Σάββατο 13 Αυγούστου 2022

Οι Καταβασίες της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γεώργιος Ζαραβέλας, Θεολόγος,

 

Η θεομητορική εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου συνιστά την μεγαλύτερη των εορτών του θέρους. Η υμνογραφία της, πλούσια σε περιεχόμενο, τονίζει την ιερότητα του προσώπου της Θεομήτορος και αναδεικνύει το γεγονός της Κοιμήσεώς της, μα κυρίως την μοναδικότητα της Μεταστάσεώς της στους ουρανούς.

Μεταξύ των προβλημάτων στην τυπική διάταξη των ακολουθιών της εν λόγω εορτής περιλαμβάνεται και το ζήτημα των καταβασιών, οι οποίες ψάλλονται στον όρθρο της κυριώνυμης ημέρας. Ανατρέχοντας στο λειτουργικό βιβλίο του Μηναίου Αυγούστου συναντούμε την ύπαρξη δύο κανόνων. Ο α’ κανόνας συνιστά ποίημα του Κοσμά μοναχού, έχει συντεθεί σε ήχο α’, με ειρμό α’ ωδής «Πεποικιλμένη τη θεία δόξη». Ακολούθως, ο β’ κανόνας είναι ποίημα Ιωάννου του Δαμασκηνού, συντεθειμένος σε ήχο δ’ και με ειρμό α’ ωδής «Ανοίξω το στόμα μου».

Ερχόμενοι στις σχετικές τυπικές διατάξεις έχουμε να σημειώσουμε τα ακόλουθα. Το ενιαύσιο εκδιδόμενο τυπικό της Ελλαδικής Εκκλησίας, όπως αυτό περιλαμβάνεται στα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος, ορίζει ως ψαλλόμενες καταβασίες τους ειρμούς του α’ κανόνα, μη αναφερόμενο καν στους ειρμούς του δευτέρου. Η θέση αυτή είναι εύλογη, αφού πηγή και πρότυπο του τυπικού των ιερών ακολουθιών είναι το Τυπικό ΜτΧΕ του Γεωργίου Βιολάκη. Το τελευταίο αναφέρεται ακριβώς μόνο στις καταβασίες του α’ κανόνα, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Σημειώνεται ότι το τυπικό Βιολάκη καταγράφει ουσιαστικά την τάξη του Πατριαρχικού Ναού την εποχή του μακαριστού πρωτοψάλτη του, χωρίς να λειτουργεί κριτικά με βάση τη χειρόγραφη και έντυπη περί του τυπικού των ιερών ακολουθιών παράδοση, με οτιδήποτε μπορεί αυτό να συνεπάγεται. Την ίδια τάξη καταγράφει και το προγενέστερο αυτού Τυπικό του Κωνσταντίνου Πρωτοψάλτου.

Με βάση τα ανωτέρω, τα Δίπτυχα της Εκκλησίας της Ελλάδος ορθώς πράττουν και σημειώνουν ως καταβασίες μόνο τους ειρμούς του α’ κανόνα, αφού η επίσημη τυπική διάταξη της εν Ελλάδι Εκκλησίας και οδοδείκτης για τη σύνταξή τους είναι το τυπικό του Βιολάκη.

Η θέση του ανωτέρω τυπικού, όμως, δεν συνεπάγεται και το εσφαλμένο της μελώδησης διπλών καταβασιών, δηλαδή των ειρμών και των δυο κανόνων. Η χειρόγραφη παράδοση είναι ιδιαίτερα πλούσια για το ζήτημα. Ο Κ. Παπαγιάννης στο πόνημά του Σύστημα Τυπικού αρχικώς συντάσσεται με την ανωτέρω διάταξη. Στην γενική περί καταβασιών εισαγωγική ενότητα αναφέρει, πως διπλές καταβασίες ψάλλονται στις εορτές Χριστουγέννων, Περιτομής, Θεοφανείων και Πεντηκοστής, αλλά και κατά την ημέρα της απόδοσής τους, χωρίς αναφορά στην εορτή της Κοιμήσεως. Στην παραπομπή 1077, όμως, αναφέρει με θετικό τρόπο την διάταξη της μελώδησης διπλών καταβασιών, παραπέμποντας σε συγκεκριμένες πηγές. Πιο αναλυτικά, τα τυπικά του Ναού της Αναστάσεως και της μονής της Ευεργέτιδος ορίζουν καταβασίες μόνο τους ειρμούς του β’ κανόνα, ενώ τα τυπικά της Μονής Αγίου Παύλου, της Μονής Διονυσίου, της Μονής Ξηροποτάμου, του Μεθοδίου Ιερομονάχου (δηλαδή οι τυπικές διατάξεις της Μονής Σίμωνος Πέτρας) και του Γεωργίου Ρήγα ορίζουν να ψάλλονται διπλές καταβασίες, με τους ειρμούς και των δύο κανόνων.

Το τυπικό της Μονής του Αγίου Σάββα ορίζει κι αυτό διπλές καταβασίες, αλλά με ασάφεια διατύπωσης, αφού αναφέρει πως μετά από κάθε ωδή των κανόνων ψάλλονται οι ειρμοί ανά μία, έχοντας προηγουμένως σημειώσει, ότι στην οικεία θέση τους και προ των τροπαριών κάθε κανόνα ψάλλονται οι ειρμοί άνευ στίχου, τόσο για τον α’, όσο και για τον β’ κανόνα. Ορίζει, σαφώς, οι καταβασίες να ψάλλονται στην κανονική θέση τους, δηλαδή στο τέλος κάθε ωδής και όχι όλες μαζί, μετά την πλήρωση και της η’ ωδής των κανόνων, όπως έχει επικρατήσει στις σύγχρονες τυπικές διατάξεις.

Κρίνοντας από τα ανωτέρω, η ψαλμωδία διπλών καταβασιών δεν είναι αποδοκιμαστέα, αλλά μάλλον επικροτείται, ιδίως από τη μοναστική περί του τυπικού των ακολουθιών παράδοση, αλλά και από την ισχυρή λειτουργική παράδοση πολλών εκκλησιαστικών συνάξεων. Η επίσημη τυπική διάταξη ορίζει καταβασίες μόνο του α’ κανόνα, αλλά η πρακτική των διπλών καταβασιών δεν είναι απαράδεκτη, αφού ερείδεται σε παλαιά τυπικά της μοναστηριακής παράδοσης και αναδεικνύει σε ένα ακόμα σημείο της την ιδιαίτερη σημασία της εορτής της Μεταστάσεως της Θεοτόκου.

 

naxioimelistes.blogspot.com

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

Βιολάκη Γ., Τυπικόν της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Σειρά: Εκκλησιαστική Βιβλιοθήκη, εκδ. Βασ. Δ. Σαλίβερου, Αθήναι χ.χ.

Δοσιθέου αρχιμανδρίτου (επιμ.), Τυπικόν του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σάββα του Ηγιασμένου, εκδ. Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Παναγίας Τατάρνης, Αθήνα 2010.

Κωνσταντίνου ΠρωτοψάλτουΤυπικόν εκκλησιαστικόν κατά το ύφος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, Εν Κωνσταντινουπόλει 1838.

Μεθοδίου ΙερομονάχουΤυπικόν, εκδ. Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας, Άγιον Όρος 2016. 

Παπαγιάννη Κων.Σύστημα Τυπικού των ιερών ακολουθιών του όλου ενιαυτού, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006. 

Ρήγα Γ.Τυπικόν, Σειρά: Λειτουργικά Βλατάδων, αρ. 1, εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1994.

Σκρέττα Νικ. (επιμ.)Τυπικόν Αγίου Σάββα, εκδ. Ιεράς Λαύρας Σάββα του Ηγιασμένου, Θεσσαλονίκη 2017.

Στέλιος Κούκος «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε…» ή «Καλώς ανταμωθήκαμε…»! 13 Αυγούστου 2022

 

Η Κοίμηση της Θεοτόκου, του κρητικού αγιογράφου Ιερέως Βίκτωρος (λεπτομέρεια). Μουσείο Μπενάκη.

«Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε…»

Η σύναξη εκ περάτων και η ενταύθα παρουσία των Αποστόλων, όπως και στις κατά τόπους Γεθσημανές, δηλαδή όπου τελούνται αυτές τις μέρες οι θεομητορικές παρακλήσεις -πράγμα που σημαίνει παντού- κάνουν κάθε χώρα, κάθε πόλη, χωριό, μοναστήρι, εκκλησία, ξωκλήσι και κατοικία οικουμένη!

Έναν κόσμο αγκάλη! Εκεί, εδώ και παντού σ’ αυτήν την μικρή, ευρεία και απέραντη κόγχη της Πλατυτέρας βρίσκεται όλος ο κόσμος! (Που δεν βλέπουν σε καμιά περίπτωση οι εκατομμυριούχοι τουρίστες-κοσμοναύτες του διαστήματος οι οποίοι ξοδεύουν έναν πακτωλό χρημάτων για να βρεθούν απλώς στο διάστημα. Στο απόλυτο κενό! Ενώ, όπως είπε ο όσιος Παΐσιος, εμείς πάμε στον Θεό με ένα παξιμάδι)!

Πλατυτέρα, Παναγία Βλαχερνίτισσα, Εκκλησία αγίου Δημητρίου, 14ος αι. Σερβία – Κοσσυφοπέδιο (λεπτομέρεια).

«Καλώς ανταμωθήκαμε», λοιπόν, «όλα τα αγαπημένα…», όπως λέει το μελωδικότατο τραγούδι της πονεμένης και πάντα γλυκιάς και αλησμόνητης Μικράς Ασίας! Και η Μικρά Ασία που του χρόνου συμπληρώνονται 100 χρόνια από το ξεκλήρισμα της έδειξε πως ξέρει και να ξαναστεριώνει και να μεταλαμπαδεύει τον κόσμο της, τις παραδόσεις της!

Παραδόσεις, βεβαίως, βιωματικές και βαθιάς πίστης «που οροσειρές μετακινεί», και όχι απλώς φολκλορικές, επιφανειακές και προς το… θεαθήναι! Γιατί το βίωμα είναι αυτό που δημιουργεί εκφάνσεις ζωής και προσφέρει ξανά μέσα από αυτές τις λεπτές αποχρώσεις των βιωμάτων που κουβαλά! Της πίστης, της αγάπης και της ζωής, της ευαισθησίας για κάθε ωραίο και όμορφο! Ένα κόσμο φιλοκαλίας και ευγένειας.

Η Κοίμηση της Θεοτόκου. Τοιχογραφία Καθολικού Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου (1312).

Καλώς ανταμωθήκαμε, λοιπόν, στην πυρίκαυστο αγκαλιά του θέρους, του χωρίου της Γεθσημανής! Του Αυγούστου! Του Δεκαπενταύγουστου!

Και η περίοδος αυτή, του Μεγάλου Δεκαπενθημέρου του καλοκαιρινού Πάσχα, όπως και αυτή της Μεγάλης Εβδομάδας διαθέτει Γεθσημανή! Εκείνη κήπο προσευχής! Αιμάτινης και αρχής μαρτυρίου! Και αυτή χωρίο, κόσμο, οικουμένη! Στο μέγεθος της αγκαλιάς της Υπεραγίας Θεοτόκου!

Απέραντη! Αφού χώρεσε τον Αχώρητο! Και μας άφησε στο χωρίο-οικουμένη έναν τάφο μνήμα και μνήμη, ανάμνηση ενός πλάσματος εντελώς εξαιρετικού ανάμεσά μας! Το οποίο πέρασε από τον κόσμο μας και όπως θα ακούσουμε πολύ σύντομα: Δεν τον εγκατέλειψε ποτέ!

Φυσικά, αυτό το ξέρουμε βιωματικά και δεν τολμούμε να πιστέψουμε κάτι διαφορετικό! Πως, δηλαδή, οι άνθρωποι έμειναν χωρίς Μητέρα Μεγαλόχαρη! Γιατί πού αλλού να καταφύγουμε;

Αλλά δεν είναι φόβος της απουσίας που «βεβαιώνει» την παρουσία Της, αφού η ίδια Παντάνασσα και Πλατυτέρα καθηλώνει την ύπαρξη μας και δημιουργεί την βεβαιότητα της αίσθησής Της!

Η καρδιά του Αυγούστου και του καλοκαιριού έχει παλμούς Θεομητορικούς!

Και με αυτούς τελειώνει πάντα η χρονιά, τόσο η παραγωγική, όσο και το εκκλησιαστικό έτος, αφού όλα κορυφώνονται και λήγουν τον Αύγουστο και ξεκινάνε από τον Σεπτέμβριο. Από την γεωργία και την καρποφορία της γης, την εκπαίδευση, τις εμπορικές επιχειρήσεις. Όπως βεβαίως και η αρχή του εκκλησιαστικού έτους.

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως: Περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου

 

Άγιος Νεκτάριος Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἦν πρό τόκου παρθένος, καί ἐν τόκῳ παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν παρθένος διέμεινε, φυλάξασα ἀλώβητον τήν ἑαυτῆς παρθενίαν. (Ὁμολογία Ὀρθοδόξου πίστεως ἐν ἐρωταποκρίσει λ´).

Ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφητεύσας τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Σωτῆρος, παρθένον τήν μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ ὠνόμασεν· «Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσει τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». (Ἡσ. ζ´. 14). Τοῦτο δέ δηλοῖ οὐ μόνον τήν πρό τόκου παρθένον, ἀλλά καί τήν ἐν τόκῳ καί τήν μετά τόκον παρθένον, διότι ἡ παρθένος ἔμελλε νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅν θά ἐκυοφόρει, θά ἐγαλακτοτρόφει καί θά ἀνέτρεφε κατά τήν βρεφικήν καί παιδικήν αὐτοῦ ἡλικίαν.

Ἡ παρθένος ἀνεδείχθη μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ οὐχί μόνον διά τόν χρόνον τῆς κυήσεως, ἀλλά διά τό διηνεκές. Κατά τόν προφήτην ὁ Θεός παρθένον, ἤτοι ἐλευθέραν παντός συζυγικοῦ δεσμοῦ ἐξελέξατο, καί πρός οὐδένα ὑποχρεωμένην. Τοῦτο δηλοῖ καί ἡ λέξις ἁελμάχ, ὡς μαρτυρεῖται καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσ. κεφ. κδ´, 43, ἔνθα ἡ παρθένος Ρεβέκκα καλεῖται ἁελμάχ, καί ἐκ τοῦ βιβλίου τῶν ψαλμῶν (ἐν ψαλμῷ ξζ´. ἑβδμ. ἤ ξη´. Ἑβραϊκ.), ἔνθ᾿ αἱ τυμπανίστριαι νεάνιδες καλοῦνται ἁελμόθ, ἤτοι αἱ παρθένοι. Ἐπίσης καί εἰς τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων κεφ. Α´. στίχ. 3 φέρεται κατά τούς ἑβδομήκοντα «διά τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε»· τό δέ ἑβραϊκόν ἔχει ἁελμόθ, ἤτοι παρθένοι ἠγάπησάν σε. Βεβαίως ἐνταῦθα οὐ περί ἐγγάμων ἤ μεμνηστευμένων πρόκειται· ὅτι δέ περί παρθένων πρόκειται, τοῦτο εἶναι εὔδηλον καί οὐδείς δύναται νά τό ἀρνηθῇ.

Ὥστε ὁ προφήτης προλέγων τήν ἐκ παρθένου γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ, θεωρεῖ τήν παρθενίαν ἀπηλλαγμένην πάσης πρός τινας ὑποχρεώσεως. Ἐκ τῆς προφητείας δηλοῦται ὅτι ἡ παρθένος αὕτη ἦν προορισμένη πρό αἰώνων καί ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ὅπως γίνῃ μήτηρ τοῦ Θεοῦ. Ὥστε ἡ παρθένος ἡ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ ὡς ἐκλελεγμένη ὑπό τοῦ Θεοῦ, μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνῆκε καί οὐδενί ἑτέρῳ· ἐάν δέ ὁ Θεός πρός ἐξυπηρέτησιν τῆς θείας βουλῆς ἔδωκεν αὐτῇ τόν Ἰωσήφ ὡς μνηστῆρα, ὁ δεσμός οὗτος ἦν ὅλως πνευματικοῦ χαρακτῆρος καί οὐδέν παρεῖχε δικαίωμα συζυγίας τῷ Ἰωσήφ. Τοῦτο ἐδηλώθη σαφῶς ὑπό τοῦ Ἀρχαγγέλου τῷ Ἰωσήφ, ὅστις ἐπιγνούς τῆς θείας οἰκονομίας τό μυστήριον, ἐδείχθη πρόθυμος ὑπηρέτης τῆς θείας βουλῆς. Οὐκ ἄρα ὁ Θεός τήν μνηστήν τοῦ Ἰωσήφ ἐξελέξατο ὡς μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ, ἀλλά τήν προεκλελεγμένην ἤδη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ἐνεπιστεύθη τῷ Ἰωσήφ πρός ἀμοιβήν τῆς αὐτοῦ ἀρετῆς· διότι πάντως ὁ Ἰωσήφ ἦτον ἐκλελεγμένος μεταξύ ἁπάντων τῶν Ἰουδαίων.

Κατά ταῦτα ἡ ἁγία Παρθένος προωρίσθη νά ἀναδειχθῇ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ. Ὡς τοιαύτη δέ ἔδει νά ᾖ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ εἰς τό διηνεκές· διότι ἀφοῦ πρός τοῦτο προωρίσθη, χρεών ἦν νά ἀφοσιωθῇ ὅλῃ ψυχῇ καί καρδίᾳ τῷ ὑψηλῷ αὑτῆς προορισμῷ, καί οὗτος μόνος νά ᾖ ἡ ἀδιάλειπτος αὐτῆς μέριμνα καί φροντίς, τό μόνον μέλημα, καί ἡ ἄπαυτος μελέτη· διότι ἀληθῶς πᾶσα ἑτέρα φροντίς ἤ μέριμνα, ἤ πᾶν ἕτερον μέλημα καί ἑτέρα μελέτη καί ἀπασχόλησις, ὡς ἀποσπῶσα αὐτήν τοῦ ὑψηλοῦ αὐτῆς προορισμοῦ καί τῆς ἁγίας αὐτῆς ἀποστολῆς θά ἐδείκνυον αὐτήν ἐστερημένην τῆς πρωτίστης ἀρετῆς τῆς συναισθήσεως τοῦ ὑψίστου αὐτῆς καθήκοντος καί τῆς μετ᾿ αὐταπαρνήσεως τελείας πληρώσεως αὐτοῦ.

Ἡ ἁγία παρθένος ὡς μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ δέν ἠδύνατο νά ἀναλάβῃ τήν ὑποχρέωσιν νά γίνῃ μήτηρ ἄλλων τέκνων. Πρῶτον διότι ἡ μητρική στοργή πρός τό θεῖον τέκνον, ἡ εὐλάβεια πρός αὐτό, ἡ ἀφοσίωσις καί ἡ λατρεία πρός αὐτό, τό θεῖον πῦρ τό διαφλέξαν τήν καρδίαν αὐτῆς καί ἐκπυρακτῶσαν αὐτήν, τό πληρῶσαν αὐτήν τοῦ τελείου ἀγαθοῦ, τό μηδεμίαν θέσιν καταλιπόν ταῖς γηΐναις ἀπολαύσεσι καί ἐπιθυμίαις, οὐδόλως ἐπέτρεπον αὐτῇ νά ἀναλάβῃ ἑτέραν ὑποχρέωσιν πρός ἕτερα τέκνα.

Δεύτερον διότι ἡ πτερωθεῖσα αὐτῆς διάνοια, ἡ τό θεῖον διερευνῶσα βρέφος καί πρός αὐτό μόνον τήν ἀνύψωσιν ἔχουσα, καί περί αὐτοῦ μόνον ἀσχολουμένη, καθίστα ἀδύνατον τήν περί ἄλλας σκέψεις καί φροντίδας τροπήν.

Τρίτον διότι τό θεῖόν ἐστι ζηλότυπον, ζητεῖ δέ ἀπόλυτον ἀγάπην· ἀγάπην ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης καρδίας, καί ἐξ ὅλης διανοίας· ἐάν δέ ὁ Ἰησοῦς ἀπῄτησε τοιαύτην ἀγάπην παρά τῶν ἑαυτοῦ ὀπαδῶν, πολλῷ μᾶλλον τοῦτο ἀπῄτει παρά τῆς μητρός αὐτοῦ. Ἐπειδή δέ πᾶν τό ὑπό τοῦ Σωτῆρος ἀπαιτούμενον εἶναι δώρημα παρ᾿ αὐτοῦ διδόμενον, παρά δέ τῶν λαμβανόντων διαθέσεως μόνον δεόμενον, ἕπεται ὅτι ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου, ἡ τοιαύτης ἀξιωθεῖσα χάριτος καί δωρεᾶς, ἠγάπησε τόν Υἱόν αὑτῆς ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, καί ἐκολλήθη ἡ ψυχή αὐτῆς ὀπίσω τοῦ υἱοῦ αὐτῆς, καί οὐδεμία δύναμις ἠδύνατο νά ἀποσπάσῃ αὐτήν ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ θείου αὐτῆς τέκνου.

Τέταρτον διότι ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπιφοίτησις καί ἡ μοναδική γέννησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ οὐ μόνον ἀνέδειξαν τήν Παρθένον Μαρίαν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ἀλλά καί ναόν Ἅγιον καί κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ ἀπέδειξαν. Τά δέ ἅπαξ τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα καί ὑπό τοῦ Θεοῦ ἁγιασθέντα οὐ γίνονται κοινά, ἀλλ᾿ εἰς τό παντελές διαμένουσι ἱερά καί ἅγια τῷ Θεῷ καί μόνῳ αὐτῷ ἀνήκουσι. Δέν ἠδύνατο ἄρα ἡ Θεοτόκος νά τέκῃ ἄλλα τέκνα. Ἐάν δέ παρθένοι τῷ Θεῷ ἀφιερωθεῖσαι καί ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ τρωθεῖσαι βασιλείων γάμων καταφρονῶσι, τί περί τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ἐροῦμεν;

Τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεκήρυξαν ἤδη πρό αἰώνων καί οἱ προφῆται. Καί ἐν πρώτοις, μετά τούς λόγους τοῦ Ἡσαΐου, οἱ λόγοι τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ περί τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, ἥν ὁ Θεός ἐπέδειξεν αὐτῷ ἐν ὁράσει τινί ἔσται κεκλεισμένη, τήν Παρθένον ἐδήλουν. Ἰδού δέ οἱ λόγοι οὗτοι τοῦ προφήτου· «Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας, τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς· καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται καί οὐδείς μή διέλθῃ δι᾿ αὐτῆς· ὅτι Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι᾿ αὑτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Δότι ὁ ἡγούμενος οὗτος καθήσεται ἐν αὐτῇ τοῦ φαγεῖν ἄρτον ἐναντίον Κυρίου» (Ἰεζεκιήλ μδ´ 1-3).

Διά τῶν λόγων τούτων τῆς ὁράσεως ὁ προφήτης προαναγγέλει μυστικῶς τήν μέλλουσαν ἐκ παρθένου σάρκωσιν καί γέννησιν τοῦ Ἐμμανουήλ καί τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Μητρός τοῦ Κυρίου.

Πάντες οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί ἐξ ἀποστολικῆς παραδόσεως οὕτως ἡρμήνευσαν τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ Προφήτου. Ἀλλά πλήν τούτου, ἐάν ἡ προφητεία αὕτη, ἡ δι᾿ ὁράσεως γενομένη, δέν ἔλαβε τήν ἔκβασιν ἐν τῇ γεννήσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἡγουμένου τοῦ Ἰσραήλ, ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας, τότε οὐδέποτε πλέον ἔκβασιν λήψεται διά τήν ἔλευσιν τοῦ Σωτῆρος. Διότι διά τῆς ὁράσεως ἀπεκαλύφθη τῷ προφήτῃ ἡ εἴσοδος τοῦ Βασιλέως τοῦ Μεγάλου εἰς τόν κόσμον τοῦτον ὡς υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἐγένετο διά τῆς παρθένου Μαρίας· ἀπεκαλύφθη ὅτι μόνος ὁ ἡγούμενος τοῦ Ἰσραήλ ὁ μέλλων φαγεῖν ἄρτον ἐν αὐτῇ τῇ πύλῃ, τῇ παρθένῳ, ἤτοι ἐνσαρκωθῆναι ἐν αὐτῇ, διελεύσεται δι᾿ αὐτῆς καί ἔσται κεκλεισμένη. Ὥστε ἡ ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἦν προωρισμένη ὑπό τῆς θείας βουλῆς ὡς καί αὕτη ἡ παρθένος ἦν προωρισμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν ὑπό τῆς θείας βουλῆς, ὅπως γίνῃ καί μείνῃ μήτηρ τοῦ Ἐμμανουήλ.

Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἑρμηνεύων τήν ὅρασιν ταύτην τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ λέγει: «Τίς ἐστιν αὕτη ἡ πύλη, εἰμή ἡ Μαρία κεκλεισμένη διά τοῦτο, διότι παρθένος; Πύλη λοιπόν ἡ Μαρία, δι᾿ ἧς ὁ Χριστός εἰσῆλθεν εἰς τοῦτον τόν κόσμον, ὅτε ἐκ παρθενικοῦ τόκου προῆλθε, τά τῆς παρθενίας κλεῖθρα μή λύσας». (Ambros. De instit. Virgin).

Τήν Ἁγίαν Παρθένον θείᾳ εὐδοκίᾳ κυοφοροῦσαν, τίκτουσαν καί μετά τόκον ὡς πρό τόκου διαμένουσαν, προδιετύπωσαν ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ ἐξαίσια προσέτι γεγονότα. Ἡ βάτος ἡ φλεγόμενη καί μή κατακαιομένη, ἡ ἄφλεκτος διαμείνασα μετά τήν τοῦ θείου πυρός ἐπιφοίτησιν, τήν Παρθένον προδιετύπωσεν. Ἡ θάλασσα ἡ μετά τήν πάροδον τοῦ Ἰσραήλ μείνασα ἄβατος, τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου προεσήμηνεν.

Ἡ πέτρα ἡ ἐκβλύσασα τό ὕδωρ τό ζῶν τήν Παρθένον προεικόνισεν. Ἡ πύρινος στήλη ἡ τόν Ἰσραήλ φωταγωγήσασα καί ἡ ὁλόφωτος νεφέλη ἐν αἷς ἐγένετο Κύριος ὁ Θεός, τήν Παρθένον προενέφηναν. Ἡ σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τήν Παρθένον προεδήλωσεν. Ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης τήν Παρθένον ὑπέδειξεν. Ἡ ῥάβδος τοῦ Ἀαρών ἡ βλαστήσασα τήν Παρθένον προεμήνυσεν. Ἡ στάμνος ἡ τό οὐράνιον μάννα χωρήσασα τήν Παρθένον διετύπωσεν.

Ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός, τήν Παρθένον προεσήμηνεν. Ὁ πόκος ὁ ἔνδροσος τήν Παρθένον προϋπέγραψεν. Αὐτός ὁ Ναός τῆς Ἱερουσαλήμ τόν Ναόν τόν ἔμψυχον τοῦ Παμβασιλέως ὑπετύπωσεν. Ἡ λαβίς ἡ μυστική, ἥν εἶδεν ὁ Ἡσαΐας, ἡ λαβοῦσα τόν ἄνθρακα ἐκ τοῦ θυσιαστηρίου, τήν Παρθένον ὑπέδειξε, τήν συλλαβοῦσαν ἐν γαστρί τον θεῖον ἄνθρακα Χριστόν. Τό ὄρος τό ἀλατόμητον ἐξ οὗ ἐτμήθη ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος Χριστός τήν Παρθένον προδιετύπωσεν.

Πῶς ἤδη ἡ Παρθένος ἡ προωρισμένη γενέσθαι μήτηρ Θεοῦ, ἡ ἐκλελεγμένη ἐκ πασῶν τῶν γενεῶν, ἡ προδιατυπωθεῖσα διά τοιούτων μυστικῶν συμβολικῶν παραστάσεων, ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ, ἠδύνατο νά ἀποβῇ σύζυγος τοῦ Ἰωσήφ; Οὐδέποτε! Οὐδέποτε! Ἡ Παρθένος ἦν πρό τόκου Παρθένος, καί ἐν τόκῳ Παρθένος, καί μετά τόκον πάλιν Παρθένος διέμεινε. Τά ἅγια οὐδέποτε γίνονται κοινά· τά ἀφιερωθέντα τῷ Θεῷ μόνῳ τῷ Θεῷ ἀνήκουσι· διό καί ἱερόσυλοι οἱ συλῶντες τά ἱερά καί ἀσεβεῖς θεωροῦνται καί ἄξιοι κατακρίσεως, ὅτι τά τῷ Θεῷ ἀφιερωθέντα ἐσύλησαν.

Ὁ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου ἱστορεῖ τά ἑξῆς· «Τῷ ἕκτω μηνί ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος Γαβριήλ ὑπό τοῦ Θεοῦ εἰς πόλιν τῆς Γαλιλαίας, ᾗ ὄνομα Ναζαρέτ, πρός παρθένον μεμνηστευμένην ἀνδρί, ᾧ ὄνομα Ἰωσήφ, ἐξ οἴκου Δαβΐδ καί τό ὄνομα τῆς παρθένου Μαριάμ. Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξίν. Ἡ δέ ἰδοῦσα διεταράχθη ἐπί τῷ λόγῳ αὐτοῦ, καί διελογίζετο, ποταμός εἴη ὁ ἀσπασμός οὗτος. Καί εἶπεν ὁ ἄγγελος αὐτῇ· Μή φοβοῦ, Μαριάμ εὗρες γάρ χάριν παρά τῷ Θεῷ. Καί ἰδού συλλήψῃ ἐν γαστρί, καί  τέξῃ υἱόν καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καί υἱός ὑψίστου κληθήσεται. Καί δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεός τόν θρόνον Δαυΐδ τοῦ Πατρός αὐτοῦ· καί βασιλεύσει ἐπί τόν οἶκον Ἰακώβ εἰς τούς αἰῶνας, καί τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Εἶπε δέ Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον· Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω; Καί ἀποκριθείς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῇ· Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπί σέ, καί δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι· διό καί τό γεννώμενον ἅγιον κληθήσεται Υἱός Θεοῦ…Εἶπε δέ Μαριάμ· «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά τό ῥῆμά σου. Καί ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῆς ὁ ἄγγελος».

Ἐκ τῆς διηγήσεως ταύτης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ δηλοῦται α´) ὅτι ἡ μεμνηστευμένη τῷ Ἰωσήφ Μαριάμ, οὖσα ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Ἰωσήφ διετέλει παρθένος. β´) ὅτι θαυμάζει περί τοῦ τρόπου τῆς πληρώσεως τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου ὡς μή γνοῦσα ἄνδρα καί ὡς μή γνωσομένη τοιοῦτον· διότι ἐάν προὔκειτο νά ἔλθῃ εἰς γάμου κοινωνίαν τῷ Ἰωσήφ, ἦν λίαν φυσικόν, μεμνηστευμένη οὖσα, νά ὑποθέσῃ ὅτι ὁ ἄγγελος διαλέγεται αὐτῇ περί τοῦ συλληφθησομένου ἐκ τοῦ γάμου· ἀλλ᾿ οὐχ ὑπέθεσε, διότι ἀφιερωμένη ἦν τῷ Θεῷ· γ´) ἡ τοῦ Ἀγγέλου ἀναγγελία, ὅτι εὗρε χάριν παρά τῷ Θεῷ, δηλοῖ ὅτι αὕτη ἐξελέγη, ἵνα γίνῃ καί διατελῇ μήτηρ τοῦ Θεοῦ· διό καί ἔστιν εὐλογημένη ἐν γυναιξί.

Πῶς εἶναι ἤδη δυνατόν νά ὑποθέσῃ τις ὅτι ἡ ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ Παρθένος, ἡ εὑροῦσα χάριν παρά τῷ Θεῷ, ὅπως γίνῃ Μήτηρ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ εὐλογημένη ἐν γυναιξίν, ἡ γενομένη ἔμψυχος ναός τοῦ Σωτῆρος, αὕτη ἐγκαταλείπει τό θεῖον κλέος και αὐτόν τόν θεῖον Υἱόν ἵνα γίνῃ μήτηρ υἱῶν ἀνθρώπου καί μερίζει τήν ἀγάπην καί τήν φροντίδα τήν ὀφειλομένην πρός τό θεῖον τέκνον καί πρός ἄλλα τέκνα; Οἱ τοιαῦτα ὑποτιθέντες ἀγνοοῦσι τί ἐστιν ἀγάπη τρωθείσης καρδίας ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ θείου, καί μάλιστα κόρης Θεομήτορος.

Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ἱστορῶν τήν γέννησιν τοῦ Σωτῆρος λέγει ὅτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐφανερώθη τῷ Ἰωσήφ καί ἐγνώρισεν αὐτῷ τήν σύλληψιν τῆς παρθένου Μαρίας ἐκ Πνεύματος Ἁγίου· καί ὅτι τοῦτο ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τό ῥηθέν ὑπό τοῦ Κυρίου διά τοῦ προφήτου λέγοντος· «Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει καί τέξεται υἱόν καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός». Ἐνταῦθα παρατηροῦμεν ὅτι ὁ Ἄγγελος, ἐν ᾧ, καλεῖ τήν Μαριάμ γυναῖκα τοῦ Ἰωσήφ, ἐν τούτοις βεβαιοῖ αὐτήν παρθένον.

Ἀλλά, καί τοι οὕτω σαφῶς εἰσιν εἰρημένα τά περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, τινές παρεξηγοῦντες τούς λόγους τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τούς ῥηθέντας ἐπί τούτῳ ὅπως δείξῃ ὅτι ὁ μονογενής υἱός τῆς Παρθένου ἐκ τῆς Παρθένου ἐγεννήθη ὡς καί συνελήφθη ὑπό τῆς Παρθένου, ὑποθέτουσιν ὅτι μετά τόν θεῖον τοκετόν ἔτεκεν αὕτη καί ἄλλα τέκνα, συνάγοντες τό συμπέρασμα ἐκ τῆς ἑξῆς περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου· «Καί παρέλαβε τήν γυναῖκα αὑτοῦ καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον». Ἀλλ᾿ ἀγνοοῦσι φαίνεται οἱ τό τοιοῦτον συμπέρασμα συνάγοντες, ὅτι τό «ἕως οὗ» καί τό «πρωτότοκος» ἐν τῇ Γραφῇ εἰσι δηλωτικά ἐννοίας πολύ διαφόρου τῆς κοινῆς ἐννοίας.

Τό «ἕως οὗ», ὁσάκις ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἁγία Γραφῇ, δηλοῖ τό διηνεκές, καθώς καί ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Τοῦτο ἀκούοντες μή ὑποπτεύσωμεν διά τοῦ ἕως ὅτι μετά αὐτήν ἔγνω· τό γάρ ἕως ἔθος ἐστί τῇ Γραφῇ πολλάκις τιθέναι εἰς τό διηνεκές· οἷον «οὐχ ὑπέστρεψεν ὁ κόραξ εἰς τήν κιβωτόν, ἕως οὗ ἐξηράνθη ἡ γῆ»· καί τοι γε οὐδέ μετά ταῦτα ἐπέστρεψε». Καί ὁ Ἰσίδωρος· «Τό ἕως ὡς τό «ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» καί τό «ἕως ἄν κατηγηράσητε ἐγώ εἰμι», καί τό «οὐκ ἐπέστρεψε ἡ περιστερά πρός τόν Νῶε ἕως τοῦ ξηρανθῆναι τό ὕδωρ», ἅπερ εἰσί διηνεκῶς εἰρημένα. Νοητέον δέ καί οὕτως· «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν πόθεν συνέλαβεν «ἕως οὗ ἔτεκε» καί εἶδε τά γενόμενα σημεῖα.»

Ἐπίσης καί τό «πρωτότοκος» ἔχει ἐν τῇ Γραφῇ ἄλλην σημασίαν. Ὁ Ζυγαδηνός λέγει «Πρωτότοκον δέ λέγει νῦν οὐ τόν πρῶτον ἐν ἀδελφοῖς, ἀλλά τόν καί πρῶτον καί μόνον· ἔστι γάρ τι καί τοιοῦτον εἶδος ἐν ταῖς σημασίαις τοῦ πρωτοτόκου. Καί γάρ πρῶτον ἔστιν ὅτε τόν μόνον ἡ Γραφή καλεῖ. Ὡς τό «ἐγώ εἰμι Θεός πρῶτος καί μετ᾿ ἐμέ οὐκ ἔσται ἕτερος» (Ἡσ. μδ´, 6). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος ἐν τῇ ὁμιλίᾳ εἰς τήν γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λέγει· «Οὐ πάντως ὁ πρωτότοκος πρός τούς ἐπιγινομένους ἔχει τήν σύγκρισιν, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτον διαγοίγων μήτραν πρωτότοκος ὀνομάζεται». Καί ὁ Θεοφύλακτος ἐν κεφ. ΙΙ τοῦ Λουκᾶ (σελ. 315) λέγει· «Πρωτότοκον υἱόν ὠνόμασε τῆς Παρθένου τόν Κύριον, καί τοι μή δευτέρου τινός τεχθέντος, εἰκότως· πρωτότοκος γάρ λέγεται καί ὁ πρῶτος τεχθείς, κἄν μή δεύτερος ἐπετέχθη». Καί ὁ αὐτός πάλιν ἐν κεφ. Ι πρός Κολοσσαεῖς (σελ. 635) λέγει· «Ὁ πρωτότοκος οὐ πάντως πρός τούς ἑξῆς λέγεται παρά τῇ Γραφῇ, ἀλλ᾿ ἀπολύτως οὕτως, ὁ πρῶτος τεχθείς. Οὕτως οὖν καί ἡ Θεοτόκος Μαριάμ ἔτεκεν αὐτόν τόν κατά σάρκα πρωτότοκον οὐκ ἔχοντα πάντως ἀδελφούς ἐφεξῆς αὐτῷ· μονογενής γάρ καί ἐκ ταύτης».

Ὁ Παῦλος ἐν τῇ πρός Ρωμαίους ἐπιστολῇ (η´ 29) καλεῖ τόν Χριστόν «πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»· καί ἐν Κολοσσαεῖς (α´ 15) καλεῖ τόν Χριστόν πρωτότοκον πάσης κτίσεως, λέγων· «Ὅς ἐστιν εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως· ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα»· καί ἐν στίχῳ 18 λέγει· «καί αὐτός ἐστι κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας· ὅς ἐστιν ἀρχή, πρωτότοκος ἐκ τῶν νεκρῶν». Καί ἐν τῇ πρός Ἑβραίους (α´ 5-6) λέγει· «Υἱός μου εἶ σύ, ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε· καί πάλιν· ἐγώ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καί αὐτός ἔσται μοι εἰς Υἱόν· ὅταν δέ πάλιν εἰσαγάγῃ τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην λέγει· Καί προσκυνησάτωσιν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ»· καί ἐν κεφ. ιβ´ 23 τήν Ἐκκλησίαν καλεῖ «Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων».

Ἐκ τῶν χωρίων τούτων δηλοῦται ὅτι τό πρωτότοκος ἐν τῇ Γραφῇ, ὁσάκις λέγεται περί τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐκφράζει τήν ἔννοιαν τοῦ μονογενής· ὥστε τό πρωτότοκος εἶναι ἴσον τῷ μονογενής.

Ὁ Θεοφύλακτος σαφηνίζων τοῦτο λαμπρῶς λέγει· «Ἐκ πατρός πρωτότοκος, οὐχ ὡς πρός τά λοιπά κτίσματα, ἀλλ᾿ ἀπολύτως· μονογενής γάρ καί κατά τήν ἄνω γέννησιν» (ἐν τῷ μέρει Ἀπόστολοι σελ. 346). Καί ὁ Μέγας Βασίλειος· «Εἰ δέ πρωτότοκος νεκρῶν εἴρηται διά τό αἴτιος εἶναι τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως, οὕτω καί πρωτότοκος κτίσεως διά τό αἴτιος εἶναι τοῦ ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τό εἶναι παραγαγεῖν τήν κτίσιν» (κατά Εὐνομιανῶν). Οἱ αἱρετικοί Εὐνομιανοί, οἱ ἀρνούμενοι τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου, καί οἱ σημερινοί ὀπαδοί αὐτῶν ὡς δευτέραν ἔνστασιν προσάγουσι τά ἐν τοῖς εὐαγγελισταῖς ἀπαντῶντα χωρία, ἐν οἷς ἀναφέρονται ἀδελφοί τοῦ Ἰησοῦ (Ματθ. ιβ´ 46-48, 49, Μαρκ. ς´. 3, Ἰωάν. β´. 17, ζ´. 3), ἀλλ᾿ ἐκ τούτων δέν ἕπεται ποσῶς, ὅτι οἱ ἀδελφοί οὗτοί εἰσι τέκνα τῆς Παναγίας Παρθένου Μαρίας. Ἐν ταῖς ἁγίαις Γραφαῖς καλοῦνται ἀδελφοί καί οἱ συγγενεῖς. Ἐπί παραδείγματι ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Λώτ ὠνομάσθησαν ἀδελφοί (Γεν. ιγ´. 8). ἐν ᾧ ὁ Λώτ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. ιβ´ 4, 5, ιδ´ 14-16). Ὁ Ἰακώβ καί ὁ Λάβαν ὠνομάσθησαν ἐπίσης ἀδελφοί, ἐν ὧ ὁ Ἰακώβ ἦτο ἀνεψιός τοῦ Λάβαν ὡς υἱός τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ Ρεβέκκας, συζύγου τοῦ Ἰσαάκ (Γεν. κη´ καί κθ´ καί λς´ καί λζ´). Ἐν ταύτῃ τῇ ἐννοίᾳ ἐπίσης δέον νά ληφθῇ καί ἡ ἐπωνυμία ἀδελφοί τοῦ Κυρίου, ἤτοι οἱ πλησίον συγγενεῖς καί οὐχί ἀδελφοί ὁμομήτριοι. Διότι οἱ καλούμενοι ἀδελφοί τοῦ Κυρίου εἰσί τέκνα τοῦ Ἰωσήφ ἐκ τῆς πρώτης αὐτοῦ γυναικός.

Ὅτι δέ ἡ Θεοτόκος μόνον τόν Ἰησοῦν ἀφράστως ἔτεκε μαρτυροῦσι α´) οἱ λόγοι τοῦ Σωτῆρος οἱ ἀπό τοῦ Σταυροῦ πρός τήν Μητέρα ἑαυτοῦ καί πρός τόν Ἰωάννην, δι᾿ ὧν συνίστα πρός μέν τόν Ἰωάννην τήν Μητέρα ἑαυτοῦ ὡς Μητέρα τοῦ Ἰωάννου, πρός δέ τήν Μητέρα τόν Ἰωάννην ὡς Υἱόν αὐτῆς (Ἰωάν. ιθ´. 26). Ἐάν ἡ Μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ εἶχε καί ἕτερα τέκνα, ἡ σύστασις αὕτη ἦν ὅλως περιττή· τά τέκνα αὐτῆς θά ἐφρόντιζον περί αὐτῆς. β´) Ἡ ἀρχαιοτάτη παράδοσις περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου, ἥτις ἐπιβεβαιοῖ τοῦτο. γ´) Ἡ καταδίκη τῶν Εὐνομιανῶν καί ὅλων ἐκείνων τῶν αἱρετικῶν τῶν ἀρνουμένων τήν ἀειπαρθενίαν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας ὑπό τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἥτις μαρτυρεῖ ἐπίσης τό ἑνιαῖον φρόνημα τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου.

Τό περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου δόγμα στηρίζεται ἐπί ἀκραδάντου βάσεως, τῆς χριστιανικῆς ἀρχαιότητος καί ὁμολογεῖται ὑπό τῶν ἀρχαιοτάτων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων.

Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, ἀποστολικός Πατήρ, μαθητής Ἰωάννου τοῦ Ἀποστόλου καί θέμεθλος τῆς Ἀντιοχέων Ἐκκλησίας ἐν τῇ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολῇ καλεῖ τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον. Προστίθησι δέ τάδε· «Τρία τινά ἔλαθον τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου, τουτέστι τόν Διάβολον· ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». «Οὗτος ἐκυοφορήθη ἐκ Μαρίας κατ᾿ οἰκονομίαν ἐκ σπέρματος μέν Δαυΐδ, πνεύματος δέ Ἁγίου…Καί ἔλαθε τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας, ὁ τοκετός Αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου». Ἄρα ὑπερφυσικῶς ἔτεκεν ἡ Θεοτόκος Μαρία, καί Παρθένος, ὡς ἦν, μετά τόκον διέμεινεν. Ἐντεῦθεν ὁ θεῖος οὗτος πατήρ τόν τοκετόν τοῦτον ὀνομάζει Μυστήριον, ἐπισυνάπτων τοῖς εἰρημένοις· «Τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχία ἐπράχθη, ἡμῖν δέ ἐφανερώθη».

Κατά τάς ἀρχάς δέ τοῦ Β´ αἰῶνος καί ὁ Εἰρηναῖος, ἐπίσκοπος Λουγδούνων, ἀντιπολεμῶν πρός τούς τήν παρθενίαν τῆς Θεοτόκου πολεμοῦντας Θεοδοτίωνα, Ἀκύλαν κτλ. κηρύττει ἀπολύτως τήν Θεοτόκον Μαρίαν Παρθένον, λέγων· «Καθώς ἐκείνη (ἡ Εὔα) ἔχουσα μέν τόν Ἀδάμ, παρθένος δέ εἰσέτι ὑπάρχουσα… παρακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο θανάτου, οὕτω καί ἡ Μαρία προωρισμένον μέν ἔχουσα ἄνδρα, παρθένος δέ οὖσα ὑπακούσασα, καί ἑαυτῇ καί παντί τῷ ἀνθρωπίνῳ γένει αἰτία ἐγένετο σωτηρίας».

Καί πάλιν· «ὅ ἔδησεν ἡ Εὔα παρθένος δι᾿ ἀπιστίαν, τοῦτο ἔλυσεν ἡ Παρθένος Μαρία διά τήν πίστιν». Καί πάλιν· «Ὥσπερ ἐκείνη (ἡ Εὔα) διά λόγου ἀγγέλου ἀπεχωρίσθη, ὥστε ἐκφεύγειν τόν Θεόν, ὡς παραβᾶσα τό ρῆμα αὐτοῦ, οὕτω καί αὕτη (ἡ Μαρία) δι᾿ ἀγγελικοῦ λόγου εὐηγγελίσθη, ὥστε βαστάζειν τόν Θεόν, ὡς ὑπακούσασα τῷ ῥήματι Αὐτοῦ. Ἐκείνη μέν παρήκουσε τοῦ Θεοῦ, αὕτη δε ἐπείσθη ὑπακοῦσαι τῷ Θεῷ, ὥστε τῆς παρθένου Εὔας ἡ Παρθένος Μαρία ἐγένετο συνήγορος». (Adνer. Haeres III, c. 21 § 4 καί V, c, 19).

Ὁ δέ Ὡριγένης ὡσαύτως λέγει: «Αὕτη ἡ παρθένος Θεόν ἐγέννησε καί μήτηρ ἐγένετο, ἀλλά τήν παρθενίαν οὐκ ἀπέβαλεν». (ὁμιλ. Α´. εἰς Ματθ.).

Καί ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος (ἐν Αἱρέσ. οη´) διακηρύττει τά ἑξῆς· «Τίς ποτε Μαρίαν εἰπών καί διερωτηθείς οὐχί τήν παρθένον προσέθετο;» Ὁ δέ Ἱερώνυμος, ἀκμάσας περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, κατά τοῦ αἱρετικοῦ Πελαγίου γράφων, λέγει· «Μόνος ὁ Χριστός τάς πύλας τῆς παρθενικῆς μήτρας ᾐνέωξεν, αἵ καί ἑξῆς κεκλεισμέναι διέμειναν» (διάλογ. β´).

Καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ὡσαύτως περί τά μέσα τοῦ Δ´ αἰῶνος, ἐδίδασκε τάδε· «Ἡ Μαρία τόν τύπον ἐν ἑαυτῇ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας ἐνέδειξεν· ὥσπερ τόν Υἱόν γεννῶσα παρθένος διέμεινεν, οὕτως αὕτη ἐν παντί καιρῷ τά μέλη ἑαυτῆς γεννᾷ καί τῆς παρθενίας οὐ στέρεται». (De symbol. Ad Catech. Libr. IV, 1). Καί ἐν τῷ περί παρθενίας (κεφ. 4) ὁ αὐτός τά ἑξῆς· «Ἡ Παρθενία τῆς Μαρίας εἶναι τοσούτῳ μᾶλλον πολύτιμος καί κεχαριτωμένη, ὅσω εἶναι ἀφιερωμένη τῷ Θεῷ παρ᾿ αὐτῆς τῆς Παρθένου πρό τῆς συλλήψεως αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ.

Τοῦτο δέ δείκνυται ἐκ τῶν λόγων αὐτῆς πρός τόν Ἄγγελον τόν εὐαγγελισάμενον αὐτῇ τήν σύλληψιν· «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω;» Βεβαίως ἡ παρθένος δέν θά ὡμίλει οὕτως ἐάν αὕτη δέν εἶχε ὁριστικῶς ὑποσχεθῇ τῷ Θεῷ νά μείνῃ Παρθένος. Ἀλλ᾿ ὡς τοῦτο ἦτο ἐναντίον τοῖς Ἰουδαϊκοῖς ἤθεσιν αὕτη ἐμνηστεύθη μετά ἀνδρός δικαίου, ὅστις ὤφειλεν οὐ μόνον νά σέβηται αὐτήν, ἀλλ᾿ ἔτι νά καθιστᾶ καί τοῖς ἄλλοις σεβαστόν ὅ,τι αὕτη ἀφιέρωσε τῷ Θεῷ».

Ὁ δέ Τερτυλλιανός λέγει· «Εἰς παρθένον ἔτι τήν Εὔαν εἶχεν εἰσέλθῃ ὁ λόγος ὁ τῆς ζωῆς ποιητικός, ὥστε τό ἀπολεσθέν διά τοιούτου φύλου (τῆς γυναικός), διά τοῦ αὐτοῦ πάλιν φύλου νά ἀποκαταστηθῇ». De carne Christi cap. 17).

Ὁ Μέγας δέ καί Οὐρανοφάντωρ Βασίλειος, ὄχι μόνον Παρθένον, ἀλλά καί ἀειπάρθενον κηρύττει τήν Θεοτόκον, λέγων ἐν τῷ εἰς τήν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ λόγῳ ὅτι «οὐκ ἐπαύσατό ποτε παρθένος εἶναι ἡ Θεοτόκος», καί διατρανῶν ὅτι οὐδέ εἶναι δυνατόν τά ὦτα τῶν φιλοχρίστων νά καταδεχθῶσαι νἀκούσωσι τό ἐναντίον· «Διά τό μή καταδέχεσθαι τῶν φιλοχρίστων τήν ἀκοήν, ὅτι ποτέ ἐπαύσατο εἶναι παρθένος ἡ Θεοτόκος, ἐκείνας ἡγοῦμαι τάς μαρτυρίας αὐτάρκεις».

Καί ὁ χρυσοῦς τήν γλῶτταν Ἰωάννης ἐν τῷ εἰς τόν Εὐαγγελισμόν λόγῳ (πθ´), πρός τήν Παρθένον ἀποτεινόμενος, λέγει· «Εὗρες νυμφίον φυλάσσοντά σου τήν παρθενίαν». Καί ἀλλαχοῦ «Δέσποιναν ἁγίαν καί ἀειπαρθένον» τήν Θεοτόκον καλεῖ (ὁμιλ. LXII tομ. VI). Καί πάλιν· «Θεοτόκον καί ἀειπαρθένον Μαρίαν» (ὁμιλ. CXI τόμ.V).

Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας «ἀπειρόζυγον δάμαλιν» καλεῖ τήν Παρθένον. Καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ μέγας, περί τῆς Παναγίας Παρθένου λαλῶν, λέγει· «Διό καί Παρθενομήτωρ, ὡς Θεοτόκος, ἡ ἁγία Παρθένος» (τόμ. ΙΙ σελ. 34).

Καί αὐτός δέ ὁ Ἀρεοπαγίτης Διονύσιος ἐν τῷ περί οὐρανίου Ἱεραρχίας (IV σελ. 49) «Θεομήτορα τήν Παναγίαν Παρθένον» καλεῖ.

Ὁ δέ Γρηγέντιος (ἐν ταῖς συζητήσεσι πρός Ἰουδαῖον) «ἀείπαιδα καί Θεοτόκον» τήν Μαρίαν ὀνομάζει. Καί ὁ Καισάριος ἐν διαλόγῳ (ἐρωτήσει ΧΧ) λέγει· «ἡ θεανδρική τοῦ λόγου ἐκ τῆς ἀείπαιδος Μαρίας προέλευσις». Καί Τίτος ὁ Βόστρων «πανάμωμον» τήν ὄντως πανάμωμον ἀποκαλεῖ.

Αὐτή ἡ Ἐκκλησία τέλος εἰς ἀρχαιοτάτας αὑτῆς ᾠδάς ὑμνεῖ τήν Παναγίαν Παρθένον Μαρίαν, ὡς θεοτόκον, θεογεννήτριαν, ἀειπαρθένον, θεομήτορα, παρθενομήτορα, ἀπειρόγαμον μητέρα, ἄγαμον νύμφην, μητροπάρθενον, φαεσφόρον, ναόν ἔμψυχον, ἀνύμφευτον νύμφην, ἁγνείας θησαύρισμα, χώραν ἀνήροτον, σκηνήν ἐπουράνιον. Συνελέξαμεν δέ πλέον τῶν ἑκατόν τιμητικῶν ἐπιθέτων τῆς Θεοτόκου ἐκφραστικῶν τοῦ περί τῆς ἀειπαρθενίας Αὐτῆς φρονήματος τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας. Πολλά δέ τούτων εὑρίσκονται καί ἐν τοῖς συγγράμμασι ἀρχαίων τῆς Ἐκκλησίας Πατέρων.

Ἡ ὑμνῳδία ἄλλως τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας ἐκφράζει τό στερρόν τῆς καθόλου ἐκκλησίας φρόνημα τό ἐπικρατῆσαν ἐν αὐτῇ ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων καί μέχρις ἡμῶν διασωθέν. Ἐκεῖ δέ ὅπου λαλεῖ ἡ οἰκουμενική ἐκκλησία σιγησάτω πᾶσα γλῶσσα βροτεία· διότι ὅταν ὁμιλῇ ἡ ἐκκλησία, ὁμιλεῖ τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τό ἅγιον· ὁ δέ τῇ ἐκκλησίᾳ ἀντιλέγων τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ ἀντιλέγει.

Ἀντιλέγουσι δέ τῷ ὄντι τῷ Πνεύματι τῷ ἁγίῳ οἱ τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου ἀρνούμενοι, ὡς ἀρνούμενοι, αὐτήν τήν ἀλήθειαν, ἥν καί διά τῶν κατά τόπους καί καιρούς θεοφόρων Πατέρων καί διά αὐτῶν τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία ἐκύρωσεν ὡς παράδοσιν ἁγίαν καί ἀποστολικήν πάντοτε, πανταχοῦ καί ὑπό πάντων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων παραδεδεγμένην.

Αὐτή ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθεῖσα, διακηρύττει φαεινῶς τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν αὐτῷ τῷ Συμβόλῳ τῆς Πίστεως, λέγουσα περί τῆς σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ καί τῆς θείας ἐναναθρωπήσεως, ὅτι ἐγένετο «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Ἡ ἐπίσημος δέ αὕτη ἀνακήρυξις τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου ὑπό Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐκφράζει τό πνεῦμα τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἀπό τῶν ἀποστολικῶν χρόνων. Οὐχ ἧττον τό δόγμα τοῦτο καί οἰκουμενικαί καί τοπικαί καί ἐπαρχιακοί Σύνοδοι ὡς δόγμα πίστεως ἀπαράβατον ἐπεκύρωσαν.

Ἡ ΣΤ´ μάλιστα οἰκουμενική Σύνοδος μακρόν ποιεῖται λόγον περί τῆς παρθενίας καί ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου (ἐν πράξει ια´) καί κηρύττει τήν Θεοτόκον παρθένον πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον. Ὁμοίως καί ἐν τῷ Α´ κανόνι ἡ Σύνοδος αὕτη ἀνομολογεῖ τήν Θεοτόκον ἀειπάρθενον, κηρύττουσα ἕνα Χριστόν, τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ σαρκωθέντα καί τήν αὐτόν τεκοῦσαν ἀσπόρως ἀειπάρθενον, κυρίως καί κατ᾿ ἀλήθειαν Θεοτόκον. Ἡ δέ ἐν Τρούλλῳ Σύνοδος καλεῖ τήν παρθένον «ἄχραντον παρθενομήτορα» (ἐν Κανόνι LXXIX).

Πᾶσαι αὗται αἱ μαρτυρίαι τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν διατηρησασῶν ἀναλοίωτον τήν ἱεράν ἀποστολικήν παράδοσιν, εἰσίν ἱκαναί ὅπως πείσωσι καί πληροφορήσωσι πάντας τούς πιστεύοντας ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ εἰς τάς ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας. Οὐχ ἧττον τήν ἀλήθειαν καί τό κῦρος τῆς ἀληθείας τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων δέχεται οὐ μόνον ἡ Δυτική ἐκκλησία ἀλλά καί αὐτή ἡ Ἀγγλικανική. Ἐπί τοῦ κύρους δέ τούτου στηριζόμενοι καί μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἀγγλικανικῆς ἐκκλησίας ἀποδέχονται τήν ἀειπαρθενίαν τῆς Θεοτόκου. Οὕτως ὀ Νέλσων λέγει· «Τό ἰδίως ἔξοχον καί ἀσύγκριτον προνόμιον ἐκείνης τῆς μητρός, ἡ ὀφειλομένη ἐξαίρετος τιμή καί προσκύνησις εἰς ἐκεῖνον τόν υἱόν, ἥτις παρ᾿ αὐτῆς πάντοτε προσηνέχθη αὐτῷ, τό σέβας πρός ἐκεῖνο τό Ἅγιον Πνεῦμα τό ἐπισκιάσαν αὐτήν, ἡ υἱϊκή ἀγαθότης καί εὐσέβεια τοῦ Ἰωσήφ, ᾧτινι ἐδόθη ὡς νύμφη, ἐπληροφόρησαν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καθ᾿ ὅλους τούς αἰῶνας, ὥστε νά πιστεύσῃ ὅτι αὕτη (ἡ Θεοτόκος) εἰσέτι ἐξακολουθεῖ οὖσα εἰς τήν ἰδίαν Παρθενίαν. Καί λοιπόν ἡμεῖς ἔχομεν χρέος νά ὁμολογῶμεν Αὐτήν Παρθένον Μαρίαν» (Nelsons Fest. London 1732 pag. 172).

Καί ὁ John Pearson λέγει: «Ὅταν λέγηται· «ἐγώ πιστεύω εἰς τόν Ἰησοῦ Χριστόν τόν γεννηθέντα ἐκ τῆς παρθένου Μαρίας», διά τούτου πρέπει νά ἐννοῶμεν τόσον· «ἐγώ συνομολογῶ τοῦτο, ὡς ἀληθεστάτην καί ἀλανθαστοτάτην ἀλήθειαν, ἤγουν ὅτι ὑπῆρξε γυνή τις ὀνόματι Μαρία, νύμφη τοῦ Ἰωσήφ τοῦ ἐκ Ναζαρέτ, ἥτις πρό καί μετά τά νυμφεῖα ὑπῆρξε καθαρά καί ἄμωμος Παρθένος, καί ἐνῷ ἦτο καί ἠκολούθει νά εἶναι εἰς τοιαύτην παρθενίαν, συνέλαβε, διά τῆς ἀμέσου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐνεργείας, ἐν τῇ μήτρᾳ αὑτῆς τόν μονογενῃ Υἱόν τοῦ Θεοῦ· καί μετά τόν φυσικόν τῶν ἄλλων γυναικῶν καιρόν, ἐγέννησεν αὐτόν, ὡς πρωτότοκον αὑτῆς Υἱόν, ἀκολουθοῦσα εἰσέτι νά εἶναι ὁποία καθαρωτάτη καί μόνη ἄμωμος παρθένος». (Παράβλ. Καί Ἐπιστολμ. Διατριβή ἤτοι ἀνασκευή τῆς ὑπό τοῦ Κ. Ἀλβέρτου ἀπαντήσεως ὑπέρ τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Θεοτόκου Μαρίας ὑπό Ἀρσένη Παύδη. Κέρκυρα 1850).

Οὕτω λοιπόν καί διά τῶν Ἁγίων Συνόδων καί διά τῶν Θεοφόρων Πατέρων καί διά τῆς ἐν γένει ἀποστολικῆς καί Ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, καθώς καί διά τῆς μαρτυρίας αὐθεντικοῦ κύρους ἀνδρῶν ἀλλοδόξων, ἐπικυροῦται καί ἐπιστηρίζεται τό ἑδραῖον καί ἀκλόνητον τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας δόγμα περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Παναχράντου καί Παναμώμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Μητρός.

Εἰς ἐπισφράγισιν τῶν ὅσων περί τῆς ἀειπαρθενίας τῆς παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου εἴπομεν, παραθέτομεν ἐνταῦθα καί τά θαυμάσια ταῦτα ρήματα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἅτινα ἔγραψε «Γρηγορίῳ τῷ παρακανδιδάτῳ, αἰτησαμένῳ λύσιν ἀπορίας».

«Ὁ ἀσπασμός ἄνωθεν· ἡ σύλληψις ἄσπορος, κύησις ἄφραστος, ὠδῖνες ἀλόχευτοι· σφραγίς τῆς παρθενίας, ἡ τῶν ὠδίνων διάλυσις, (ὁ γάρ τόκος ἄφθορος καί ἡ τεκοῦσα παρθένος καί μετά γέννησιν). Ὁ Θεός ἐν σαρκί τό τικτόμενον· χορός ἀγγέλων ᾆσμα τό θαῦμα ποιούμενοι· ἔνθα τοσούτων καί τηλικούτων συνδρομήν, πῶς ἄν τις διαμφισβητήσειε, κἄν πάντα ἀσεβεῖν ἔθετο μελέτην, ὅτι μή οὐχί παρθένος ἡ παρθένος καί μέχρι τέλους διέμεινεν; Εἰ δέ τό «οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν, ἕως οὗ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον», ὑπόθεσιν βλασφημίας ἑαυτοῖς τινες ἀνευρίσκουσιν, ἴστωσαν, ὡς ἡ τῶν ἀχράντων λογίων ἀλήθεια τό μέν παράδοξον καί ὑπερφυές καί ὑπέρ κατάληψιν ἠβουλήθη παραστῆσαι, ὅπερ ἐστί τόκος ἄνευ ἀνδρός ἐπιγνώσεως· τό δέ μετά ταῦτα νοεῖν κατέλιπεν ὡς ἀκόλουθον. Τό γάρ τήν ἐν τόκῳ παρθενεύουσαν καί τό λοιπόν διά βίου παρθενεύειν, οὔτε καινόν ὅλως ἤ παράδοξον, ἀλλά καί τοῖς προηγιασμένοις ἐξ ἀναγκαίου μᾶλλον ἑπόμενον. Ἄλλως τε δέ καί τῶν Ἰουδαίων τέως ἐπιστομίζειν ἔγνω τό βλάσφημον, οἵ ἐκ πορνείας τόν ἄσπορον τόκον διέσυρον· διό καί πρός τήν ἐκείνων ἵσταται κακόνοιαν, δι᾿ ᾧν τρανοῖ καί ἀνακηρύττει τῆς τεκούσης τό ἀνέπαφον. Κἀκεῖνο δέ συνιέτωσαν, ὅτι μηδ᾿ αὐτάς τάς λέξεις, ἐξ ὧν οἱ θεῖοι χρησμοί, συνιέναι ἠβουλήθησαν· εἰ γάρ ἄν τό «Ἕως» κατέμαθον ἐνίοτε μέν πρός ἀντιδιαστολήν τοῦ ἐφεξῆς χρόνου παραλαμβανόμενον, ἐνίοτε δέ ἐπί δηλώσει μεγάλων μέν ἔργων καί θεοπρεπῶν·καθάπερ καί νῦν, οὐ τήν πρός ἀντιδιαστολήν ἑτέρου χρόνου τινός, ἀλλά καί τοὐναντίον εἰς ὑποδήλωσιν ἀπεράντου διαστήματος.

Καί ἀνά χεῖρα τά παραδείγματα· «Ἀνατελεῖ γάρ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ δικαιοσύνη καί πλῆθος εἰρήνης, ἕως οὗ ἀνταναιρεθῇ ἡ σελήνη·» καί, «Κάθου ἐκ δεξιῶν μου (ἀνάγραπτός ἐστιν ὁ Πατήρ λέγων τῷ Υἱῷ) ἕως ἄν θῶ τούς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου·» καί, «Ἰδού, ἐγώ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι (πάλιν ὁ Σωτήρ τοῖς μαθηταῖς φησιν) ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Καί δῆλον ὡς ἐνταῦθα τό ἕως οὗ χρονικόν τι μεθόριον καί πέρας παρεισάγει, μέγεθος δέ θείων πραγμάτων ἡ λέξις συμπαραδηλοῦσα εἰς ἀπεριόριστον παράτασιν τόν νοῦν τῶν ἐντυγχανόντων ἀναπέμπει. Οὐ μόνο δέ, ἀλλά καί τρίτον ἐστίν ἰδεῖν αὐτοῦ σημαινόμενον, δι᾿ οὗ μέγα μέν καί ὑπέρογκον οὐδέν ὑποδηλοῦται, ἁπλῶς δέ τό ἐναντίον τοῦ προτέρου ἕως διασημαίνεται· ὡς τό, «Οὐκ ἀνέστρεψε πρός τόν Νῶε ἡ περιστερά, ἕως τοῦ καταξηρανθῆναι τήν γῆν·» καί, «Ἕως ἄν καταγηράσητε, (ἀλλαχοῦ φησιν) ἐγώ εἰμι ὁ Θεός»· καί ἄλλα μυρία, δι᾿ ὧν εὔδηλον καί τοῖς λίαν ἐθελοκωφοῦσι καθίσταται, ὡς ἀντί τοῦ διηνεκῶς καί εἰς τόν αἰῶνα ἡ λέξις παραλαμβάνεται. Ὅταν οὖν δείξωσιν οἱ πάντα θρασεῖς, μετά τήν τῆς σελήνης ἀναίρεσιν, τήν τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ ἡμῶν δικαιοσύνην εἰς τό μή ὄν καταδύουσαν, καί τό πλῆθος αὐτοῦ τῆς εἰρήνης μειούμενον, καί εἰς ἔχθραν διαχεόμενον· καί μετά γε τό ὑποτεθεικένει τούς ἐχθρούς αὑτοῦ ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ, τῆς δεξιῶν καθέδρας τοῦ Πατρός παρακινούμενον· (τόδε τό βλάσφημον εἰς τάς τῶν ἀναισχυντούντων κεφαλάς·) εἶτα δέ καί μετά τήν συντέλειαν τοῦ αἰῶνος, ὅτε μᾶλλον τοῖς μαθηταῖς ἡ οἰκείωσις, αὐτῶν ἀφιστάμενον· καί ἐπειδάν καταγηράσωσιν οἱ τότε ἄνθρωποι, μηκέτι ὄντα τόν Θεόν· εἰ βούλει δέ, καί τήν περιστεράν μετά τό ξηρανθῆναι τήν γῆν πρός τόν Νῶε ἀναστρέψασαν, τότε διαπορείτωσαν, καί εἰ μετά τόν ἄρρητον καί παρθένιον τόκον, ἀνδρός ὁμιλίαν ἡ παρθένος ἐμελέτησεν. Εἰδέ μή κατ᾿ ἐντολήν ἔγραφον, πλείους ἄν, Θεοῦ διδόντος, τάς ἀποδείξεις σοι παρεθέμεθα· ἀλλ᾿ ἱκανά καί ταῦτα οἷς μή μετά τῆς ἀγνοίας καί ἡ διάνοια προσαπώλετο.»

--------------

Πηγή:www.imaik.gr


Εκτύπωση

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2020

Η Σύλληψη της Αγίας Άννης (ένα αφιέρωμα στην μητέρα της Παναγίας μας και γιαγιά του Χριστού- με πολλές εικόνες)


9 Δεκεμβρίου: η Σύλληψις της Αγίας Άννης

(η Παναγία συλλαμβάνεται με θαυμαστό τρόπο στα άγια σπλάγχνα της μητέρας της, της Άννας)
Για τον βίο της Αγίας Άννας , της μητέρας της Θεοτόκου και “γιαγιάς” του Χριστού, για την θαυμαστή σύλληψη της Θεοτόκου ένα αφιέρωμα με κείμενα και πολλές εικόνες.
Η αγία Άννα, ως στείρα που θαυματουργικά γέννησε σε πολύ μεγάλη ηλικία, χαρίζει παιδάκια σε πολλά άτεκνα ζευγάρια που με πίστη ζητούν τη βοήθειά της.Ας έχουμε όλοι την χάρη και την ευλογία της.
Σχετικό άρθρο:

Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα: το απαθέστερο ζευγάρι (του γ.Παϊσίου)

.

Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΑΣ

«Οὐχ ὥσπερ Εὔα σὺ τίκτεις ἐν λύπαις
χαρὰν γὰρ ἔνδον Ἄννα κοιλίας φέρεις»
(Ἀπὸ τὸ Συναξάρι)
Ἡ Ἁγία Θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀνήκει εἰς τὰ ἱερὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἐκλήθησαν νὰ ὑπηρετήσουν τὴ θεία βουλὴ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων μέ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Θυγατέρα τοῦ Ματθᾶν ἀπὸ τὴ φυλὴ Λευὶ καὶ τῆς Μαρίας. Εἶχε δυὸ ἀδελφές, τὴ Μαρία, μητέρα τῆς Σαλώμης καὶ τὴν Σοβή, μητέρα τῆς Ἔλισσαβετ, ἡ ὁποία γέννησε τὸν Πρόδρομο. Ἡ Ἄννα ἦλθε εἰς γάμον μὲ τὸν Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα. Εὐσεβεῖς καὶ οἱ δυό με φόβον Θεοῦ. Προσέχουν στὴ ζωή τους καὶ ρυθμίζουν τὶς πράξεις τους σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο νόμο. Ζοῦν μὲ ταπείνωση στὴν ἀφάνεια. Ἡ ἀρετὴ ὅμως ὅσο κι ἂν σκεπασθῆ ἀπὸ τὴ μετριοφροσύνη γίνεται φανερή, ὅπως φανερὸ γίνεται καὶ τὸ ἀόρατο ἄρωμα τοῦ λουλουδιοῦ.
Ἡ παράδοση μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὴν κατοικία τους, ὅτι ἦταν ἐκεῖ κοντὰ στὴν κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἔτσι ἡ Ἄννα εἶχε κοντά της γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὴ δίψα τῆς ψυχῆς της μὲ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ τὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν ὁποῖον, ἄλλοι, γιὰ νὰ τὸν ἀπολαύσουν ἔπρεπε νὰ ἔλθουν μὲ κοπιαστικὸ ταξείδι ἀπὸ μακρυά. Ἀλλὰ τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα δὲν εἶχαν παιδιὰ καὶ τὰ δῶρα τῶν ἄτεκνων δὲν ἔγινοντο δεκτὰ στὸ Ναό.
Μὴ φέροντας, τὴ ντροπὴ αὐτὴ τῆς ἀτεκνίας ἡ Ἁγία Ἄννα ἐπολιόρκησε μαζὺ μὲ τὸν Ἰωακεὶμ τὸ θρόνο τῆς θείας δωρεᾶς. Πολιορκία διὰ προσευχῆς ἐπίμονος, θερμὴ ἐπὶ χρόνια, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ προσευχή, δικαίων ἀνθρώπων. Ὁ οὐρανὸς ὅμως σιωπᾷ. Ποιὸς γνωρίζει γιατί; «Τίς γὰρ ἔγνω νοῦν Κυρίου;» Ποιὸς εἶναι εἰς θέσιν νὰ γνωρίζει τὰ ἀνεξερεύνητα κρίματα τοῦ Θεοῦ; Ἡ Ἄννα κάνει τάμα «Τὸ γεννησόμενον δοτόν σοι προσάξωμεν». Ἂν μὲ ἀξιώσεις νὰ γίνω μητέρα, τὸ παιδὶ ποὺ θὰ μοῦ δώσης θὰ τὸ προσφέρωμε ἐγὼ καὶ ὁ Ἰωακεὶμ ἀφιέρωμα σὲ σένα Θεέ μου. Ὁ οὐρανὸς ἐξακολουθεῖ νὰ μὴ δίδει ἀπάντηση. Ἡ Θεία βουλὴ ἔχει τὸ σχέδιό της. Οἱ δίκαιοι ὅμως δοκιμάζονται. Δὲν ἀπελπίζονται, οὔτε γογγύζουν. Κι ὅταν φθάνουν στὴν ἡλικία τοῦ γήρατος καὶ μαραίνεται ἡ ἐλπίδα καὶ τότε παραμένουν δοῦλοι τοῦ Θεοῦ μὲ ὑποταγὴ στὸ θέλημά του.
Ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, δοκιμάζοντας τὴν ὑπομονὴ τῶν δικαίων, ἑτοιμάζει ἔργο θαυμαστό. Προετοιμάζει τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τῆς μητέρας τοῦ Θεοῦ. Ἀφήνει τὸν Ἰωακεὶμ καὶ τὴν Ἄννα νὰ δοκιμασθοῦν «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ» γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν «εὔχρηστα σκεύη ἐλέους», μὲ τὰ ὁποῖα σκεύη, ὡς ὄργανα θὰ ἀπεργασθῆ ὁ Θεὸς τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι προσωπολήπτης. Τὸ ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ἐξελέγη ὡς καλὴ ρίζα ποὺ θὰ δώση τὸ θαυμαστὸ βλαστὸ τῆς παρθενίας, ὄχι δι᾿ ἄλλον λόγον, ἀλλὰ χάρις στὴν ὑπεροχὴ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς εὐσεβείας τους καὶ γίνονται μὲ θαυμαστὸ τρόπο σὲ προκεχωρημένη ἡλικία γονεῖς. «Ἔδει γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ ἄφραστον καὶ συγκαταβατικὴν σάρκωσιν προειδοποιηθῆναι τοῖς θαύμασιν».
Ἔπρεπε, γράφει ὁ ἱερεὺς Δαμασκηνός, ἡ συγκατάβασις τοῦ Θεοῦ νὰ γίνῃ ἄνθρωπος νὰ ξεκινήσῃ μὲ τὸ θαῦμα. Ἡ στείρα καὶ γερόντισσα Ἄννα γίνεται μητέρα. Καὶ ποίου τέκνου μητέρα! Ἔδωσαν ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα, ὡς ὁ πλέον καλλίκαρπος βλαστὸς τοῦ ἀνθρωπίνου δένδρου, τὸν ὡραιότερο καρπό, τοῦ ὁποίου ἡ χάρις καὶ ἡ εὐωδιὰ ἔφερε τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ. «Ὢ μακάριον ζεῦγος Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὄντως πανάχραντον, ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς πάλιν Δαμασκηνός, ἐκ τοῦ καρποῦ τῆς κοιλίας, ὑμῶν ἐπεγνώσθητε… καὶ εὐαρέστως καὶ ἀξίως τῆς ἐξ ὑμῶν τεχθείσης ἐπολιτεύσασθε». Καὶ συνεχίζει: «Ἐνώπιόν σας, ὦ μακαρία συζυγία εἶναι ὑπόχρεως ὅλη ἡ δημιουργία διότι διὰ μέσου σας προσέφερεν εἰς τὸν Δημιουργὸν δῶρον ἀνεκτίμητον, μητέρα σεμνήν, ἀξίαν ἐκείνου ποὺ τὴν ἔκτισε. Ἔχετε τὰ πρωτεῖα ἀνάμεσα στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, ὡς πρόγονοι τοῦ βασιλέως τῶν βασιλέων, ὡς μυστικὸν θησαυροφυλάκιον τῆς μακαρίας Τριάδος».
Ὅταν ἦλθε ὁ προσδιορισμὲνος καιρός, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα φέρουν «τὸ δεκτὸν δῶρον τους» στὸ Ναὸ τοῦ Κυρίου. Τηροῦν τὴν ἐντολὴ «ἀποδώσεις τῷ Κυρίῳ τὰς εὐχάς σου» καὶ ἐκπληρώνουν τὸ τάμα προσφέροντας τὴν τριετῆ θυγατέρα τους ἀφιέρωμα εἰς τὸν Θεόν.
Ἡ παράδοσις πληροφορεῖ ὅτι ἡ θεοπρομήτωρ Ἄννα ἀπέθανε εἰς ἡλικίαν 69 ἐτῶν καὶ ὁ Ἰωακεὶμ 80. Ἡ Θεοτόκος ἦταν 11 ἐτῶν ὅταν ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δυὸ γονεῖς της. Βρισκόταν ἀκόμη στὸ Ναὸ τῶν Ἱεροσολύμων.

Στὸν ἑορταστικὸ κύκλο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας ἡ Ἁγία Ἄννα ἔχει μία ἰδιαίτερα τιμητικὴ θέση. Τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο ἑορτάζεται ἡ μνήμη της: α) Στὶς 9 Σεπτεμβρίου, μαζὺ μὲ τὸν θεοπροπάτορα Ἰωακείμ, τὴν ἑπομένη τῶν γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, γιὰ νὰ τιμηθοῦν οἱ γεννήτορες τῆς Ὑπεραγίας Μητρὸς τοῦ Κυρίου, β) Στὶς 9 Δεκεμβρίου ἑορτάζεται «ἡ παρ᾿ ἐλπίδα σύλληψις», τῆς Ἁγίας Ἄννης, καὶ γ) Στὶς 25 Ἰουλίου ἑορτάζεται ἡ ὁσία κοίμησίς της. Ἄξιον σημειώσεως εἶναι ὅτι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὸ περιβόλι, ὅπως λέγεται, τῆς Παναγίας ἔχει καὶ ἡ Ἁγία Ἄννα μία ξεχωριστὴ θέση τιμῆς. Στὸ ὄνομά της τιμᾶται ἡ μεγαλύτερη καὶ ἀρχαιότερη ἐκεῖ Σκήτη. Ἀριθμεῖ 50 περίπου ἀσκητικὲς καλύβες, τὸ δὲ Κυριακό, ποὺ εἶναι μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς πυκνὰ ἁγιογραφημένος εἶναι ἀφιερωμένος στὴ Γιαγιά, ὅπως χαϊδευτικὰ ἀποκαλοῦν οἱ ἁγιορείτες τὴν Ἁγία Ἄννα. Στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης φυλάσσεται ἀνεκτίμητος θησαυρὸς τὸ ἀριστερὸ πόδι τῆς θεοπρομήτορος, εἰς δὲ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Κουτλουμουσίου φυλάσσεται ὁλόκληρη ἡ κνήμη τοῦ δεξιοῦ ποδιοῦ. Τὸ Ἱερὸ αὐτὸ λείψανο ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει ὁ λαὸς τῆς Αἰγιαλείας τὸ 1982, ὅταν τοῦτο μετεκομίσθη στὸν Ἱερὸ Ναὸ Ἁγία Ἄννης Αἰγίου διὰ προσκύνημα. Ὁ πιστὸς τοῦ Κυρίου λαὸς πιστεύει ὅτι μεγάλη εἶναι ἡ δύναμις τῶν προσευχῶν τῆς βρεφοκρατούσης τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ Ἁγίας Ἄννης καὶ διὰ τοῦτο καταφεύγει στὴ μεσιτεία της καὶ στὶς προσευχές της, αἱ ὁποῖαι εἴθε νὰ σκεπάζουν καὶ τὸν γράφοντα τὸ παρόν, καθὼς καὶ τὰ τέκνα του τὰ κατὰ σάρκα καὶ τὰ κατὰ πνεῦμα. Ἀμήν. πηγή
από το optiko.net
.


Eικονογραφία: Ο ασπασμός των Θεοπατόρων στην Μονή της Χώρας.
Στην Ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση το θέμα της Συλλήψεως της Θεοτόκου παριστάνεται με τον εναγκαλισμό και τον ασπασμό των γονέων της Παρθένου.Η παράσταση προέρχεται από το Πρωτευαγγέλιο ,σύμφωνα με το οποίο η Άννα όταν είδε ερχόμενο τον Ιωακείμ ” έδραμε και εκρεμάσθη εις τον τράχηλον αυτού λέγουσα.Νύν οίδα ότι ο Κύριος ο Θεός ηυλόγησέ μερ σφόδρα …και η άτεκνος εν γαστρί λήψομαι.”
.

Εορτολογικό περιεχόμενο της εορτής-Συναξάριο.
Σύμφωνα με το προαιώνιο σχέδιο του Θεού, ο οποίος επιθυμούσε να ετοιμάσει ένα πάναγνο κατοικητήριο για να κατασκηνώσει μαζί με τους ανθρώπους, δεν επετράπη στον Ιωακείμ και την Άννα να αποκτήσουν απογόνους. Και οι δύο είχαν φθάσει σε προχωρημένη ηλικία και είχαν μείνει στείροι – συμβολίζοντας την ανθρώπινη φύση, στρεβλωμένη και αποξηραμένη από το βάρος της αμαρτίας και του θανάτου -, δεν έπαυσαν ωστόσο να παρακαλούν τον Θεό να τους λυτρώσει από το όνειδος της ατεκνίας.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, ο Θεός έστειλε τον Αρχάγγελο Γαβριήλ στον Ιωακείμ που είχε αποσυρθεί σε ένα βουνό και στην Άννα που θρηνούσε την δυστυχία της στον κήπο τους, για να τους αναγγείλει ότι επρόκειτο σύντομα να εκπληρωθούν στο πρόσωπό τους οι πάλαι προφητείες και ότι θα γεννούσαν τέκνο που προοριζόταν να καταστεί η αυθεντική Κιβωτός της καινής Διαθήκης, η θεία Κλίμαξ, η άφλεκτος Βάτος, το αλατόμητον Όρος, ο ζωντανός Ναός όπου θα κατοικούσε ο Λόγος του Θεού <1>. Την ημέρα αυτή, με την σύλληψη της Αγίας Άννης, τερματίζεται η στειρότητα της ανθρώπινης φύσης, που χωρίσθηκε από τον Θεό δια του θανάτου· και με την υπέρ φύσιν τεκνοποίηση αυτής που είχε μείνει στείρα έως την ηλικία κατά την οποία δεν μπορούν πλέον φυσιολογικά να τεκνοποιήσουν οι γυναίκες, ο Θεός ανήγγειλε και επιβεβαίωσε το πλέον υπερφυές θαύμα της ασπόρου συλλήψεως και την αμώμου γεννήσεως του Χριστού από τα σπλάγχνα της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Παρότι εγεννήθη από θεία επέμβαση, η Παναγία προήλθε από σύλληψη μέσω συνευρέσεως ανδρός και γυναικός κατά τους νόμους της ανθρώπινης φύσης μας, της πεπτωκυίας και δέσμιας της φθοράς και του θανάτου μετά το προπατορικό αμάρτημα (βλ. Γέν. 3,16) <2>. Σκεύος εκλογής, τίμιος Ναός που προετοίμασε ο Θεός πρό των αιώνων, η Θεοτόκος είναι η πλέον αγνή και τέλεια αντιπρόσωπος της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκεται εκτός της κοινής κληρονομίας και των συνεπειών του αμαρτήματος των πρωτοπλάστων. Ακριβώς όπως έπρεπε, για να μας λυτρώσει ο Χριστός από το κράτος του θανάτου δια του εκουσίου Σταυρικού Του θανάτου (βλ. Εβρ. 2,14), να γίνει ο σαρκωθείς Λόγος του Θεού όμοιος με τον άνθρωπο στα πάντα πλην της αμαρτίας, εξίσου απαραίτητο ήταν η Μητέρα Του, στα σπλάγχνα της οποίας ο Λόγος του Θεού ενώθηκε με την ανθρώπινη σάρκα, να είναι σε κάθε τι όμοια με εμάς, υποκείμενη στην φθορά και στον θάνατο, μή τυχόν και θεωρηθεί ότι η Λύτρωση και η Σωτηρία δεν μας αφορούν απολύτως και εξ ολοκλήρου, εμάς του απογόνους του Αδάμ. Η Θεοτόκος εξελέγη μεταξύ των γυναικών όχι τυχαίω τω τρόπω, αλλά γιατί ο Θεός είχε προβλέψει προαιωνίως ότι θα ήταν σε θέση να διαφυλάξει τελείως την αγνότητά της ώστε να Τον δεχθεί μέσα της <3>. Και ενώ συνελήφθη και γεννήθηκε όπως όλοι μας, αξιώθηκε να καταστεί κατά σάρκα Μητέρα του Υιού του Θεού και κατά πνεύμα μητέρα όλων μας. Γλυκύτατη και φιλεύσπλαγχνος, είναι σε θέση να μεσιτεύει υπέρ ημών ενώπιον του Υιού της, ώστε να μας χαρίσει Εκείνος το μέγα έλεος.
Ακριβώς όπως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είναι ο καρπός της παρθενίας της, η Υπεραγία Θεοτόκος ήταν καρπός της σωφροσύνης του Ιωακείμ και της Άννας. Ακολουθώντας αυτήν την οδό της αγνότητος και εμείς, μοναχοί και σώφρονες χριστιανοί, κάνουμε να γεννηθεί και να μεγαλώσει μέσα μας ο Σωτήρας Χριστός.
Πηγή: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, εκδ. Ίνδικτος (τόμος τέταρτος – Δεκέμβριος, σ. 93-95) εδώ ολόκληρο το κείμενο και οι υποσημειώσεις

Από το βιβλίο Χαίρε Κεχαριτωμένη, του π. Βασιλείου Μπακογιάννη- ένα πολύ όμορφο κείμενο
Scan0043
Scan0038
Scan0040
Scan0041







Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα: το απαθέστερο ζευγάρι (του γ.Παϊσίου)

ioachim and anna
Οι άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απαθέστερο ζευγάρι
“Οι Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στον Θεό να τους χαρίσει παι­δί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, άλλα από υπακοή στον Θεό.Aυτό το γεγονός το είχα ζήσει στο Σινά.”
-Γέροντα, πέστε μας για την Άγια Άννα και τον Άγιο Ιωακείμ, τους Θεοπάτορες.
– Από μικρός είχα σε μεγάλη ευλάβεια τους Αγίους Θεοπάτορες. Μάλιστα είχα πει σε κάποιον ότι, όταν με κάνουν καλόγερο, θα ήθελα να μου δώσουν το όνομα Ιωακείμ. Πόσα οφείλουμε σ’ αυτούς! Οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα είναι το απαθέστερο ανδρόγυνο που υπήρξε ποτέ. Δεν είχαν καθόλου σαρκικό φρόνημα.
Ο Θεός έτσι έπλασε τον άνθρωπο και έτσι ήθελε να γεννιούνται οι άνθρωποι, απαθώς. Άλλα μετά την πτώ­ση μπήκε το πάθος στην σχέση ανάμεσα στον άνδρα και στην γυναίκα. Μόλις βρέθηκε ένα απαθές ανδρόγυνο, όπως έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και όπως ήθελε να γεννιούνται οι άνθρωποι, γεννήθηκε η Παναγία, αυτό το αγνό πλάσμα, και στην συνέχεια σαρκώθηκε ο Χριστός. Μού λέει ο λογισμός ότι θα κατέβαινε και νωρίτερα ο Χριστός στην γη, αν υπήρχε ένα αγνό ζευγάρι, όπως ήταν οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα.
Οι Ρωμαιοκαθολικοί φθάνουν στην πλάνη και πιστεύουν, δήθεν από ευλάβεια, ότι η Παναγία γεννήθηκε χωρίς να έχει το προπατορικό αμάρτημα. Ενώ η Παναγία δεν ήταν απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτη­μα, άλλα γεννήθηκε όπως ήθελε ο Θεός να γεννιούνται οι άνθρωποι μετά την δημιουργία. Ήταν πάναγνη[1], γιατί η σύλληψη Της έγινε χωρίς ηδονή. Οι Άγιοι Θεοπάτορες μετά από θερμή προσευχή στον Θεό να τους χαρίσει παι­δί, συνήλθαν όχι από σαρκική επιθυμία, άλλα από υπακοή στον Θεό.Aυτό το γεγονός το είχα ζήσει στο Σινά.[2]
από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Δ , Οικογενειακή Ζωή, σ.61
  1. Η Θεοτόκος γεννήθηκε κατά φυσικό τρόπο και όχι παρθενικώς. «Ήταν πάναγνη», γιατί, όπως γράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός στον Λόγο του «Εἰς τό Γενέσιον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου και  Ἀει- παρθένου Μαρίας», συ­νελήφθη «σωφρόνως» (βλ. ΡG 96, 669Α), αλλά και αύξησε με τον αγώνα της την αγιότητα που έλαβε από τους γονείς της, απο­κρούοντας «πάντα λογισμόν περιττόν καὶ ψυχοβλαβῆ πρὶν γεύσασθαι» (αυτόθι 676Β).
  2. Ο Γέροντας ασκήτεψε στο Σινά, στο ασκητήριο των αγίων Επιστήμης και Γαλακτίωνος, από το 1962 μέχρι το 1964.Το γεγονός αυτό δεν μας το απεκάλυψε.
*************************
ιωακειμ και αννα 8
Δυσκολίες στην τεκνοποιία 
Μερικές φορές ό Θεός σκόπιμα αργεί να δώσει παιδί σε κάποιο ανδρόγυνο. Είδατε, και στους Αγίους Ιωακείμ και Άννα, τους Θεοπάτορες, και στον Προφήτη Ζαχαρία και την Αγία Ελισάβετ, στα γεράματα έδωσε παιδί, για να εκπληρωθεί και στις δύο περιπτώσεις το προαιώνιο σχέδιο Του για την σωτηρία των ανθρώπων.
Οι σύζυγοι πρέπει να είναι πάντα έτοιμοι να δεχθούν το θέλημα του Θεού στην ζωή τους. Όποιος εμπιστεύεται τον εαυτό του στον Θεό, ό Θεός δεν τον αφήνει. Τίποτε δεν κάνουμε εμείς, και ό Θεός πόσα κάνει για μας! Με πόση αγάπη και απλοχεριά μας τα δίνει όλα! Υπάρχει τίποτε στον Θεό που να μην μπορεί να το κάνη;
από το βιβλίο του Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Δ , Οικογενειακή Ζωή, σ.69
****************************
gennisi_Theotokou_173



Η Σύναξη  των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης (9 Σεπτεμβρίου)
Η σύναξη των δικαίων γονέων της Υπεραγίας Θεοτόκου, σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική , παράδοση, ορίστηκε την επομένη του γενεσίου της Θεοτόκου, για τον λόγο ότι αυτοί έγιναν πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της αγίας θυγατέρας τους. «Τελεῖται δὲ ἡ σύναξις αὐτῶν ἐν τῷ ἑξαέρῳ οἴκῳ τῆς Θεοτόκου, πλησίον τῆς μεγάλης ἐκκλησίας ἐν τοῖς Χαλκοπρατείοις».
Ο Ιωακείμ ήταν γιος του Ελιακείμ από τη φυλή του Ιούδα και απόγονος του Δαβίδ. Έκπτωτος του θρόνου, ιδιώτευε στην Ιουδαία και το περισσότερο χρονικό διάστημα στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε μέγαρο με βασιλικό κήπο. Παντρεύτηκε την Άννα, θυγατέρα του Ματθάν Ιερέως από τη φυλή του Λευΐ και της Μαρίας, γυναικός αυτού, από τη φυλή του Ιούδα. Επειδή οι φυλές, Βασιλική και Ιερατική, συγγένευαν μεταξύ τους, διότι η Βασιλεία εθεωρείτο ίση με την Ιεροσύνη, δεν έδιναν ούτε έπαιρναν θυγατέρες από άλλες φυλές που θεωρούνταν κοινές.
Αφού θεάρεστα πέρασε τη ζωή του το άγιο αυτό ζευγάρι, όπως μας πληροφορούν τα βιογραφικά σημειώματα των εορτών της 25ης Ιουλίου, 8ης Σεπτεμβρίου και 9ης Δεκεμβρίου, ο μεν Ιωακείμ πέθανε οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του Θεοτόκου σε ηλικία 92 ετών, η δε Άννα 11 μήνες μετά τον θάνατο του Ιωακείμ, σε ηλικία 83 ετών.
Την Θεοτόκο την απέκτησαν θαυματουργικά σε ηλικία 80 ετών ο Ιωακείμ και 70 η Άννα. (στοιχεία από το saint.gr)

Η σύναξις των Αγίων Ιωακείμ και Άννης π. Ραφαήλ Χ. Μισιαούλης,Iεροδιάκονος Ιεράς Μητροπόλεως Ταμασού και Ορεινής, θεολόγος


9 Σεπτεμβρίου 2018
Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού: η σύναξις των Αγίων Ιωακείμ και Άννης
Κάθε γεγονός στη ζωή της Εκκλησίας μας εορτάζεται και τιμάται με τη δέουσα τιμή. Είθισται η απόδοση μιας Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής να γίνεται μετά από οκτώ ημέρες. Ουσιαστικά παρατείνεται η εορτή, γι΄ αυτό και ακούσαμε και σήμερα στην Ακολουθία του Όρθρου να ψάλλουμε τον Κανόνα, το Εξαποστειλάριο και τους Αίνους της εορτής της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Η απόδοση των εορτών κληρονομήθηκε από το Μωσαϊκό Νόμο. Με ρητή διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, οι μεγάλες Ισραηλιτικές εορτές διαρκούσαν 8 ημέρες [1]. Αυτή τη συνήθεια την κληρονόμησε και η Χριστιανική λατρεία. Από πολύ ενωρίς επικρατούσε η συνήθεια, (τουλάχιστον στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων), να παρατείνεται ο εορτασμός των μεγάλων Χριστιανικών εορτών του Πάσχα, των Επιφανείων (Θεοφανείων ή Φώτων) και της Πεντηκοστής για οκτώ ημέρες.
Από θεολογικής πλευράς, αυτή η παράταση αποτελεί και μια υπέρβαση του ιστορικολειτουργικού χρόνου και μια πρόγευση της αιωνιότητας.

Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής προ της Υψώσεως, και την ονομάζει έτσι η Εκκλησία μας γιατί ο Τίμιος Σταυρός έχει κεντρική σημασία στη ζωή της Εκκλησίας και γενικότερα στη ζωή του Χριστιανού. Σε αυτή την εορτή η Εκκλησία δίνει διάρκεια με το να ορίζει προεόρτια και μεθέορτα. Η σημερινή Κυριακή και η ερχόμενη είναι αφιερωμένες στο Τίμιο Ξύλο, στο μακάριον ξύλο της σωτηρίας μας. Τα αναγνώσματα που διαβάζονται αυτές τις δύο Κυριακές αναφέρονται στο σταυρικό ήθος του αληθινού πιστού, στον τρόπο που μετέχουμε στη χάρη του μυστηρίου του Σταυρού. και συγκεκριμένα από τη συνομιλία που είχε ο Ιησούς με το Νικόδημο [2], κρυφό μαθητή του Ιησού, ο οποίος μαζί με τον Ιωσήφ θα Τον κηδεύσουν αργότερα μετά τη Σταύρωσή Του. Στη συζήτηση που είχε ο Ιησούς με το Νικόδημο προτυπώνει και προεικονίζει τη δική του σταύρωση. Μιλάει για το μυστήριο της υψώσεως Του επάνω στο σταυρό. Αναφέρει το παράδειγμα με το Μωυσή όταν ύψωσε το χάλκινο φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί πάνω στο σταυρό ο υιός του ανθρώπου [3].
Σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, γόγγυσε ο ισραηλιτικός λαός στην έρημο εναντίον του Θεού και του Μωυσή. Ο Θεός τότε διέταξε θανατηφόρα φίδια και δάγκωναν και θανάτωναν τους ασεβείς και γογγυστές Ισραηλίτες. Φόβος και τρόμος έπεσε στους Ισραηλίτες και γι’ αυτό παρακάλεσαν τον Μωυσή να προσευχηθεί στο Θεό για να τους σώσει από τα θανατηφόρα φίδια. Μόλις προσευχήθηκε ο Μωυσής ο Θεός του είπε· «Δημιούργησε ένα ομοίωμα φιδιού και βάλτο σ’ ένα υψηλό σημείο. Και έτσι όποιον δαγκάνει το φίδι θα βλέπει προς το ομοίωμα του φιδιού και δεν θα παθαίνει τίποτα »[4]. Πράγματι ο Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, το ύψωσε πάνω σ’ ένα πάσσαλο και, όταν το φίδι δάγκωνε άνθρωπο, εκείνος κοίταζε προς το υψωμένο χάλκινο φίδι και σωζόταν από τον θάνατο [5].
Θέλοντας ο Ιησούς να βοηθήσει τους μαθητές Του να κατανοήσουν το νόημα των λόγων Του και να τους προετοιμάσει για τα γεγονότα της σταυρικής Του θυσίας, γι΄ αυτό το λόγο χρησιμοποίησε το παραπάνω παράδειγμα που προανέφερα παρμένο από την Παλαιά Διαθήκη.
Θα αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Χριστός χαρακτήρισε τον εαυτό Του με χάλκινο φίδι. Ο Θεός δεν διέταξε το Μωυσή να υψώσει στον πάσσαλο ένα πραγματικό όφι αλλά ένα χάλκινο όφι. Ο Χριστός παρομοιάζεται με όφι, διότι υψώθηκε πάνω στο σταυρό σαν κακοποιός, σαν κακούργος. Όπως όμως ο όφις που ύψωσε ο Μωυσής δεν ήταν πραγματικός αλλά χάλκινος, έτσι και ο Χριστός δεν ήταν στην πραγματικότητα κακούργος, αλλά αντίθετα ήταν ο πιο άγιος άνθρωπος.
Ο Χριστός, ο άγιος των αγίων, υψώθηκε πάνω στο σταυρό σαν ο μεγαλύτερος κακούργος, διότι ο Θεός τον φόρτωσε με τις δικές μας αμαρτίες, για να εξιλεωθούμε και να σωθούμε.

Ο Κύριος με την ενσάρκωσή του έλαβε πάνω του την ανθρώπινη φύση, έγινε όμοιος με μας, χωρίς όμως να έχει ίχνος αμαρτίας. Και με τη σταύρωσή του έγινε αίτιος της σωτηρίας μας. Και όπως τότε, όσοι με πίστη προσήλωναν το βλέμμα τους στο χάλκινο φίδι σώζονταν, έτσι και τώρα, όσοι πιστεύουν με όλη τους την ψυχή στον Εσταυρωμένο Χριστό, σώζονται. Όχι σωτηρία πρόσκαιρη αλλά αιώνια. Και γίνονται άξιοι και ικανοί να κληρονομήσουν την καθαυτό «γη της επαγγελίας», τη βασιλεία του Θεού.
Γι᾽ αυτό το τονίζει ο Κύριος σήμερα: «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν (παρέδωσε σε θάνατο), ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ έχη ζωήν αιώνιον »[6]. Δηλαδή η αμέτρητη σε μέγεθος και δύναμη αγάπη του Θεού οικονόμησε έτσι τα πράγματα, ώστε όσοι πιστεύουν στον Κύριο να αποκτούν το δικαίωμα της πιο ιερής και μεγάλης κληρονομιάς που δεν είναι άλλη από την αιώνια ζωή, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τα Μυστήρια της Εξομολογήσεως και της Θείας Κοινωνίας. Και Ο Θεός δεν έστειλε τον Υιό του για να κρίνει τον κόσμο κατά τη δευτέρα του παρουσία, αλλά τον έστειλε για να σωθεί ο κόσμος δια του Κυρίου Ιησού.
Θα ήταν όμως παράλειψη να μην αναφερθώ και στους σήμερα τιμώμενους Αγίους, τους γονείς της Υπεραγίας Θεοτόκου, τον Ιωακείμ και την Άννα. Σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, ορίστηκε την επομένη του γενεσίου της Θεοτόκου, να εορτάζεται η σύναξις των δικαίων Ιωακείμ και Άννης, οι οποίοι έγιναν πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της αγίας θυγατέρας τους.
Ο Ιωακείμ ήταν γιος του Ελιακείμ από τη φυλή του Ιούδα και απόγονος του Δαβίδ. Έκπτωτος του θρόνου, ιδιώτευε στην Ιουδαία και το περισσότερο χρονικό διάστημα στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε μέγαρο με βασιλικό κήπο. Παντρεύτηκε την Άννα, θυγατέρα του Ματθάν Ιερέως από τη φυλή του Λευΐ και της Μαρίας, γυναικός αυτού, από τη φυλή του Ιούδα. Επειδή οι φυλές, Βασιλική και Ιερατική, συγγένευαν μεταξύ τους, διότι η Βασιλεία εθεωρείτο ίση με την Ιεροσύνη, δεν έδιναν ούτε έπαιρναν θυγατέρες από άλλες φυλές που θεωρούνταν κοινές. Έτσι λοιπόν, αφού θεάρεστα πέρασε τη ζωή του το άγιο αυτό ζευγάρι, όπως μας πληροφορούν τα βιογραφικά σημειώματα των εορτών της Κοιμήσεως και Συλλήψεως της Αγίας Άννης, ο μεν Ιωακείμ πέθανε οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του Θεοτόκου σε ηλικία 92 ετών, η δε Άννα 11 μήνες μετά τον θάνατο του Ιωακείμ, σε ηλικία 83 ετών.
Καρπός καθαρός της γης η Θεοτόκος, η οποία γεννάται από τον Ιωακείμ και την σώφρονα Άννα, στα πρόσωπα των οποίων συγκεντρώθηκε η αγιότητα όλων των Αγίων προγόνων της Υπεραγίας Θεοτόκου με τους διαδοχικούς κατά καιρούς καθαρισμούς και αγνισμούς. Όταν λοιπόν επρόκειτο να γεννηθεί η Θεοτόκος Παρθένος από την Άννα, δεν τολμούσε η φύση να καρποφορήσει πριν από τη χάρη, αλλά έμενε άκαρπη, μέχρις ότου βλαστήσει η χάρη τον καρπό. Έτσι έπρεπε, να γεννηθεί πρωτότοκη εκείνη, που θα γεννούσε τον «πρωτότοκο όλης της δημιουργίας», που «όλα σ’ αυτόν χρωστούν την ύπαρξή τους».

Όταν έπρεπε να γεννηθεί η παρθένος μητέρα του Θεού, και μάλιστα από δαβιτικό γένος και στον κατάλληλο καιρό για τη σωτηρία μας, και πλησίασε ο καιρός και έπρεπε να ετοιμασθεί η παρθένος, δεν βρέθηκαν τότε ανώτεροι στην αρετή από τους ατέκνους εκείνους (τον Ιωακείμ και την Άννα), ούτε από εκείνους που ανάγουν την ευγένεια του ήθους και του γένους στον Δαβίδ.
Γι’ αυτό προτιμήθηκαν από τους πολυτέκνους οι άτεκνοι, για να κυοφορηθεί από πολυαρέτους η πανάρετη κόρη και η πάναγνη από όλως ιδιαίτερα σώφρονες και για να λάβει η σωφροσύνη, ερχόμενη σε συνεργασία με την προσευχή και την άσκηση, ως καρπό το να γίνει γεννήτρια παρθενίας »[7].
Η απελευθέρωση δε της προμήτορος Άννας από την ακαρπία φανέρωνε ξεκάθαρα πως η στειρότητα του κόσμου σε αγαθά θα λυθεί και θα γεννηθεί ο κορμός της αφράστου μακαριότητος [8].
«Καλότυχο ζευγάρι, Ιωακείμ και Άννα, όλη η κτίση σας ευγνωμονεί. Γιατί με τη μεσολάβησή σας εδώρισε η πλάση στο Δημιουργό το πιο υπέροχο απ’ όλα τα δώρα· πολυσέβαστη Μητέρα, μοναδική, άξια του Πλάστη. Ευλογημένη μέση του Ιωακείμ, απ’ όπου βγήκε η ακηλίδωτη φύτρα. Θαυμαστή μήτρα της Άννας, που μέσα της αναπτύχθηκε σιγά-σιγά, σχηματίσθηκε και γεννήθηκε πανάγιο βρέφος. Γαστέρα, που κυοφόρησες μέσα σου τον έμψυχο ουρανό, πλατύτερο από την απεραντοσύνη των ουρανών. Αλώνι, που κράτησες απάνω σου τη θημωνιά του ζωοποιού σταριού, όπως το δήλωσε ο ίδιος ο Χριστός: «Αν δεν πέσει ο κόκκος του σταριού στη γη και πεθάνει, παραμένει ολομόναχος». Κόρφοι που θηλάσατε εκείνη, που έθρεψε τον τροφοδότη του κόσμου. Θαυμάτων θαύματα και παραδόξων παράδοξα. Γιατί έτσι έπρεπε, ν’ ανοίξει με τα θαύματα ο δρόμος, απ’ όπου με τρόπο ανέκφραστο, από αγάπη, κατέβηκε κοντά μας ο Θεός για να σαρκωθεί», λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός [9].
Aποτελούν το μέγιστο παράδειγμα για τους γονείς οι σήμερα τιμώμενοι Άγιοί μας ο Ιωακείμ και η Άννα. Όπως ο Ιωακείμ και η Άννα φρόντισαν για την καλή ανατροφή της Υπεραγίας Θεοτόκου, έτσι πρέπει και οι γονείς να ενδιαφερθούν για τα παιδιά τους. Λεει ο Ιερός Χρυσόστομος· «Θα σε ονομάσω πατέρα όχι όταν θρέψης, αλλ᾿ όταν αναθρέψης το παιδί όπως θέλει ο Θεός».
Με τις πρεσβείες, λοιπόν, των Αγίων Ιωακείμ και Άννης και πάνω από όλων των Αγίων μας της Κυρίας Θεοτόκου, να πρεσβεύουν στον Κύριο και Θεό μας να έχουμε μετάνοια που είναι και το κυριότερο, θάρρος δύναμη και αισιοδοξία στην καθημερινότητα της ζωής μας.

Παραπομπές:

1. Έξοδος 2, 15-19, Λευιτικό 23, 36-39 και Αριθμών 29,35.
2. Ο Νικόδημος ήταν άρχοντας της εβραϊκής κοινωνίας και μέλος του Συνεδρίου. Είχε πνευματικά ενδιαφέροντα και αναζητούσε να μάθει περί της σωτηρίας του ανθρώπου και πώς επιτυγχάνεται η πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου.
3. Ιωάννου 3, 14-15.
4. Αριθμών 21,8.
5. Από το περιοδικό Σταυρός, 8/9/1996.
6. Ιωάννου 3,16.
7. Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία ΜΒ΄, Εις την σωτήριον Γέννησιν της πανυπεράγνου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, κεφ. 5, ΕΠΕ 10,592-593.
8. Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1990, σελ. 117.
9. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1990, σελ. 67-69 (Λόγος εις το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου).

«Το Γενέσιον της Θεοτόκου», η παρηγοριά της ανθρωπότητας Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός († 2009)


Σήμερα εορτάζομε το Γενέσιο της Κυρίας μας Θεοτόκου.
Οι Άγιοι Πατέρες ούτε με τη φυσική ικανότητα, που διέθεταν, αλλά ούτε και με την επίδραση ολοκλήρου της χάριτος, που ενοικούσε στη ψυχή τους, μπόρεσαν να την τιμήσουν, όπως της άξιζε, γιατί σ’ αυτή την Κόρη περικλείεται ένα μεγάλο μυστήριο. Ένα μόνο χαρακτηριστικό θα αναφέρω στην αγάπη σας, διότι, εάν επιχειρήσω περισσότερο, μάλλον θα μειώσω την αρετή της.
Μια ακτίνα ηλίου, που επιδρά σ’ ένα σημείο, το γεμίζει φως. Μια ακτίνα χάριτος επιδρούσε στις ψυχές των εκάστοτε σεσωσμένων, είτε Προφητών, είτε Αποστόλων, είτε Μαρτύρων, είτε Οσίων, είτε Ομολογητών, είτε γενικά δεδικαιωμένων ανθρώπων, φίλων του Θεού, ηγιασμένων και τους ολοκλήρωνε, για να γίνουν κληρονόμοι της επαγγελίας, να μπουν στο γνόφο της θεώσεως, να γίνουν κατά χάρη θεοί. Σ’ αυτήν την Κόρη δεν επέδρασε μόνο μία ακτίνα της χάριτος, αλλά κατοίκησε όλο το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς. Ναι, κατοίκησε μέσα της όλο το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς μόνιμα και όχι περιστασιακά, και την μετέβαλε μαζί με την τελειότητα της ανθρώπινης φύσεως, που είχε στο χαρακτήρα της, που ούτε γεννήθηκε, ούτε θα γεννηθεί, αλλά ούτε δημιουργήθηκε τελειότερο πλάσμα. Οι Πατέρες λέγουν ότι, εάν βάλουμε κοντά στο Θεό όλα τα κτίσματα, ορατά και αόρατα, υλικά και άυλα, ανθρώπινα και αγγελικά, και μόνο την Παναγία, αυτή θα προτιμήσει. Δεν δημιουργήθηκε ούτε θα δημιουργηθεί τελειότερο πλάσμα απ’ αυτήν. Μετά απ’ αυτήν την τελειότητα, που περιείχε η αγιότατη ψυχή της, κληρονόμησε και τη θέωση, διότι κατοίκησε μέσα της το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς. Κι αυτό γιατί; Για να αποδειχθεί η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο.
Αυτή, λοιπόν, η Κόρη είχε τη δύναμη με την ολοκλήρωση της προσωπικότητας της, σαν πανίσχυρος μαγνήτης, να ελκύσει από τους Πατρικούς κόλπους «το απαύγασμα της δόξης του Πατρός» και να το ενδύσει την ταπείνωση της ανθρώπινης φύσεως, εκτός της αμαρτίας, για να σώσει τον πεπτωκότα άνθρωπο από το βρόγχο του θανάτου και να τον ανεβάσει στους κόλπους τους Πατρικούς, μέχρι που να καυχάται ο «Ίδιος», λέγοντας ότι «ουκέτι καλώ υμάς δούλους, ότι φίλοι μου εστέ». Και για να το αποδείξει αυτό, στρέφεται προς τον Πατέρα του και λέει: «Πάτερ, θέλω εκεί που είμαι εγώ να είναι και αυτοί», χάριν των οποίων δανείστηκα τη φύση τους από την Πάναγνη αυτή Κόρη.
Πέραν τούτου, κοντά στη σοφία όλων αυτών των τελειοτήτων προστέθηκε ακόμη μία. Αυτή που συγκλονίζει κάθε καρδιά: το κέντρο πάσης μητρότητας. Ποιός πόνος τώρα δεν βρίσκει παρηγοριά; Ποιός θλιμμένος τώρα βρίσκεται υπό την πίεση της απογνώσεως; Τώρα υπάρχει κι ανήκει στη φύση μας το κέντρο πάσης μητρότητας. Υπήρχε το κέντρο πάσης πατρότητας στον υπέρ φύσιν Θεό, αλλά άφθαστο από μας, ανέγγιχτο, ακατάληπτο, απρόσιτο, αθεώρητο. Αυτή η Κόρη έλκυσε απ’ Αυτόν όλη την τρυφεράδα της πατρικής στοργής κι έγινε εκείνη μητέρα του σύμπαντος. Συνάμα δε άνοιξε και τους κόλπους τους πατρικούς, που ένεκα της πτώσεως ήταν για μας κλεισμένοι.
Δεν θα πω άλλα, γιατί φοβάμαι μήπως μειώσω το μεγαλείο της. Αλλά, αισθανόμενος την μητρική της στοργή, αποβάλλω κάθε αδυναμία μου και ενδύομαι το θάρρος. Πιστεύω ότι όλες μου οι αδυναμίες θα παραμεριστούν μέσα στους κόλπους της μητρικής της αγάπης. Θα της ενθυμήσω την αδυναμία της φύσεώς μας, την οποία αυτή μεν δεν γνώρισε κατά φύση διά την τελειότητά της, τη γνωρίζει όμως εξ αιτίας του νόμου της αγχιστείας, επειδή είναι μάνα μας και γνωρίζει να πονάει για τα δικά της παιδιά. Μέσα στους κόλπους της μητρότητάς της θα επιτύχουμε όλες μας τις επαγγελίες. Μέσα στους κόλπους της μητρότητάς της θα αποβάλουμε  όλους τους φόβους μας και θα αποκτήσουμε τη βεβαιότητα της επιτυχίας. Διότι αυτή άφησε από την αγκαλιά της το Θεό Λόγο και τον παρέδωσε στο Σταυρό, για να μας σφραγίσει με τη θυσία του την αθανασία και την αιωνιότητα και «ίνα ποιήση τα διεστώτα εις εν» και να γίνει Σωτήρας μας, ώστε να ομολογεί ότι «όποιος πιστεύει σε  μένα δεν θα γευθεί ποτέ τον θάνατο» και «όποιος πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει». Τώρα αυτή στέκεται μεταξύ ουρανού και γης και το δεξί της χέρι έχει πάνω και τραβά κάτω τη θεία ευσπλαχνία εξουσιαστικά. Διότι δεν είναι μόνο Αγία, δεν είναι μόνο φίλη· είναι μητέρα και εξουσιάζει. Και το άλλο χέρι το έχει κάτω στ’ άλλα της παιδιά, που δεν μπορούν από τις αδυναμίες και κάμπτονται και λυγίζουν. Τραβάει όμως αυτή από κάτω προς τα πάνω και συνδέει τα «διεστώτα εις εν». Ποιός τώρα θα απελπισθεί; Ποιός τώρα θα κινδυνεύσει; Ποιός τώρα έχει ερωτηματικά; Κανείς, απολύτως κανείς! Αλλά είπα, αν συνεχίσω, θα μειώσω το μεγαλείο της.
Έρχομαι τώρα σ’ έναν άλλο παράγοντα: Να επιλέξω μίαν αλληγορία πέραν των μακαρίων ελπίδων, που η θεία χάρη εμπνέει στις ψυχές μας. Δεν μπορούμε να κρύψουμε την παρά φύση αμαρτωλότητά μας με τις τόσες μας αδυναμίες. Σ’ ένα τέτοιο στάδιο και σ’ ένα τέτοιο κυκεώνα των δύσκολων τούτων ημερών, που ζούμε, μοιάζομε κι εμείς με μια στείρα, η οποία αποθαρρύνεται ότι θα γίνει κι αυτή μητέρα. Αλλά εδώ βλέπομε το παράδειγμα της στείρας Άννας, ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ». Τούτο ακριβώς βρίσκομε, ερευνώντας τα μυστήρια της παναγαθότητάς του Ιησού μας, ο οποίος αλάνθαστα μας κάλεσε. Αυτός λοιπόν ο Σωτήρας του κόσμου, τον οποίον έλκυσε αυτή η Κόρη με την αγιότητά της και τον ανάγκασε να κατέβει στην κοιλάδα του κλαυθμώνος, να βρει τα απολωλότα όχι από μακριά μέσω της θεοπρεπούς του δυνάμεως, αλλά πρακτικά μέσω της ανθρώπινης φύσεως την οποία καταδέχθηκε να φορέσει. Αυτός μας έδωσε θάρρος και μας είπε: «Μη φοβάσαι το μικρό ποίμνιο,  επειδή σ’ αυτό ευαρεστήθηκε ο Πατέρας μου να δώσει τη βασιλεία του».
Έτσι κανείς να μη χάνει το θάρρος του. Έχουμε αδυναμίες. Έχουμε απειρίες. Έχουμε ύπουλο εχθρό, έχουμε όμως και πανάγαθο Σωτήρα. Και εμείς με τις στείρες μας ψυχές, που σύμφωνα με τους δικούς μας προγραμματισμούς φανταζόμαστε ότι δεν θα επιτύχουμε στο σκοπό μας, οπλιζόμαστε με τη μακαρία ελπίδα Αυτού, που είπε: «Θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες» και «δεν θα σας αφήσω ποτέ ορφανούς» και μαθαίνουμε με την πείρα ότι με την υπομονή και τη σωστή προς Αυτόν πίστη και καρτερία και οι στείρες μας ψυχές γεννούν. Και όχι μόνο γεννούν, αλλά γεννούν εκλογές, όπως η στείρα Άννα γέννησε μία, αλλά κατ’ εξοχήν μία, υπεράνω όλων των άλλων κτισμάτων, ορατών και αοράτων.
Βρισκόμαστε σήμερα σ’ αυτόν τον κυκεώνα, όπως τον περιγράψαμε, και εξέλειπαν οι πραγματικοί οδηγοί και μείναμε ορφανοί χωρίς προσανατολισμό. Πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. Σκληρός ο λόγος αλλά πραγματικός. Αισθανόμαστε  την ορφάνια όσο καμιά άλλη γενεά. Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά κι απ’ εκεί, που πολλές φορές ελπίζαμε στηριγμό, και απ’ εκεί απογοητευόμαστε. Τώρα, λοιπόν, είναι λογικό να ασχοληθούμε μ’ αυτό το θέμα, για να ισχυροποιήσουμε μέσα μας τη μακαρία ελπίδα, «ώστε με την υπομονή και την παρηγοριά των γραφών να έχουμε την ελπίδα», για να συνεχίσουμε την πορεία μας απρόσκοπτα.
Κάναμε χθες το βράδυ ένα υπαινιγμό από τον ιερό λόγο του Παύλου «το είχαμε πάρει απόφαση ότι η θανατική μας καταδίκη ήταν αναπόφευκτη». Γιατί; «επειδή δεν ελπίζαμε πια στις δικές μας δυνάμεις παρά μόνο στη βοήθεια του Θεού, που ανασταίνει τους νεκρούς».
Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα, τον πνευματικό καύσωνα, πολλές φορές χάνουμε τον προσανατολισμό μας, πιεζόμενοι από τα πάθη και τις αδυναμίες, τις αγνωσίες και από τη λύσσα του σατανά γιατί «θύμωσε», λέει η Αποκάλυψη, «ο δράκοντας με τη γυναίκα (την Εκκλησία δηλαδή) και έφυγε για να πολεμήσει με τους υπόλοιπους απογόνους της», και μας δίνει να καταλάβουμε ότι τρόπον τινά νίκησε. Αυτές είναι οι μέρες, που ζούμε. Εμείς όμως δεν θα πούμε κάτι τέτοιο, ότι μας νίκησε. Μη γένοιτο ποτέ! Πώς θα μας νικήσει εφόσον η εκλογή ισχύει, και την εκλογή δεν την έκανε ούτε άγγελος, ούτε άνθρωπος, αλλ’ αυτός ο Θεός και Πατέρας; «Κανένας δεν έρχεται», λέει, «κοντά μου, εάν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας μου». Το προσέξατε; «Εάν δεν τον ελκύσει!»
(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία)