαι Αυτόν». (Λουκά δ΄ 29)
Όμως ο μεγαλύτερος πόνος για την Παναγία μας ο οποίος διεπέρασε την καρδιά της ως ρομφαία ήταν εκείνος που εβίωσε όταν είδε τον Υιό της στο σταυρό. Αξίζει δε να τονιστεί ότι όλους αυτούς τους πόνους η Παρθενομήτωρ τους αντιμετώπισε χωρίς γογγυσμούς, αλλά με μεγάλη υπομονή και ακακία. Στο τέλος όμως αυτός ο πόνος της μετεβλήθη σε χαρά όταν είδε τον Κύριο αναστημένο και αναληφθέντα στους ουρανούς.
γ) Το τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της ζωής της Θεοτόκου είναι η μέγιστη προσφορά της στο ανθρώπινο γένος. Η Πανάχραντος είναι η νέα Εύα που δια της υπακοής της στο θείο θέλημα και της σάρκωσης του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος δι’αυτής, άλλαξε την πορεία της ανθρωπότητας διότι της άνοιξε πάλι την οδό προς τον Παράδεισο.
Αυτά λοιπόν αδελφοί, τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της ζωής της Θεοτόκου αποτελούν το πρότυπο για τον τρόπο ζωής μας μέσα στην εκκλησία έτσι ώστε να έχουμε αληθινά ορθόδοξο βίωμα:
α) Όπως λοιπόν η Παναγία σ’αυτή τη ζωή δεν είχε δικό της θέλημα έτσι και εμείς χρειάζεται να αφήσουμε το δικό μας εγωκεντρικό και αμαρτωλό θέλημα και να ταυτίσουμε τη θέλησή μας με το θέλημα του Θεού για εμάς, λέγοντας όπως και ο απόστολος Παύλος: « Ουκέτι ζω εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός».
β) Επίσης αφού ο πόνος ήταν παντοτινός συνοδός της Μαριάμ στη ζωή της, παρόλο που αυτή ζούσε συμφώνως προς το θείο θέλημα, δεν μπορούμε εμείς να τον αρνούμαστε. Έτσι λοιπόν και για εμάς, τους συγχρόνους χριστιανούς, οι πόνοι, οι διωγμοί και οι δυσκολίες δεν είναι ορθό να θεωρούνται απόβλητοι από τη ζωή μας, διότι τότε γινόμαστε εμείς θεοί και πασχίζουμε να διορθώσουμε τον αληθινό Θεό, που τους επιτρέπει να έλθουν σε μας.
Ακόμη δε περισσότερο εμείς οι χριστιανοί είναι λάθος να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να ζητάμε από τον Χριστό και τους Αγίους να μας παρέχουν μία ζωή χωρίς πόνο και δυσκολίες, αλλά να μας χαρίζουν ανέσεις, πλούτη, τρυφή, καλοπέραση και επίγεια δόξα. Αυτή η ζωή που εμείς πολλές φορές ζητάμε δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή των Αγίων, της Υπεραγίας Θεοτόκου και του εκουσίως σταυρωθέντος Χριστού . Αν ο αναμάρτητος Ιησούς κατά την ώρα της Σταυρώσεώς Του είπε στο Θεό Πατέρα για τους σταυρωτές Του: « Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν», σκεφτείτε τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι αμαρτωλοί. Οφείλουμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τον πόνο και τις δυσκολίες που μας συμβαίνουν όπως και η Παναγία, χωρίς γογγυσμό, αλλά με υπομονή, ακακία και δοξολογία στον Τριαδικό Θεό.
γ) Εφόσον η προσφορά της Παναχράντου είναι μέγιστη για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους κατά τον ίδιο τρόπο και εμείς οφείλουμε να είμαστε άνθρωποι προσφοράς και θυσίας. Άνθρωποι που καλλιεργούμε τα χαρίσματά μας προσφέροντάς τα στους αδελφούς μας.
Αυτή δε η αλληλοπροσφορά των χαρισμάτων και η ενότητα είναι αληθινές εμπειρίες του εκκλησιαστικού σώματος όταν έχουν ως αρχή, θεμέλιο και τέλος τους τον «Αμνό του Θεού, τον πάντοτε εσθιόμενο και μηδέποτε δαπανώμενο, αλλά τους μετέχοντας αγιάζοντα».
Θέλοντας να εκφράσουμε πιο απλά αυτήν την αλήθεια, τονίζουμε πως η Παναγία δια της σαρκώσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, ενώνει εν πρώτοις την ανθρώπινη φύση της με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Συγχρόνως όμως ενώνει και όλη την ανθρωπότητα με τον Χριστό, διότι η Παναγία είναι το αγιότερο και εκλεκτότερο πρόσωπο της ανθρωπότητος. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν και εμείς, όταν κοινωνούμε σωστά και συχνά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ενώνουμε εν πρώτοις ο καθένας ξεχωριστά την ύπαρξή μας με την ανθρώπινη φύση του Χριστού, την οποία έλαβε από τη Θεοτόκο και την αφθαρτοποίησε. Ταυτοχρόνως δε ενωνόμαστε και μεταξύ μας όλοι όσοι κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Απ’αυτή λοιπόν την αγιοπνευματική ενότητα πηγάζει και η αλληλοπροσφορά των χαρισμάτων μεταξύ των μελών της εκκλησίας. Συγχρόνως δε αυτή η αλληλοπροσφορά διασφαλίζει και προάγει ακόμη περισσότερο την ενότητα και τη ζωντάνια του εκκλησιαστικού σώματος.
Καταληκτικά λοιπόν αδελφοί ας βάλουμε αρχή να παρακαλούμε διαρκώς τον Κύριο να μας φωτίζει, ώστε να ζούμε εν τη εκκλησία όπως η Μήτηρ Του.
α) Να ζούμε χωρίς δικό μας θέλημα, αλλά να ταυτίζουμε τη ζωή μας με το θέλημα του Θεού.
β) Να βιώνουμε τον πόνο, τη θλίψη και τη δοκιμασία, όταν έρχονται στη ζωή μας, αγόγγυστα, με υπομονή, ακακία και δοξολογία προς το Θεό, πιστεύοντας ότι είναι δώρα Του.
γ) Να προσφέρουμε τα χαρίσματά μας στους αδελφούς μας διακονώντας τους και προάγοντας μ’αυτόν τον τρόπο την εκκλησιαστική ενότητα και ζωή.
Αν έτσι διαβιούμε μέσα στην εκκλησία και τα μυστήριά της τότε, όταν αφήσουμε την παρούσα ζωή, θα αξιωθούμε να δούμε την ψυχή μας, να την παραλαμβάνει στα χέρια Του ο Χριστός, όπως στην εικόνα της κοιμήσεως που προσκυνούμε σήμερα, βλέπουμε τον Κύριο να παραλαμβάνει στα χέρια Του την ψυχή της Παναχράντου Μητρός Του.
α) Ήλθε σ’αυτήν τη ζωή χωρίς να έχει δικούς της στόχους και δικό της θέλημα. Η Παναγία ζει κυριολεκτικά «ουκέτι εν εαυτή, ζη δε εν αυτή ο Χριστός».Η ζωή της πριν τον Ευαγγελισμό είναι προετοιμασία για να γεννήσει τον Χριστό (3 έως 15 ετών στο Ναό: Εισόδια). Μετά δε τη γέννηση του Κυρίου η ζωή της είναι ζωή με τον Χριστό. Η Αειπάρθενος είναι λοιπόν αφοσιωμένη στον Υιό της μέχρι την Σταύρωση , την Ανάσταση και Ανάληψή Του.Θέλοντας ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός να δείξει πως η Μαριάμ δεν είχε στην ζωή της δικούς της στόχους, αλλά είχε ταυτίσει τη ζωή της με το θέλημα του Θεού, γράφει τα ακόλουθα απευθυνόμενος σ’αυτήν: « Έξης γαρ ου σεαυτη, ου γαρ σεαυτής ένεκα γεγένησαι, όθεν έζης Θεώ, δι’ον εις τον βίον ελήλυθας, όπως τη παγκοσμίω εξυπηρετήσεις σωτηρία».
β) Η Παναγία δεν έζησε μια ζωή άνεσης και καλοπέρασης, αλλά έζησε εν πτωχεία, εν αφανεία, εν προσευχή, εν διωγμώ (π.χ. φυγή στην Αίγυπτο). Επίσης έζησε έχοντας ως βίωμά της τον πόνο διότι είδε να καταδιώκουν τον Υιό της ο Ηρώδης, οι αρχιερείς, οι γραμματείς οι Φαρισαίοι, ακόμη και οι πατριώτες του οι Ναζαρηνοί.Ας ακούσουμε λοιπόν πώς περιγράφει ο Ευαγγελιστής Λουκάς την συμπεριφορά των Ναζαρηνών απέναντι στο Χριστό: «Εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως (της Ναζαρέτ) και ήγαγον αυτόν έως της οφρύος του όρους …εις το κατακρημνίσαι Αυτόν». (Λουκά δ΄ 29)
Όμως ο μεγαλύτερος πόνος για την Παναγία μας ο οποίος διεπέρασε την καρδιά της ως ρομφαία ήταν εκείνος που εβίωσε όταν είδε τον Υιό της στο σταυρό. Αξίζει δε να τονιστεί ότι όλους αυτούς τους πόνους η Παρθενομήτωρ τους αντιμετώπισε χωρίς γογγυσμούς, αλλά με μεγάλη υπομονή και ακακία. Στο τέλος όμως αυτός ο πόνος της μετεβλήθη σε χαρά όταν είδε τον Κύριο αναστημένο και αναληφθέντα στους ουρανούς.
γ) Το τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της ζωής της Θεοτόκου είναι η μέγιστη προσφορά της στο ανθρώπινο γένος. Η Πανάχραντος είναι η νέα Εύα που δια της υπακοής της στο θείο θέλημα και της σάρκωσης του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος δι’αυτής, άλλαξε την πορεία της ανθρωπότητας διότι της άνοιξε πάλι την οδό προς τον Παράδεισο.
Αυτά λοιπόν αδελφοί, τα τρία βασικά χαρακτηριστικά της ζωής της Θεοτόκου αποτελούν το πρότυπο για τον τρόπο ζωής μας μέσα στην εκκλησία έτσι ώστε να έχουμε αληθινά ορθόδοξο βίωμα:
α) Όπως λοιπόν η Παναγία σ’αυτή τη ζωή δεν είχε δικό της θέλημα έτσι και εμείς χρειάζεται να αφήσουμε το δικό μας εγωκεντρικό και αμαρτωλό θέλημα και να ταυτίσουμε τη θέλησή μας με το θέλημα του Θεού για εμάς, λέγοντας όπως και ο απόστολος Παύλος: « Ουκέτι ζω εγώ, ζει δε εν εμοί Χριστός».
β) Επίσης αφού ο πόνος ήταν παντοτινός συνοδός της Μαριάμ στη ζωή της, παρόλο που αυτή ζούσε συμφώνως προς το θείο θέλημα, δεν μπορούμε εμείς να τον αρνούμαστε. Έτσι λοιπόν και για εμάς, τους συγχρόνους χριστιανούς, οι πόνοι, οι διωγμοί και οι δυσκολίες δεν είναι ορθό να θεωρούνται απόβλητοι από τη ζωή μας, διότι τότε γινόμαστε εμείς θεοί και πασχίζουμε να διορθώσουμε τον αληθινό Θεό, που τους επιτρέπει να έλθουν σε μας.
Ακόμη δε περισσότερο εμείς οι χριστιανοί είναι λάθος να πηγαίνουμε στην εκκλησία για να ζητάμε από τον Χριστό και τους Αγίους να μας παρέχουν μία ζωή χωρίς πόνο και δυσκολίες, αλλά να μας χαρίζουν ανέσεις, πλούτη, τρυφή, καλοπέραση και επίγεια δόξα. Αυτή η ζωή που εμείς πολλές φορές ζητάμε δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή των Αγίων, της Υπεραγίας Θεοτόκου και του εκουσίως σταυρωθέντος Χριστού . Αν ο αναμάρτητος Ιησούς κατά την ώρα της Σταυρώσεώς Του είπε στο Θεό Πατέρα για τους σταυρωτές Του: « Πάτερ άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν», σκεφτείτε τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι αμαρτωλοί. Οφείλουμε λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τον πόνο και τις δυσκολίες που μας συμβαίνουν όπως και η Παναγία, χωρίς γογγυσμό, αλλά με υπομονή, ακακία και δοξολογία στον Τριαδικό Θεό.
γ) Εφόσον η προσφορά της Παναχράντου είναι μέγιστη για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους κατά τον ίδιο τρόπο και εμείς οφείλουμε να είμαστε άνθρωποι προσφοράς και θυσίας. Άνθρωποι που καλλιεργούμε τα χαρίσματά μας προσφέροντάς τα στους αδελφούς μας.
Αυτή δε η αλληλοπροσφορά των χαρισμάτων και η ενότητα είναι αληθινές εμπειρίες του εκκλησιαστικού σώματος όταν έχουν ως αρχή, θεμέλιο και τέλος τους τον «Αμνό του Θεού, τον πάντοτε εσθιόμενο και μηδέποτε δαπανώμενο, αλλά τους μετέχοντας αγιάζοντα».
Θέλοντας να εκφράσουμε πιο απλά αυτήν την αλήθεια, τονίζουμε πως η Παναγία δια της σαρκώσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος, ενώνει εν πρώτοις την ανθρώπινη φύση της με την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Συγχρόνως όμως ενώνει και όλη την ανθρωπότητα με τον Χριστό, διότι η Παναγία είναι το αγιότερο και εκλεκτότερο πρόσωπο της ανθρωπότητος. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν και εμείς, όταν κοινωνούμε σωστά και συχνά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ενώνουμε εν πρώτοις ο καθένας ξεχωριστά την ύπαρξή μας με την ανθρώπινη φύση του Χριστού, την οποία έλαβε από τη Θεοτόκο και την αφθαρτοποίησε. Ταυτοχρόνως δε ενωνόμαστε και μεταξύ μας όλοι όσοι κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Απ’αυτή λοιπόν την αγιοπνευματική ενότητα πηγάζει και η αλληλοπροσφορά των χαρισμάτων μεταξύ των μελών της εκκλησίας. Συγχρόνως δε αυτή η αλληλοπροσφορά διασφαλίζει και προάγει ακόμη περισσότερο την ενότητα και τη ζωντάνια του εκκλησιαστικού σώματος.
Καταληκτικά λοιπόν αδελφοί ας βάλουμε αρχή να παρακαλούμε διαρκώς τον Κύριο να μας φωτίζει, ώστε να ζούμε εν τη εκκλησία όπως η Μήτηρ Του.
α) Να ζούμε χωρίς δικό μας θέλημα, αλλά να ταυτίζουμε τη ζωή μας με το θέλημα του Θεού.
β) Να βιώνουμε τον πόνο, τη θλίψη και τη δοκιμασία, όταν έρχονται στη ζωή μας, αγόγγυστα, με υπομονή, ακακία και δοξολογία προς το Θεό, πιστεύοντας ότι είναι δώρα Του.
γ) Να προσφέρουμε τα χαρίσματά μας στους αδελφούς μας διακονώντας τους και προάγοντας μ’αυτόν τον τρόπο την εκκλησιαστική ενότητα και ζωή.
Αν έτσι διαβιούμε μέσα στην εκκλησία και τα μυστήριά της τότε, όταν αφήσουμε την παρούσα ζωή, θα αξιωθούμε να δούμε την ψυχή μας, να την παραλαμβάνει στα χέρια Του ο Χριστός, όπως στην εικόνα της κοιμήσεως που προσκυνούμε σήμερα, βλέπουμε τον Κύριο να παραλαμβάνει στα χέρια Του την ψυχή της Παναχράντου Μητρός Του.
π. Χαραλάμπης Μυλωνόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου