Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2018

Η Παναγία Άξιον Εστί Konstantinos Xenopoulos Agiografos


Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του «Άξιον Εστί» με αργυρή επένδυση του 1836.
Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας του «Άξιον Εστί» με αργυρή επένδυση του 1836.
Η εικόνα της Παναγίας το «Άξιον Εστί», είναι μια από τις περίφημες αγιογραφίας του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στο ναό του Πρωτάτου στις Καρυές του Αγίου Όρους, θεωρούμενη ως «κοινή εφέστιος προστάτις» εικόνα όλων των Αγιορείτικων Μονών. Φέρει, μάλιστα, στο πλαίσιό της τις σφραγίδες και των 20 Μονών.
Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5×44 εκ., χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή της Θεοτόκου ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά από συντήρηση, διατηρείται σε ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».
Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη σύμφωνα με τη Βυζαντινή τέχνη, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
Γενικά η όλη τεχνοτροπία της εικόνας είναι στα αυστηρά στα πρότυπα της βυζαντινής τέχνης και η όψη της επιβλητική, με γλυκεία σοβαρότητα, γνώρισμα πολλών παλαιών εικόνων. Κατά το έτος 1836 το μεγαλύτερο μέρος της εικόνας σκεπάστηκε με λιθοστόλιστο αργυροχρυσωμένο κάλυμμα, θαυμαστής Αγιορείτικης τέχνης (υποκάμισο).
Λεπτομέρεια του προσώπου της Παναγίας «Άξιον Εστί».
Λεπτομέρεια του προσώπου της Παναγίας «Άξιον Εστί».
Επί της εικόνας αυτής, έγιναν κατά καιρούς πλείστα πιστά αντίγραφα στην αγιορείτικη τέχνη, ανά ένα εκ των οποίων βρίσκεται σε κάθε Μονή του Άθωνα.
Πιστό αντίγραφο από την ιερά εικόνα που βρίσκεται στον Ναό του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος, του Κωνσταντίνου Ξενόπουλου, αυγοτέμπερα.
Πιστό αντίγραφο από την ιερά εικόνα που βρίσκεται στον Ναό του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος, του Κωνσταντίνου Ξενόπουλου, αυγοτέμπερα.
Το παραπάνω αντίγραφό ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2014. Αρχικά έγινε το σχέδιο της αγιογραφίας και η εικόνα ως αντίγραφό χωρίς, όμως τις φθορές που είχαν επέλθει με το πέρασμα του χρόνου. Τέλος, ακολούθησε η τεχνική αγιογραφίας της παλαίωσης, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί η εικόνα ως πιστό αντίγραφό της πρωτότυπης που βρίσκεται στο Ναό του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος.
Εορτάζει, με μεγάλη θρησκευτική λαμπρότητα, τη Δευτέρα του Πάσχα και στις 11 Ιουνίου σε ανάμνηση του κάτωθεν θαύματος, αρχή της φήμης της εικόνας και ως θαυματουργής.
Η παράδοση της Αγίας εικόνας.
Το παρακάτω ιστορικό γράφηκε ως υπόμνημα από τον ιερομόναχο Σεραφείμ τον Θυηπόλο το 1548 μ.Χ., ο οποίος υπήρξε Πρώτος του Αγίου Όρους, και το διέσωσε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Στη Σκήτη του Πρωτάτου, που βρίσκεται στις Καρυές του Αγ. Όρους, κάτω από τη ρωσική Σκήτη του Αγ. Ανδρέα, κοντά στην τοποθεσία της Ι. Μονής Παντοκράτορος, υπάρχει μια χαράδρα μεγάλη που έχει διάφορα κελιά.
Το κελλί «Άξιον Εστί» στις αρχές του 20ου αιώνα.
Το κελλί «Άξιον Εστί» στις αρχές του 20ου αιώνα.
Σε ένα από αυτά τα κελιά, που ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κατοικούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος γέροντας με τον υποτακτικό του. Κατά το βράδυ ενός Σαββάτου ο Γέροντας αποφασίζει να πάει στην αγρυπνία στη μονή και αφήνει τον υποτακτικό στο κελί να αναγνώσει την ακολουθία μόνος του.
Αφού ήρθε το βράδυ, ακούει ο υποτακτικός να χτυπάει κάποιος την πόρτα του κελιού. Πήγε, την άνοιξε και είδε κάποιον ξένο και άγνωστο μοναχό, ο οποίος αφού παρακάλεσε, μπήκε και έμεινε εκείνη τη βραδιά στο κελί.
Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν και έψαλλαν και οι δύο την ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στην Τιμιωτέραν των Χερουβείμ, ο υποτακτικός έψαλλε ως τέλους τον ύμνο, ενώ ο ξένος μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με περισσή ευλάβεια και φόβο κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου τον έψαλλε ως εξής:
«Ἄξιον ἐστιν ὡς ἀληθῶς,
μακαρίζειν σὲ τὴν Θεοτόκον,
τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον,
καὶ μητέρα τοῦ Θεοῦ ἠμῶν».
Και μετά επισύναψε και την Τιμιωτέραν, ποίημα του αγίου Κοσμά του Ποιητού (8ος  αι.), μέχρι τέλους.
«Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ
καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ
τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν,
τὴν ὄντως Θεοτόκον,
σὲ μεγαλύνομεν».
Όταν το άκουσε αυτό ο υποτακτικός, ενθουσιάστηκε αφ’ ενός για το νέο ύμνο και αφετέρου για την Αγγελοειδή φωνή και ουράνια μελωδία που άκουσε. Είπε, λοιπόν, στον ξένο μοναχό ότι δεν είχε ακούσει ποτέ τον ύμνο αυτό και του ζήτησε να τον καταγράψει, για να μπορεί να τον ψέλνει και ο ίδιος στην Παναγία.
Επειδή όμως ο υποτακτικός δεν είχε μελάνι και χαρτί έφερε στον άγνωστο μοναχό μια πλάκα (μάλιστα λέγεται ότι η πλάκα αυτή ήταν από το δάπεδο του ναού κάτι που είναι πολύ πιθανόν).
Την πήρε λοιπόν ο ξένος, και έγραψε πάνω σ’ αυτήν με το δάκτυλο του τον παραπάνω ύμνο, το Άξιον Εστίν. Και ώ του θαύματος!!! Τα γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιά πάνω στην σκληρή πλάκα σαν να γράφτηκαν σε μαλακό πηλό.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ χαράσσει το Άξιον Εστί.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ χαράσσει το Άξιον Εστί.
Και ποιος να περιγράψει την έκπληξη του υποτακτικού που βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το εξαίσιο γεγονός. Δίκαια στάθηκε εμβρόντητος και παρέλαβε την πλάκα από τον ξένο, ο οποίος του είπε ότι από σήμερα και στο εξής, έτσι πρέπει να ψάλλετε αυτό τον ύμνο και εσείς, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι, στην Κυρία ημών Θεοτόκο. Και μετά εξαφανίστηκε. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, απεσταλμένος από το Θεό, για να αποκαλύψει τον αγγελικό αυτό ύμνο στην ανθρωπότητα.
Ο υποτακτικός μοναχός δοκιμάζοντας έκπληξη στην έκπληξη και χαρά στην χαρά, προσκύνησε τον τόπο όπου στάθηκε ο Άγγελος και ξεφώνησε: «Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε Κύριος τον Άγγελο Αυτού» και ατενίζοντας την εικόνα της Θεοτόκου «Δεδοξασμένα ελλαλήθη περί σού η πόλις του Θεού, Δέσποινα μου Μαρία».
Αφού επέστρεψε και ο Γέροντας από την αγρυπνία στο κελί, άρχισε ο υποτακτικός να του διηγείται τα συμβαίνοντα και να του ψάλλει το Άξιον Εστίν, όπως του παρήγγειλε ο Άγγελος, και στη συνέχεια του έδειξε και την πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο Γέροντας ακούγοντας και βλέποντας όλα αυτά, έμεινε εκστατικός απέναντι στο θαύμα αυτό.
Πήραν και οι δύο την αγγελοχάρακτη πλάκα και πήγαν στο Πρωτάτο του Αγίου Όρους. Την έδειξαν στον Πρώτο αλλά και στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης, και τους διηγήθηκαν όλα τα γενόμενα. Αυτοί δόξασαν το Θεό και ευχαρίστησαν τη Κυρία Θεοτόκο για το εξαίσιο αυτό Θαύμα. Αμέσως, έστειλαν την πλάκα στην Κωνσταντινούπολη στον Πατριάρχη και στον Αυτοκράτορα, αφού τους έγραψαν και γράμματα που εξιστορούσαν όλη την υπόθεση του γεγονότος.
Μπροστά στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης.
Μπροστά στους Γέροντες της Κοινής Σύναξης.
Από τότε και μετά ο Αγγελικός αυτός ύμνος διαδόθηκε σε όλη την Οικουμένη και ψάλλεται στη Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους.  Η δε εικόνα της Παναγίας, που βρισκόταν στην Εκκλησία του κελιού στο οποίο έγινε αυτό το Θαύμα, με κοινή απόφαση των Πατέρων αποφασίσθηκε να μεταφερθεί στο Ιερό Βήμα του Πρωτάτου.
Έτσι, αφού συνήχθησαν πολλοί Πατέρες, έκαναν μια μεγαλειώδη λιτανεία, όπως άρμοζε στην περίπτωση, και αφού πήγαν στο κελί, όπου είχε λάβει χώρα το Θαύμα, προσκύνησαν την εν λόγω Ιερά Εικόνα της Θεομήτορος. Στη συνέχεια, την λιτάνευσαν προς την Εκκλησία του Πρωτάτου και όταν έφθασαν στον Ναό την απέθεσαν στον κυρίως Ιερό Ναό και αμέσως τέλεσαν αγρυπνία εις δόξα και τιμή της Θεομήτορος και του Υπηρέτη Αυτής Μεγίστου Αρχαγγέλου Γαβριήλ. Έπειτα, αφού την έλαβαν σαν τίμιο αγίασμα, χρυσοπορφύρωτο κιβωτό και τιμαλφέστατο θησαυρό, με την δέουσα τιμή και ευλάβεια, την εισήγαγαν στο Ιερό Βήμα σύμφωνα με την προσυμφωνηθείσα απόφαση και την ενθρόνισαν στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος πίσω από την Αγια Τράπεζα, όπου βρίσκεται μέχρι και σήμερα, σαν σε θρόνο βασιλικό.
Λιτάνευση της εικόνας Άξιον Εστί πριν ενθρόνισή της στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος.
Λιτάνευση της εικόνας Άξιον Εστί πριν ενθρόνισή της στο Ιερό σύνθρονο του Αγίου Βήματος.
Από τότε η Ιερά αυτή εικόνα πήρε την ονομασία του αγγελικού ύμνου «Άξιον Εστίν», επειδή μπροστά στην εικόνα αυτή ψάλθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγελο ο ύμνος αυτός.
Το κελί πήρε την επωνυμία «Άξιον Εστί», ενώ η χαράδρα (η τοποθεσία) που βρίσκεται το κελί ονομάζεται από όλους μέχρι σήμερα «Άδειν» (δηλαδή, ψάλλειν), επειδή εκεί για πρώτη φορά ψάλθηκε ο αγγελικός αυτός ύμνος.
Το θαύμα αυτό είναι παλαιό και έγινε το 980 μ.Χ., επί της Βασιλείας Βασιλείου και Κωνσταντίνου των αυταδέλφων, που ονομαζόντουσαν και Πορφυρογέννητοι, υιών του Ρωμανού του νέου και επί πατριαρχίας Νικολάου του Χρυσοβέργου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου