Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

Η Κοίμηση της Θεοτόκου: η Μητέρα όλων των μητέρων Του Πρωτοπρεσβύτερου Αλεξάνδρου Schmemann




Τον Αύγουστο η Εκκλησία τιμά το τέλος της επίγειας ζωής της Παρθένου Μαρίας, το θάνατό της, την κοίμησή της όπως είναι πια γνωστή και σε αυτή τη λέξη περικλείονται το όνειρο, η ευλογία, η ειρήνη, η ηρεμία και η χαρά.

Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τις συνθήκες της κοίμησης της Παναγίας, της Μητέρας του Κυρίου. Διάφορες ιστορίες και διηγήσεις, γεμάτες αγάπη και τρυφερότητα διασώθηκαν μέχρι τις μέρες μας από την εποχή της πρώτης Εκκλησίας, ακριβώς όμως λόγω της ποικιλότητάς τους, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υποστηρίξουμε την «ιστορικότητα» καμιάς από αυτές.

Με τη γιορτή της Κοιμήσεως η μνήμη και η αγάπη της Εκκλησίας επικεντρώνονται όχι στην ιστορικότητα και πραγματικότητα του γεγονότος, την ήμερα και τον τόπο όπου αυτή η μοναδική γυναίκα, η Μητέρα όλων των μητέρων συμπλήρωσε την επίγεια ζωή της. Όπου και όποτε και αν συνέβη, η Εκκλησία αντίθετα τονίζει την ουσία και το νόημα του θανάτου της, μνημονεύοντας τον θάνατο αυτής της οποίας ο Υιός, σύμφωνα με τη χριστιανική μας πίστη, νίκησε το θάνατο, αναστήθηκε εκ των νεκρών και υποσχέθηκε σε μας την τελική ανάσταση και τη νίκη της αιώνιας ζωής.

Ο θάνατός της ερμηνεύεται με τον καλύτερο τρόπο μέσα από την εικόνα της Κοιμήσεως που τοποθετείται στα προσκυνητάρια των εκκλησιών μας εκείνη την ημέρα, ως το κέντρο της όλης γιορτής. Η Μητέρα του Θεού έχει πεθάνει και βρίσκεται ξαπλωμένη στο νεκροκρέβατο. Οι απόστολοι του Χριστού είναι συγκεντρωμένοι γύρω της και πάνω ψηλά, στο κέντρο, βρίσκεται ο Χριστός, ο οποίος κρατά στα χέρια του τη Μητέρα του, ζωντανή και αιώνια ενωμένη μαζί του. Εδώ βλέπουμε μαζί το θάνατο και αυτό που ξεπεράστηκε με τον συγκεκριμένο θάνατο της Θεοτόκου: όχι το διχασμό αλλά την ένωση· όχι τη λύπη αλλά τη χαρά και κυρίως όχι το θάνατο αλλά τη ζωή. «Εν τη γεννήσει την παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες Θεοτόκε…»., ψάλλει η Εκκλησία ατενίζοντας αυτή την εικόνα.

Μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια του βαθύτερου και πιο ωραίου ύμνου που απευθύνεται στην Θεοτόκο: «Χαίρε, αυγή μυστικής ημέρας!» (Ακάθιστος Ύμνος). Το φως που εκχύνεται από την Κοίμηση προέρχεται ακριβώς από αυτή την ατελεύτητη, μυστική ημέρα. Μελετώντας αυτό το θάνατο και βλέποντας αυτό το νεκροκρέβατο καταλαβαίνουμε ότι πλέον δεν υπάρχει θάνατος, ότι το γεγονός του θανάτου ενός προσώπου έγινε γεγονός ζωής, είσοδος εκεί όπου βασιλεύει η ζωή. Αυτή που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά στο Χριστό, που τον αγάπησε μέχρι τέλους, συναντιέται μαζί του μπροστά στις λαμπρές πύλες του θανάτου και τότε ο θάνατος μετατρέπεται σε ευφρόσυνο συναπάντημα, η ζωή θριαμβεύει, η χαρά και η αγάπη κυριαρχούν πάνω σε όλα.

Για αιώνες η Εκκλησία ατενίζει και εμπνέεται από το θάνατο εκείνης που στάθηκε η μητέρα του Ιησού, που έδωσε ζωή στο Σωτήρα και Λυτρωτή μας, που έδωσε τον εαυτό της ολοκληρωτικά σ’ εκείνον μέχρι το τέλος, μένοντας μόνη κάτω από το σταυρό. Μελετώντας την Κοίμησή της η Εκκλησία ανακαλύπτει και βιώνει το θάνατο όχι πλέον ως φόβο και τρόμο και τέλος, αλλά λαμπρή και αυθεντική αναστάσιμη χαρά «Εν τη γεννήσει σου σύλληψις άσπορος, εν τη κοιμήσει σου νέκρωσις άφθορος…». Εδώ, σ’ ένα από τους πρώτους ύμνους του όρθρου της γιορτής, βλέπουμε να εκφράζεται η ουσία αυτής της χαράς: «νέκρωσις άφθορος». Ποιό είναι όμως το νόημα αυτής της αντίθεσης των λέξεων; Κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, αποκαλύπτεται σε μας και γίνεται δική μας χαρά όλο το ευφρόσυνο μυστήριο αυτού του θανάτου, διότι η Παναγία, η Παρθένος Μαρία είναι μια από μας.

Αν θάνατος είναι ο φόβος και η θλίψη του χωρισμού, η κάθοδος στην απαίσια μοναξιά και το σκοτάδι, τότε τίποτα από όλα αυτά δεν τα συναντούμε στο θάνατο της Παναγίας, αφού η Κοίμησή της, όπως και ολόκληρη η ζωή της ήταν συνάντηση, αγάπη, κίνηση προς το αμάραντο και άδυτο φως της αιωνιότητας και είσοδος μέσα σ’ αυτό. Η τελεία αγάπη «έξω βάλλει τον φόβον», γράφει ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο ευαγγελιστής της αγάπης (Α’ Ιωάν. δ’ 18). Συνεπώς δεν υπάρχει φόβος στην άφθορο και αθάνατο κοίμηση της Παρθένου Μαρίας. Εδώ, ο θάνατος κατέρρευσε εκ των ένδον, απαλλάχτηκε από όλα αυτά που τον γεμίζουν με τρόμο και απελπισία. Ο ίδιος ο θάνατος μετατρέπεται σε θρίαμβο ζωής. Ο θάνατος γίνεται «αυγή μυστικής ημέρας». Γι’ αυτό η γιορτή δεν έχει καθόλου πόνο, νεκρώσιμους θρήνους και θλίψη, αλλά μόνο φως και χαρά. Είναι σαν να πλησιάζουμε τις θύρες του δικού μας αναπόφευκτου θανάτου και ξαφνικά τις βρίσκουμε ορθάνοικτες, γεμάτες φως από τη νίκη που πλησιάζει, από την ανατολή της βασιλείας του Θεού που είναι εγγύς.

Στη λάμψη αυτού του ασύγκριτου εόρτιου φωτός, σ’ αυτές τις αυγουστιάτικες μέρες που ο φυσικός κόσμος φτάνει στο αποκορύφωμα της ομορφιάς του και γίνεται ύμνος δοξολογίας και ελπίδας, σημείο του ερχομού ενός άλλου κόσμου, αντηχούν τα λόγια από τους ύμνους της Κοίμησης. «Νενίκηνται της φύσεως οι όροι εν σοι, παρθένε άχραντε· παρθενεύει γαρ τόκος, και ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Η μετά τόκον παρθένος και μετά θάνατον ζώσα, σώζοις αεί, Θεοτόκε, την κληρονομίαν σου» (Ωδή θ’).

Ο θάνατος δεν είναι πια θάνατος. Ο θάνατος καταυγάζεται από την αιωνιότητα και την αθανασία. Ο θάνατος δεν είναι πια διχασμός αλλά ένωση, όχι λύπη αλλά χαρά, όχι ήττα αλλά νίκη. Αυτό λοιπόν γιορτάζουμε την ημέρα της Κοίμησης της πανάχραντης Μητέρας, αληθινή προτύπωση και πρόγευση και σκίρτημα χαράς για την ανατολή της μυστικής και ατελεύτητης ημέρας.

Ἡ Πατερική διδασκαλία γιά τήν κοίμηση καί γενικά γιά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου




Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τίμησαν τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, χωρίς νά τήν θέτουν στήν ἴδια θέση μέ τόν Χριστό. Βεβαίως, «εἷς μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων» (Α΄ Τιμ. β΄, 5), ὁ Χριστός, ἀλλά ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι μεσίτρια μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ Υἱοῦ της, γιατί ἔχει μεγάλη παρρησία, ὡς Μητέρα Του, ὅπως ἔγινε ἤδη λόγος.
Στά κείμενα καί τίς ὁμιλίες τῶν Πατέρων συναντᾶμε πολλές φράσεις καί ἐκφράσεις πού δείχνουν τό μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου. Θά ἐντοπισθοῦν μερικές ἀπό αὐτές.
α) «Τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;»
Κάθε πανήγυρις τῆς Θεοτόκου πρέπει νά γίνεται ἐν κραυγῇ καί βαθυτάτῃ σιωπῇ. Ὁ συνδυασμός τῶν δυό αὐτῶν γεγονότων εἶναι ὁ καλύτερος ἑορτασμός. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «καί ἔλαθεν τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη». Ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου, ὁ τοκετός της καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου εἶναι μυστήρια κραυγῆς πού πραγματοποιήθηκαν μέσα στήν ἡσυχία. Καί ὅποια κραυγή γίνεται μέσα στήν ἡσυχία συνιστᾶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ξεπερνᾶ τήν προσοχή τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου, δηλαδή τοῦ διαβόλου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί οἱ ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δέν ζοῦν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὡς ἰδεολόγημα καί πολιτιστικό ἀγαθό, οὔτε ὡς διακοσμητικό στοιχεῖο στήν ζωή τους, μποροῦν νά ἑορτάσουν ἀληθινά τό πάναγνο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος θά πῆ: «σέ οἱ πιστοί, Θεοτόκε, ὀρθοδόξως μεγαλύνομεν». Μόνον ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία συνιστᾶ τήν πραγματική ἑορτή.
Μία ἀπό τίς βασικότερες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως, ἀλλά ὑπάρχει χαώδης διαφορά. Τό ἄκτιστο δέν ἔχει ἀρχή, φθορά καί τέλος, ἐνῶ τό κτιστό ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή, διακρίνεται γιά τήν φθορά καί, βεβαίως, ἀπό τήν φύση του πρέπει νά ἔχη τέλος. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός καί κτιστή εἶναι ὅλη ἡ δημιουργία, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης, δηλαδή ἐκ μή ὄντος. Ἡ μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀφοῦ στήν ὑπόστασή Του ἥνωσε τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό.
Κατ’ ἐπέκταση καί οἱ ἅγιοι, μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, αἰσθάνονται κατά διαφορετικό τρόπο αὐτήν τήν ἕνωση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό λέγεται, γιατί ἄλλη εἶναι ἡ ὑποστατική ἕνωση, ἡ ὁποία ἰσχύει γιά τόν Χριστό, καί ἄλλη ἡ κατά Χάρη καί κατ’ ἐνέργεια ἕνωση, ἡ ὁποία συμβαίνει στούς ἁγίους καί ἐπάνω ἀπό ὅλους στήν Παναγία. Αὐτό, λοιπόν, δείχνει τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα τῆς Θεοτόκου. Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ λόγοι τοῦ ἁγιορείτου ἁγίου, δηλαδή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀναφέρονται στήν Παναγία. «Αὐτή τε γάρ κατέστη θαῦμα θαυμάτων ἐπί γῆς καί κοινωφελές τεράστιον τῶν ἀπ’ αἰῶνος μεῖζον». Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἔγινε Θεομήτωρ. Θά γράψη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Θεομήτωρ ἐχρημάτισας· ἥνωσας τόν νοῦν Θεῷ· ἥνωσας Θεόν σαρκί· υἱόν ἐποίησας Θεόν ἀνθρώπου, καί τόν ἄνθρωπον υἱόν Θεοῦ· κατήλλαξας τόν κόσμον τῷ τοῦ κόσμου ποιητῇ».
Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τό μεγαλεῖο καί ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου δέν βρίσκεται ἁπλῶς στήν γέννηση καί τήν κοίμησή της, ἀλλά στόν «καρπόν τῆς κοιλίας» της, στό ὅτι ἀξιώθηκε νά γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης θά γράψη: «Τί γάρ μεγαλειότερον τοῦ Μητέρα κεκλῆσθαι καί εἶναι Θεοῦ;».
Καί ὁ Βασίλειος Σελευκείας θά πῆ: «Θεοτόκος ἐστί τε καί λέγεται· ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;». Στό ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καί ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως: «Ἔχεις σύ παρ’ ἑαυτῆς τόν ἴδιον ὕμνον, ὅτι περ Θεοτόκος ἀνεδείχθης». Ἡ Θεοτόκος ἔγινε, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ὄχι «σωματικοῖς ὄγκοις», ἀλλά μέ τήν Χάρη καί τήν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε καί τήν ἔνδοξη κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Δέν εἶναι ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς θείας Χάριτος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψη ὅτι δέν μακάρισε ὁ θάνατος τήν Παναγία, ἀλλά ἡ Παναγία ὡς Θεοτόκος «τόν θάνατον κατῃγλάϊσε».
Δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη λόγο γιά τήν Παναγία ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Χριστό, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα Του, ἀπό τήν ὁποία ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά οὔτε καί νά κάνη λόγο γιά τόν Χριστό, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Θεοτόκο, ἀφοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάσθηκε Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἔτσι, λοιπόν, ἐξηγεῖται ὅτι ἀπαραίτητο γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι ἡ ἀγάπη του πρός τήν Παναγία καί ἡ ὀρθόδοξη τιμή πρός τό ὑπέροχο πρόσωπό της. Ἔτσι, ἀκόμη, ἐξηγεῖται τό ὅτι ὅλες οἱ Χριστολογικές αἱρέσεις καί ὅλες οἱ ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀληθινή ὀρθόδοξη θεολογία προβάλλονται καί στήν Θεοτοκολογία.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας συνδέει τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μέ τήν Ἐκκλησία. Σέ κάποιο σημεῖο γράφει: «ὑμνοῦντας τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν». Ὄχι μόνον ἡ Παναγία εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά καί συνήγαγε καί ἐμᾶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως θά πῆ: «Ἔχεις ἐκ Θεοῦ τό μέγα καί θρίαμβον ὕψος· διότι λαόν αὐτῷ χριστιανικόν ἀπό σαρκός τῆς σῆς συνεστήσω, καί τό ὁμοιογενές σου σύμμορφον τῆς θείας αὐτοῦ καί ὁμοιωτικῆς εἰκόνος ἀπειργάσω».
Ὅταν βλέπουμε ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσφαλμένη ἄποψη γιά τόν Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μποροῦμε εὔκολα νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ Χριστολογία, Θεοτοκολογία καί Ἐκκλησιολογία, χωρίς νά ταυτίζωνται ἀπόλυτα, συνδέονται μεταξύ τους.

Η Μετάσταση της Θεοτόκου κατά την πατερική διδασκαλία και παράδοση της Εκκλησίας


Το ιερό πρόσωπο της Παναγίας, στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους είναι μοναδικό, διότι δεν υπάρχει στον αγγελικό και ανθρώπινο κόσμο τίποτε που να είναι ίσον ή μείζον της αγίας Θεοτόκου Παρθένου, καθώς αποτελεί μέρος του απερινοήτου μυστηρίου της Θείας Οικονομίας. Μετά τον Τριαδικό Θεό Αυτή κατέστη το κύριο πρόσωπο, το οποίο συνέβαλε ουσιαστικά στην υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας σημειώνουν πως για την υλοποίηση του σχεδίου της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, ο Θεός έδωσε τον Υιό και Λόγο Του και η ανθρωπότητα έδωσε την Παναγία.
Γίνεται η κλίμακα από την οποία κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου, να ατενίσει την ωραιότητα του προπτωτικού κάλλους και να πορευθεί προς τη θέωση.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία, τιμά την Παναγία και με την τιμή της από το λαό του Θεού, συνδέονται δύο σημαντικά γεγονότα της ζωής της: Η Κοίμηση και η ένσωμη Μετάστασή της στους ουρανούς. Η εορτή αυτή με διαφορετική μορφή και ονομασία απαντάται στην ιεροσολυμητική παράδοση ήδη από τον 2ο αι. Η καθιέρωση της, όπως και όλων των θεομητορικών εορτών, πραγματοποιήθηκε περί τα μέσα του 5ου αι., μετά την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Ως το γεγονός της Μεταστάσεως της Θεοτόκου, τίθενται κατά καιρούς προβληματισμοί για το τι εννοείται, όταν γίνεται λόγος περί αυτής.
Στους σύγχρονους θεολόγους παρατηρούνται δύο διαφορετικές προσεγγίσεις, ως προς το ζήτημα της Μεταστάσεως. Εάν κάνουμε λόγο μόνον για μετάσταση, η οποία δεν προδιαθέτει και ταυτόχρονα και ανάσταση, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι το σώμα της Θεοτόκου δεν δέχθηκε την αλλοίωση του πεπερασμένου χρόνου και διατηρείται άφθαρτο στα πάμφωτα σκηνώματα του ουρανού μέχρι την ημέρα της καθολικής αναστάσεως των νεκρών. Η δεύτερη προσέγγιση, αυτή που στηρίζεται στην πατερική διδασκαλία είναι ότι κάνοντας για λόγο περί μεταστάσεως της Θεοτόκου, νοούμε την ανάσταση του σώματός της Θεοτόκου από το μνημείο, την ένωσή του με την ψυχή της και την εν σώματι ανάληψή της.
Στη νέα πραγματικότητα της καινής κτίσεως, που εγκαινιάζει η Ανάσταση του Χριστού, κλονίζεται και καταργείται η εξουσία του θανάτου στον άνθρωπο. Ο θάνατος, ο μεγάλος εχθρός της ανθρώπινης υπάρξεως, γίνεται κοίμηση και πέρασμα από την πρόσκαιρη στην αιώνια ζωή, μετάβαση στην αφθαρσία και την αθανασία. Ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι πλέον προσωρινός, αφού μετά την ανάσταση του Κυρίου υπάρχει η βεβαιότητα της αναστάσεως.
Αυτό που προσδοκεί ο άνθρωπος είναι η κοινή ανάσταση, η ζωοποίηση των νεκρών σωμάτων και η ένδυση των φθαρτών με αφθαρσία. Αυτό που αναμένουμε να συμβεί, όταν θα έλθει ο Χριστός κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας, ήδη έχει συμβεί στην Θεοτόκο. Αναφωνεί χαρακτηριστικά ο ιερός υμνογράφος «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» στο πρόσωπο της Θεοτόκου, σκεπτόμενος τα υπερφυσικά γεγονότα που συνέβησαν με τον τοκετό της Αειπαρθένου και με το θάνατο της. Ενώ λοιπόν ήταν παρθένος συνέλαβε ασπόρως και γέννησε αφθόρως, χωρίς να βλαφθεί η παρθενία της, και στο τέλος της επίγειας ζωής της ο θάνατος δεν προξένησε φθορά και διάλυση, αλλά ζωή και αφθαρσία.

Η Θεοτόκος, ως απόγονος του Αδάμ, έφερε την ευθύνη της φθοράς και του θανάτου και υπέστη το φυσικό θάνατο, όπως τον υφίσταται όλο το ανθρώπινο γένος. Εφόσον όμως ήταν η Μητέρα του Θεού Λόγου, γεύθηκε μεν τον ανθρώπινο θάνατο, στη πραγματικότητα όμως ο θάνατος της πλέον δεν ήταν θάνατος αλλά ζωοκοίμητος μετάστασις. Προς τούτο και η κοίμηση της Θεοτόκου δεν λέγεται θάνατος αλλά «μετάστασις ή εκδημία ή ενδημία», και λέγεται μεν εκδημία διότι εξεδήμησε από το σώμα και ενδημία διότι ενεδήμησε προς τον Κύριο. Ως Μητέρα της ζωής έγινε σύνοικος της Ζωής.
Η απουσία πληροφοριών στην Καινή Διαθήκη όπως και σχετικών αναφορών στα δογματικά κείμενα των Οικουμενικών Συνόδων, πάνω στο ζήτημα της αφθαρσίας του σώματος της Θεοτόκου, παραπέμπει κατ’ ανάγκη σε ό,τι έχει αποτυπωθεί στην εκκλησιαστική συνείδηση κατά την ιερά παράδοση μέσα από την εορτολογική παράδοση και τη πλούσια πατερική γραμματεία.
Πάντοτε ήταν αποδεκτή από το πλήρωμα της Εκκλησίας η μετάσταση της Θεοτόκου. Πολλοί πατέρες έχουν γράψει λόγους και εγκώμια στην Κοίμηση, που διδάσκουν και υμνούν το γεγονός της μετάστασης. Η Εκκλησία γιορτάζει πανηγυρικά την κοίμησή και τη μετάσταση της Θεοτόκου και διασώζει την αρχαία και αληθή παράδοση της Εκκλησίας γι’ αυτό το Θεομητορικό γεγονός.
Από τους Πατέρες, ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου κάνει σαφή λόγο για την Κοίμηση και τη μετάσταση της. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί ο Ανδρέας Κρήτης και ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος παρουσιάζεται ως ο πιο ένθερμος κήρυκας της Μετάστασης, συνοψίζοντας μάλιστα τη δογματική διδασκαλία των Πατέρων που έζησαν πριν από αυτόν, βασιζόμενος, όπως ο ίδιος ομολογεί, πάνω σε «αρχαίαν και αληθεστάτην Παράδοσιν». Επιπρόσθετα, για το γεγονός της μετάστασης μαρτυρούν στα έργα τους, ο Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο Γερμανός Α’ Κωνσταντινουπόλεως, το Μηνολόγιο του Βασιλείου του Πορφυρογέννητου, ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο Νικόλαος Καβάσιλας, και πλήθος άλλων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου

15082018
Τὸ γεγονὸς τῆς ΚοιμήσεωςΜεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπως ἦταν φυσικό, δὲν ἐνέπνευσε μόνο τοὺς μεγάλους ὑμνογράφους καὶ ἁγιογράφους, ἀλλὰ καὶ πολλοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ἀφιέρωσαν σ’αὐτὸ εἴτε εἰδικὲς Ὁμιλίες εἴτε ἀποσπάσματα – ἀναφορές. Ἄλλωστε δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ συμβεῖ διαφορετικά. Στὸ πάνσεπτο πρόσωπο τῆς Παναγίας «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι» σὲ πολλὲς φάσεις τῆς ζωῆς της: Οὖσα Παρθένος γέννησε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔμεινε Παρθένος πρίν, κατὰ καὶ μετὰ τὴ γέννησή Του. Εἶναι ἀειπάρθενος. Καὶ ὅταν ὡς ἄνθρωπος ἀπέθανε καὶ τότε νικήθηκαν «τῆς φύσεως οἱ ὄροι», ἀφοῦ «τάφος καὶ νέκρωσις» δὲν τὴν κράτησαν στὴ γῆ, διότι «ὡς ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον».
Ἡ φράση τοῦ Ἀπολυτίκιου τῆς ἑορτῆς τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου»
«ἐν τῇ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε», ἐπαληθεύεται διαρκῶς στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπαληθεύεται καθημερινὰ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία μας. Δὲν μᾶς ἐγκατέλειψε ἀναχωρώντας μὲ τὸν θάνατο ἀπὸ τὸν κόσμο. Εἶναι μαζί μας, μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ μὲ τὴ μεσολάβησή της στὸν Υἱὸ καὶ Θεὸ της χάριν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ζητοῦν ταπεινὰ καὶ μὲ πίστη τὶς πανίσχυρες πρεσβεῖες της.
Ὡς ἔκφραση θερμῆς εὐγνωμοσύνης γιὰ τὴν πολυποίκιλη βοήθειά της στὸν καθένα μας προσωπικά, καὶ γενικώτερα στὸν φιλόχριστο καὶ θεοτοκόφιλο λαό μας, παραθέτουμε λίγα πνευματικὰ ἄνθη ὀπὸ θαυμάσιες ὁμιλίες στὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως ὁρισμένων ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
«Ὦ πῶς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πρὸς τὴν ζωὴν διὰ μέσου θανάτου μετάγεται», ἀναφωνεῖ ὁ ἱερὸς Δαμασκηνός…
«Τί τοίνυν τό περί σέ τοῦτο μυστήριον ὀνομάσωμεν· θάνατον; ἀλλά καί φυσικῶς ἡ πανίερος καί μακαρία σου ψυχή τοῦ πανολβίου καί ἀκηράτου σου χωρίζεται σώματος, ὅμως οὐκ ἐναπομένει τῷ θανάτῳ οὐδ᾿ ὑπό τῆς φθορᾶς διαλύεται. ῟Ης γάρ τικτούσης ἀλώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης ἀδιάλυτον τό σῶμα πεφύλακται καί πρός κρείττονα καί θειοτέραν σκηνήν μετατίθεται».
Ὦ πῶς ἐκείνη ποῦ γέννησε τὴν Πηγὴ τῆς ζωῆς μεταφέρεται διὰ μέσου τοῦ θανάτου πρὸς τὴν ζωή! Νὰ ὀνομάσουμε θάνατο αὐτὸ τὸ μυστήριο ποῦ συμβαίνει μὲ σέ; Ἄλλ’ ἐὰν καὶ χωρίσθηκε ἡ παναγία καὶ μακαρία ψυχή σου ἀπὸ τὸ πανευτυχὲς καὶ ἀμόλυντο σῶμα σου, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν θάνατο κάθε ἀνθρώπου, ὅμως τὸ σῶμα σου δὲν παραμένει μόνιμα στὸν θάνατο, οὔτε διαλύεται ἀπὸ τὴν φθορά. Διότι αὐτῆς τῆς ὁποίας ἡ παρθενία ἔμεινε ἄθικτη, ὅταν γεννοῦσε τὸν Θεάνθρωπο, αὐτῆς καὶ τὸ σῶμα, ὅταν ᾖλθε ἡ ὥρα νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν παρόντα κόσμο, φυλάχτηκε ἀδιάλυτο καὶ μετετέθη πρὸς καλυτέρα καὶ θειοτέρα ζωὴ (ΡG 96, 713-716).
«Σὲ τάφος ἔχειν οὐ δύναται», προσθέτει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης…
«῞Αδης κρατεῖν οὐκ ἰσχύει σου… ῎Απιθι τοίνυν, ἄπιθι σύν εἰρήνῃ. Μεταναστεύου τῶν ἐν τῇ κτίσει μονῶν· ἐξιλάσκου τόν Κύριον ὑπέρ τοῦ κοινοῦ».
Δὲν μπορεῖ νὰ σὲ κρατήσει ὁ τάφος. Δὲν ἔχει δύναμη νὰ σὲ ἔχει φυλακισμένη ὁ Ἅδης… Φύγε λοιπόν, φύγε εἰρηνική. Ἀναχώρησε ἀπὸ τς γήινες διαμονὲς καὶ ἱκέτευε καὶ ἐξιλέωνε τὸν Κύριο γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς συνανθρώπους σου. (ΡG 97, 1100).
«῞Ον τρόπον καί ὁ σός Υἱός καί πάντων Θεός», συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «τοῦ ὁμοίου σαρκικῶς ἀπεγεύσατο θανάτου· παραδοξάσας δηλαδή, κατά τόν ἴδιον αὐτοῦ καί ζωοποιόν τάφον καί τό σόν τῆς κοιμήσεως ζωοπαράδεκτον μνῆμα· ὥστε ἀμφοτέρων σώματα μέν ἀφαντάστως ὑποδεξαμένων, διαφθοράν δέ μηδαμῶς ἐνεργησάντων. Οὐδέ γάρ ἐνεδέχετό σε θεοχώρητον οὖσαν ἀγγεῖον, τῆς ἀναλύσεως νεκροφθόρῳ διαρρυῆναι χοΐ· ᾿Επειδή γάρ ὁ κενωθείς ἐν σοί, Θεός ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καί ζωή προαιώνιος, καί τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς σύνοικον ἔδει τῆς Ζωῆς γεγονέναι…».
Ὅπως δηλαδὴ ὁ Υἱός σου καὶ Θεὸς τῶν ἥλων γεύθηκε κατὰ τὴν σάρκα τοῦ τὸν ἴδιο θάνατο καὶ ὅπως δόξασε τὸν δικό του ζωοποιὸ τάφο, ἔτσι δόξασε καὶ τὸ δικό σου μνῆμα, ποὺ ἐδέχθη κατὰ τὴν κοίμησή σου Σὲ τὴν Μητέρα τῆς ζωῆς. Καὶ οἱ δυὸ τάφοι δέχθηκαν μέν, χωρὶς νὰ φαντάζονται, κάτι ξεχωριστό, τὰ σώματα καὶ τῶν δυό, ἀλλὰ δὲν ἐνήργησαν καμιὰ διαφθορὰ σ? αὐτά. Διότι δὲν ἦταν δυνατὸν σὺ ποὺ ἤσουν δοχεῖο ποὺ χώρεσε τὸν Θεὸ νὰ διαλυθεῖς στὸ χῶμα τῆς νεκρώσεως. Ἐπειδὴ Αὐτὸς ποὺ ταπεινώθηκε καὶ κυοφορήθηκε μέσα σου ἦταν ?ξ ἀρχῆς Θεὸς καὶ ζωὴ προαιώνιος, ἔπρεπε καὶ σύ, ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς, νὰ γίνεις σύνοικος μὲ τὴν Ζωή, μὲ τὸν Υἱό σου, στὰ οὐράνια (ΡG 98, 345-8).
Τὸ σῶμα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, σημειώνει καὶ ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας, ««μικρόν παραμεῖναν τῇ γῇ καί αὐτό συναπῆλθε… Καί τοίνυν ἐδέξατο μέν ὁ τάφος ἐπί μικρόν, ἐξεδέχετο δέ καί ὁ οὐρανός τήν καινήν γῆν ἐκείνην, τό πνευματικόν σῶμα… τό ἁγιώτερον ἀρχαγγέλων». Τὸ ἱερὸ σῶμα της, ἀφοῦ παρέμεινε γιὰ λίγο στὴ γῆ, ἔφυγε κατόπιν κι αὐτὸ στοὺς οὐρανοὺς μὲ τὴν ψυχή της. Δέχθηκε λοιπὸν τὸ σῶμα τῆς ὁ τάφος γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα, δέχθηκε δὲ τελικῶς καὶ ὁ οὐρανὸς τὸ σῶμα της, τὴν καινὴ ἐκείνη γῆ, ποὺ ἀνακαινίσθηκε ἀπὸ τὸν Υἱὸ καὶ Θεό της ποὺ κατοίκησε μέσα της, τὸ πνευματικὸ καὶ ἅγιο ἐκεῖνο σῶμα… ποὺ εἶναι ἁγιώτερο ἀπὸ τοὺς ἀρχαγγέλους «Μόνη αὕτη νῦν μετά τοῦ θεοδοξάστου σώματος σύν τῷ Υͺἱῶ τόν οὐράνιον ἔχει χῶρον», τονίζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «οὐ γάρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καί τάφος καί θάνατος ζωαρχικόν σῶμα καί θεοδόχον». Μόνη ἡ Θεοτόκος τώρα, πρὸ τῆς Δευτέρας δηλαδὴ Παρουσίας, βρίσκεται μὲ τὸ θεοδόξαστο σῶμα τῆς μαζὶ μὲ τὸν Υἱό της στὸν οὐράνιο Παράδεισο. Διότι δένω μποροῦσαν νὰ κρατοῦν παντοτεινὰ ἡ γῆ, ὁ τάφος καὶ ὁ θάνατος τὸ σῶμα ἐκεῖνο, ποὺ ἔγινε δοχεῖο τοῦ Θεοῦ καὶ πηγὴ τῆς Ζωῆς (ΡG 151, 465).
Μεταξὺ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (8ος αἰῶνας) ἀφιέρωσε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου τρία σπουδαία Ἐγκώμια, ἀπὸ τὰ ὁποία παραθέτουμε σὲ ἀπόδοση στὴ νεοελληνικὴ τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα:
Ὤ, πὼς ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς πεθαίνοντας πηγαίνει πρὸς τὴ ζωή! Ὤ, πὼς ἐκείνη ποὺ γεννώντας ξεπέρασε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, τώρα ὑποτάσσεται στὴ φυσικὴ τάξη καὶ δέχεται θάνατο τὸ ἀμόλυντο σῶμα! Διότι πρέπει αὐτό, ἀφοῦ ἀφήσει κάτω τὸ θνητό, νὰ περιβληθεῖ τὴν ἀθανασία, ἀφοῦ καὶ ὁ Κύριός της δὲν ἀρνήθηκε τὴν πεῖρα τοῦ θανάτου. Γιατί πέθανε σωματικὰ καὶ μὲ τὸν θάνατό του καταργεῖ τὸ θάνατο καὶ στὴ φθορὰ χαρίζει τὴν ἀφθαρσία καὶ τὴ νέκρωση τὴν κάνει πηγὴ ἀναστάσεως. Ὤ, πὼς τὴν ἱερὴ ψυχή, καθὼς ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ δέχτηκε τὸν Θεό, τὴν ὑποδέχεται μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια ὁ Δημιουργός του παντὸς , τιμώντας καθὼς πρέπει ἐκείνην, ποὺ ἐνῷ κατὰ τὴν φύση τῆς ἦταν δούλη, σύμφωνα μὲ τὸ ἀνεξερεύνητο πέλαγος τῆς φιλανθρωπίας του καὶ κατὰ τὸ σχέδιό του τὴν ἔκανε Μητέρα του, καὶ σαρκώθηκε ἀληθινὰ κι ὄχι ψεύτικα. Γιατί παρακολουθοῦσαν, ὅπως λέει ἡ Παράδοση, τὰ παριστάμενα τάγματα τῶν ἀγγέλων καὶ περίμεναν τὸν ἀποχωρισμό σου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὤ, τί ὡραιότατη ἐκδημία, ποὺ χαρίζει τὴ συνάντηση καὶ παραμονὴ κοντὰ στὸν Θεό! Γιατί, παρόλο ποὺ ὁ Θεὸς σ’ὅλους τους ἀφοσιωμένους σ’αὐτὸν καὶ τοὺς θεοφόρους ἀνθρώπους ἔχει χαρίσει αὐτὸ τὸ δῶρο – ναί, ἔχει χαριστεῖ καὶ τὸ πιστεύουμε – ὅμως ἡ διαφορὰ μεταξὺ δούλων τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρας εἶναι ἄπειρη. Ἑπομένως πῶς νὰ ὀνομάσουμε αὐτὸ τὸ μυστήριο ποῦ σου συμβαίνει θάνατο; Ἂν καὶ κατὰ τρόπο φυσικὸ ἡ πανίερη καὶ μακάρια ψυχή σου χωρίζεται ἀπὸ τὸ τρισευλογημένο καὶ ἄσπιλο σῶμα καὶ τὸ σῶμα σου παραδίνεται στὴν καθιερωμένη ταφή, ἐντούτοις δὲν μένει νεκρὸ καὶ δὲν διαλύεται ἀπὸ τὴν φθορά. Τῆς Παναγίας ἡ Παρθενία ἔμεινε ἀπείραχτη ὅταν γεννοῦσε, ὅταν ἡ ἴδια ἔφευγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ τὸ σῶμα της διατηρήθηκε ἀδιάλυτο καὶ ἀνεβαίνει σὲ πολὺ ἀνώτερη καὶ πιὸ θεϊκὴ ζωή, ποὺ δὲν τὴν διακόπτει ὁ θάνατος, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ ὑπάρχει στοὺς ἀτέλειωτους αἰῶνες (Ἐγκώμιον Α΄ εἰς τὴν Κοίμησιν, § 10).
Καὶ συνεχίζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στὸ ἴδιο Ἐγκώμιο ( § 11) λέει καὶ τὰ ἑξῆς:
Σὲ μετέφεραν ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ ἄγγελοι μαζὶ μὲ ἀρχαγγέλους. Βλέποντας τὴν ἄνοδό σου τρόμαξαν τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα ποὺ βρίσκονται μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ. Κατὰ τὴ διάβασή σου αὐτὴ ὁ μὲν ἀέρας εὐλογεῖται, ὁ δὲ αἰθέρας ψηλὰ ἁγιάζεται. Χαίροντας ὑποδέχεται ὁ οὐρανὸς τὴν ψυχή σου. Ἐσένα μὲ ἱεροὺς ὕμνους καὶ ὁλόφωτες λαμπάδες χαρούμενης γιορτῆς προϋπαντοῦνε οὐράνιες δυνάμεις, σχεδὸν λέγοντας «ποιὰ εἰν’ αὐτὴ ποῦ ἀνεβαίνει ἀνθισμένη στὰ λευκά, ποῦ προβάλλει σὰν αὐγή, ὄμορφη σὰν φεγγάρι, λαμπερὴ σὰν τὸν ἥλιο»; Πόσο ὀμόρφηνες, πόσο γλύκανες! Εἶσαι σὰν τὸ ἀγριολούλουδο, σὰν κρίνο μὲς στὰ ἀγκάθια, γι’αὐτὸ σ’ἀγάπησαν οἱ νεάνιδες, τρέχουν ξοπίσω ἀπ’τὸ ἄρωμά σου. Σ’ὁδήγησε ὁ Βασιλιὰς στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματά του» (Ἆσμα Ἀσμάτων). Ἐκεῖ σὲ περιτριγυρίζουν οἱ ἐξουσίες, σὲ δοξολογοῦν οἱ ἀρχές, σὲ ἀνυμνοῦν οἱ θρόνοι, χαίρονται ἀπορώντας τὰ χερουβείμ, δοξάζουν τὰ σεραφεὶμ ἐσένα ποὺ ἔγινες ἡ φυσικὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας χάρη στὴν πραγματικὴ φιλανθρωπία του. Γιατί δὲν ἀνέβηκες ὡς τὸν οὐρανὸ ὅπως ὁ Ἠλίας, οὔτε «ἀνηρπάγης» μέχρι τὸν τρίτο οὐρανὸ ὅπως ὁ Παῦλος (Β΄ Κόρ. 12,2). Ἀλλὰ ἔφτασες ὡς τὸν ἴδιο τὸ βασιλικὸ θρόνο τοῦ Υἱοῦ σου, ὅπου τὸν βλέπεις μὲ τὰ μάτια σου καὶ χαίρεσαι καὶ στέκεις δίπλα του, μὲ πολλὴ καὶ ἀνείπωτη παρρησία.
Εἶσαι γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ ὅλες τὶς ὑπερκόσμιες δυνάμεις ἄφατη εὐφροσύνη, γιὰ τοὺς πατριάρχες χαρὰ χωρὶς τέλος, γιὰ τοὺς δικαίους ἀνεκλάλητη εὐχαρίστηση, γιὰ τοὺς προφῆτες διαρκῆς ἀγαλλίαση! Τὸν κόσμο εὐλογεῖς, τὰ σύμπαντα ἁγιάζεις. Γιὰ τοὺς ἀποκαμωμένους εἶσαι ἀνάσα, γιὰ τοὺς πενθοῦντες παρηγοριά, γιὰ τοὺς ἀρρώστους γιατρειά, γιὰ τοὺς θαλασσοδαρμένους λιμάνι, γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς συγχώρεση, γιὰ τοὺς θλιμμένους καλοσυνάτο στήριγμα, γιὰ ὅσους σὲ ἀναζητοῦν ἡ πρόθυμη βοήθεια.
Στὸν τρίτο ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέει καὶ τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ γιὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου:
Σήμερα ἡ νοητὴ καὶ ἔμψυχη σκάλα, μὲ τὴν ὁποία ἀφοῦ κατέβηκε ὁ Ὕψιστος «φανερώθηκε πάνω στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» (Βαροὺχ 3, 38), χρησιμοποιώντας ὡς σκάλα τὸ θάνατό της μετέστη ἀπὸ τὴ γῆ στοὺς οὐρανούς.
Σήμερα ἡ ἐπίγεια τράπεζα, αὐτὴ ποὺ τὸν οὐράνιο ἄρτο τῆς ζωῆς, τὸν ἀναμμένο ἄνθρακα τῆς θεότητας χωρὶς γάμο κράτησε μέσα της, ἀπὸ τὴ γῆ ὑψώθηκε στὸν οὐρανό…Σήμερα ἀπὸ τὴν ἐπίγεια Ἱερουσαλὴμ μετατίθεται ἡ ἔμψυχη πόλη τοῦ Θεοῦ στὴν «ἄνω Ἱερουσαλήμ»… καὶ ἐγκαθίσταται στὴν ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων. Καὶ ἡ ἔμψυχη καὶ λογικὴ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου μεταναστεύει στὴν ἀνάπαυση τοῦ Υἱοῦ της…
«Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, ἀπὸ τὴν ἄφθονον ἐκείνην ἡλιοβολίαν τοῦ θείου φωτὸς ὀποῦ χαίρεσαι, παρισταμένη ἐκ δεξιῶν του μονογενοῦς σου Υἱοῦ, πέμψον ἐδῶ κάτω καὶ εἰς ἠμᾶς τοὺς εὐλαβεῖς δούλους σου μίαν μακαρὶαν ἀκτῖνα, ὀποῦ νὰ εἶναι καὶ φῶς εἰς τὸν ἐσκοτισμένον μας νοῦν καὶ φλόγα εἰς τὴν ψυχραμένην μας θέλησιν, διὰ νὰ βλέπωμεν νὰ περιπατοῦμεν σπουδαῖοι εἰς τὴν ὁδὸν τῶν θείων δικαιωμάτων. Ἡμεῖς, μετὰ Θεόν, εἰς ἐσὲ τοῦ Θεοῦ τὴν Μητέρα καὶ Μητέρα ἡμῶν ἔχομεν τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας· ἀπὸ σὲ ἐλπίζομεν τᾶς νίκας τῆς γαληνοτάτης Αὐθεντίας, τὰ τρόπαια τῶν Εὐσεβῶν Βασιλέων· τὴν στερέωσιν τῆς Ἐκκλησίας· τὴν ἀντίληψιν τοῦ Ὀρθοδόξου γένους· τὴν σκέπην τῆς εὐλαβοῦς του ταύτης πολιτείας, ὀποῦ εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἄμαχόν σου βοήθειαν. Ναί, Παναγία Παρθένε, ναί, Μαρία, ὄνομα ὀποῦ εἶναι ἡ χαρά, ἡ παρηγορία, τὸ καύχημα τῶν Χριστιανῶν· δέξου τὴν νηστείαν καὶ παράκλησιν τῶν ἁγίων τούτων ἡμερῶν, ὀποῦ ἐκάμαμε εἰς τιμήν σου, ὡς θυμίαμα εὐπρόσδεκτον· καὶ ἀξίωσόν μας, καθὼς ἐδῶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν εὐλαβῶς ἀσπαζόμεθα τὴν ἁγίαν καὶ θαυματουργὸν ταύτην εἰκόνα, ἔτζι καὶ ἐκεῖ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὸ τὸ μακάριόν σου πρόσωπον, τὸ ὁποῖον νὰ προσκυνοῦμεν σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰώνας».(Ἠλίας Μηνιάτης).
Πηγή: Ἴδρυμα Νεότητος καί Οἰκογενείας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν

Πατερικά άνθη στην κοίμηση της Θεοτόκου



Ο Αύγουστος είναι ο μήνας της Παναγίας μας. Όλοι οι πιστοί καταφεύγουμε με τις θαυμάσιες «Παρακλήσεις» στη Χάρη της και νοιώθουμε, ανάλογα με την πίστη μας, τη βοήθειά της και την παρουσία της στη ζωή μας.
Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος
Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Άγιον Όρος
Η φράση του Απολυτικίου της εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου» «ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε» επαληθεύεται διαρκώς στη ζωή της Εκκλησίας και επιβεβαιώνεται καθημερινά από την προσωπική εμπειρία μας. Δεν μας εγκατέλειψε αναχωρώντας με τον θάνατο από τον κόσμο. Είναι μαζί μας, με τα θαύματα που επιτελεί με τη μεσολάβησή της στον Υιό και Θεό της χάριν εκείνων οι οποίοι ζητούν ταπεινά και με πίστη τις πανίσχυρες πρεσβείες της.
Ως έκφραση θερμής ευγνωμοσύνης για την πολυποίκιλη βοήθειά της στον καθένα μας προσωπικά, και γενικότερα στον φιλόχριστο και θεοτοκόφιλο λαό μας, παραθέτουμε λίγα πνευματικά άνθη από θαυμάσιες ομιλίες στην εορτή της κοιμήσεως ορισμένων αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας.
«Ὤ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς πρός τήν ζωήν διά μέσου θανάτου μετάγεται», αναφωνεί ο ιερός Δαμασκηνός…
«Τί τοίνυν τό περί σέ τοῦτο μυστήριον ὀνομάσωμεν· θάνατον; ἀλλά καί φυσικῶς ἡ πανίερος καί μακαρία σου ψυχή τοῦ πανολβίου καί ἀκηράτου σου χωρίζεται σώματος, ὅμως οὐκ ἐναπομένει τῷ θανάτῳ οὐδ’ ὑπό τῆς φθορᾶς διαλύεται. Ἧς γάρ τικτούσης ἀλώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης ἀδιάλυτον τό σῶμα πεφύλακται καί πρός κρείττονα καί θειοτέραν σκηνήν μετατίθεται».
Ω πώς εκείνη που γέννησε την Πηγή της ζωής μεταφέρεται διά μέσου του θανάτου προς την ζωή! Να ονομάσουμε θάνατο αυτό το μυστήριο που συμβαίνει με σε; Αλλ’ εάν και εχωρίσθη η παναγία και μακαρία ψυχή σου από το πανευτυχές και αμόλυντο σώμα σου, όπως συμβαίνει με τον θάνατο κάθε ανθρώπου, όμως το σώμα σου δεν παραμένει μόνιμα στον θάνατο, ούτε διαλύεται από την φθορά. Διότι αυτής της οποίας η παρθενία έμεινε άθικτη, όταν γεννούσε τον θεάνθρωπο, αυτής και το σώμα, όταν ήλθε η ώρα να αναχωρήσει από τον παρόντα κόσμο, φυλάχθηκε αδιάλυτο και μετετέθη προς καλυτέρα και θειοτέρα ζωή (PG 96, 713-716).
«Σέ τάφος ἔχειν οὐ δύναται», προσθέτει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης …
«Ἅδης κρατεῖν οὐκ ἰσχύει σου… Ἄπιθι τοίνυν, ἄπιθι σύν εἰρήνῃ. Μεταναστεύου τῶν ἐν τῇ κτίσει μονῶν· ἐξιλάσκου τόν Κύριον ὑπέρ τοῦ κοινοῦ πλάσματος».
Δεν μπορεί να σε κρατήσει ο τάφος. Δεν έχει δύναμη να σε έχει φυλακισμένη ο Άδης… Φύγε λοιπόν, φύγε ειρηνική. Αναχώρησε από τις γήινες διαμονές και ικέτευε και εξιλέωνε τον Κύριο για όλους εμάς τους συνανθρώπους σου. (PG 97, 1100).
«Ὅν τρόπον καί ὁ σός Υἱός καί πάντων Θεός», συμπληρώνει ο άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «… τοῦ ὁμοίου σαρκικῶς ἀπεγεύσατο θανάτου· παραδοξάσας δηλαδή, κατά τόν ἴδιον αὐτοῦ καί ζωοποιόν τάφον καί τό σόν τῆς κοιμήσεως ζωοπαράδεκτον μνῆμα· ὥστε ἀμφοτέρων σώματα μέν ἀφαντάστως ὑποδεξαμένων, διαφθοράν δέ μηδαμῶς ἐνεργησάντων. Οὐδέ γάρ ἐνεδέχετό σε θεοχώρητον οὖσαν ἀγγεῖον, τῆς ἀναλύσεως νεκροφθόρῳ διαρρυῆναι χοΐ: Ἐπειδή γάρ ὁ κενωθείς ἐν σοί, Θεός ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καί ζωή προαιώνιος, καί τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς σύνοικον ἔδει τῆς Ζωῆς γεγονέναι…».
Όπως δηλαδή ο Υιός σου και Θεός των όλων εγεύθη κατά την σάρκα του τον ίδιο θάνατο και όπως δόξασε τον δικό του ζωοποιό τάφο, έτσι δόξασε και το δικό σου μνήμα, που εδέχθη κατά την κοίμησή σου Σε την Μητέρα της ζωής. Και οι δύο τάφοι δέχθηκαν μεν, χωρίς να φαντάζονται, κάτι ξεχωριστό, τα σώματα και των δύο, αλλά δεν ενήργησαν καμιά διαφθορά σ’ αυτά. Διότι δεν ήταν δυνατόν συ που ήσουν δοχείο που εχώρησε τον Θεό να διαλυθείς στο χώμα της νεκρώσεως. Επειδή Αυτός που εταπεινώθη και εκυοφορήθη μέσα σου ήταν εξ αρχής Θεός και ζωή προαιώνιος, έπρεπε και συ, η Μητέρα της Ζωής, να γίνεις σύνοικος με την Ζωή, με τον Υιό σου, στα ουράνια (PG 98, 345-8).
Το σώμα της υπεραγίας Θεοτόκου, σημειώνει και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «μικρόν παραμεῖναν τῇ γῇ καί αὐτό συναπῆλθε… Καί τοίνυν ἐδέξατο μέν ὁ τάφος ἐπί μικρόν, ἐξεδέχετο δέ καί ὁ οὐρανός τήν καινήν γῆν ἐκείνην, τό πνευματικόν σῶμα… τό ἁγιώτερον ἀρχαγγέλων».
Το ιερό σώμα της, αφού παρέμεινε για λίγο στη γη, έφυγε κατόπιν κι αυτό στους ουρανούς με την ψυχή της. Δέχθηκε λοιπόν το σώμα της ο τάφος για μικρό χρονικό διάστημα, δέχθηκε δε τελικώς και ο ουρανός το σώμα της, την καινή εκείνη γη, που ανεκαινίσθη από τον Υιό και Θεό της που κατοίκησε μέσα της, το πνευματικό και άγιο εκείνο σώμα… που είναι αγιότερο από τους αρχαγγέλους («Η Θεομήτωρ», έκδοση Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, Αθήναι 1968, σελ. 214-216).
«Μόνη αὕτη νῦν μετά τοῦ θεοδοξάστου σώματος σύν τῷ Υἱῷ τόν οὐράνιον ἔχει χῶρον», τονίζει και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς· «οὐ γάρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καί τάφος καί θάνατος ζωαρχικόν σῶμα καί θεοδόχον».
Μόνη η Θεοτόκος τώρα, προ της Δευτέρας δηλαδή Παρουσίας, βρίσκεται με το θεοδόξαστο σώμα της μαζί με τον Υιό της στον ουράνιο Παράδεισο. Διότι δεν μπορούσαν να κρατούν παντοτινά η γη, ο τάφος και ο θάνατος το σώμα εκείνο, που έγινε δοχείο του Θεού και πηγή της Ζωής (PG 151, 465).
Ας την ικετεύουμε να ενθυμείται και εμάς εκεί στη δόξα της την ανέκφραστη και να πρεσβεύει και υπέρ ημών στον παντοκράτορα Υιό της.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας για την Κοίμηση της Θεοτόκου


Το γεγονός της Κοιμήσεως ή Μεταστάσεως της Θεοτόκου, όπως ήταν φυσικό, δεν ενέπνευσε μόνο τους μεγάλους υμνογράφους και αγιογράφους, αλλά και πολλούς Πατέρες της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αφιέρωσαν σ’αυτό είτε ειδικές Ομιλίες είτε αποσπάσματα – αναφορές. Άλλωστε δεν ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά. Στο πάνσεπτο πρόσωπο της Παναγίας «νενίκηνται της φύσεως οι όροι» σε πολλές φάσεις της ζωής της: Ούσα Παρθένος γέννησε τον Ιησού Χριστό, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Έμεινε Παρθένος πριν, κατά και μετά τη γέννησή Του. Είναι αειπάρθενος. Και όταν ως άνθρωπος απέθανε και τότε νικήθηκαν «της φύσεως οι όροι», αφού «τάφος και νέκρωσις» δεν την κράτησαν στη γη, διότι «ως ζωής Μητέρα, προς την ζωήν μετέστησεν, ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
Η φράση του Απολυτίκιου της εορτής της «Κοιμήσεως της Θεοτόκου»
«ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε»
επαληθεύεται διαρκώς στη ζωή της Εκκλησίας και επαληθεύεται καθημερινά από την προσωπική εμπειρία μας. Δεν μας εγκατέλειψε αναχωρώντας με τον θάνατο από τον κόσμο. Είναι μαζί μας, με τα θαύματα που επιτελεί με τη μεσολάβησή της στον Υιό και Θεό της χάριν εκείνων οι οποίοι ζητούν ταπεινά και με πίστη τις πανίσχυρες πρεσβείες της.
Ως έκφραση θερμής ευγνωμοσύνης για την πολυποίκιλη βοήθειά της στον καθένα μας προσωπικά, και γενικώτερα στον φιλόχριστο και θεοτοκόφιλο λαό μας, παραθέτουμε λίγα πνευματικά άνθη οπό θαυμάσιες ομιλίες στην εορτή της Κοιμήσεως ορισμένων αγίωων Πατέρων της ᾿Εκκλησίας πατέρων της εκκλησίας μας.
«Ω πώς η πηγή της ζωής προς την ζωήν δια μέσου θανάτου μετάγεται», αναφωνεί ο ιερός Δαμασκηνός…
«Τί τοίνυν τό περί σέ τοῦτο μυστήριον ὀνομάσωμεν· θάνατον; ἀλλά καί φυσικῶς ἡ πανίερος καί μακαρία σου ψυχή τοῦ πανολβίου καί ἀκηράτου σου χωρίζεται σώματος, ὅμως οὐκ ἐναπομένει τῷ θανάτῳ οὐδ᾿ ὑπό τῆς φθορᾶς διαλύεται. ῟Ης γάρ τικτούσης ἀλώβητος ἡ παρθενία μεμένηκε, ταύτης μεθισταμένης ἀδιάλυτον τό σῶμα πεφύλακται καί πρός κρείττονα καί θειοτέραν σκηνήν μετατίθεται».
Ω πώς εκείνη που γέννησε την Πηγή της ζωής μεταφέρεται δια μέσου του θανάτου προς τήν ζωή! Να ονομάσουμε θάνατο αυτό το μυστήριο που συμβαίνει με σε; Αλλ᾿ εάν και χωρίσθηκε η παναγία και μακαρία ψυχή σου από το πανευτυχές και αμόλυντο σῶμα σου, όπως συμβαίνει με τον θάνατο κάθε ανθρώπου, όμως το σώμα σου δεν παραμένει μόνιμα στον θάνατο, ούτε διαλύεται από την φθορά. Διότι αυτής της οποίας η παρθενία έμεινε άθικτη, όταν γεννούσε τον Θεάνθρωπο, αυτής και το σώμα, όταν ήλθε ἡ ώρα νά αναχωρήσει ἀπό τον παρόντα κόσμο, φυλάχτηκε αδιάλυτο και μετετέθη προς καλυτέρα και θειοτέρα ζωή (ΡG 96, 713-716).
«Σέ τάφος ἔχειν οὐ δύναται», προσθέτει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης…
«῞Αδης κρατεῖν οὐκ ἰσχύει σου… ῎Απιθι τοίνυν, ἄπιθι σύν εἰρήνῃ. Μεταναστεύου τῶν ἐν τῇ κτίσει μονῶν· ἐξιλάσκου τόν Κύριον ὑπέρ τοῦ κοινοῦ πλάσματος».
Δεν μπορεί να σε κρατήσει ο τάφος. Δεν έχει δύναμη να σε έχει φυλακισμένη ο῎Αδης… Φύγε λοιπόν, φύγε ειρηνική. Αναχώρησε από τς γήινες διαμονές και ικέτευε και ἐξιλέωνε τον Κύριο για όλους εμάς τους συνανθρώπους σου. (ΡG 97, 1100).
«῞Ον τρόπον καί ὁ σός Υἱός καί πάντων Θεός», συμπληρώνει ο άγιος Γερμανός, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, «τοῦ ὁμοίου σαρκικῶς ἀπεγεύσατο θανάτου· παραδοξάσας δηλαδή, κατά τόν ἴδιον αὐτοῦ καί ζωοποιόν τάφον καί τό σόν τῆς κοιμήσεως ζωοπαράδεκτον μνῆμα· ὥστε ἀμφοτέρων σώματα μέν ἀφαντάστως ὑποδεξαμένων, διαφθοράν δέ μηδαμῶς ἐνεργησάντων. Οὐδέ γάρ ἐνεδέχετό σε θεοχώρητον οὖσαν ἀγγεῖον, τῆς ἀναλύσεως νεκροφθόρῳ διαρρυῆναι χοΐ· ᾿Επειδή γάρ ὁ κενωθείς ἐν σοί, Θεός ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, καί ζωή προαιώνιος, καί τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς σύνοικον ἔδει τῆς Ζωῆς γεγονέναι…».
῞ Όπως δηλαδή ο Υιός σου και Θεός των ήλων γεύθηκε κατά την σάρκα του τον ίδιο θάνατο και όπως δόξασε τον δικό του ζωοποιό τάφο, έτσι δόξασε και το δικό σου μνήμα, που εδέχθη κατά την κοίμηση σου Σε την Μητέρα της ζωής. Και οι δύο τάφοι δέχθηκαν μεν, χωρίς να φαντάζονται, κάτι ξεχωριστό, τα σώματα και των δύο, αλλά δεν ενήργησαν καμιά διαφθορά σ᾿ αυτά. Διότι δεν ήταν δυνατόν συ που ήσουν δοχείο που χώρεσε τόν Θεό να διαλυθείς στο χώμα της νεκρώσεως. Επειδή Αυτός που ταπεινώθηκε και κυοφορήθηκε μέσα σου ήταν ἐξ αρχής Θεός και ζωή προαιώνιος, έπρεπε και συ, η Μητέρα της Ζωής, να γίνεις σύνοικος με την Ζωή, με τον Υιό σου, στα ουράνια (ΡG 98, 345-8).
Το σώμα της υπεραγίας Θεοτόκου, σημειώνει και ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, «μικρόν παραμεῖναν τῇ γῇ καί αὐτό συναπῆλθε… Καί τοίνυν ἐδέξατο μέν ὁ τάφος ἐπί μικρόν, ἐξεδέχετο δέ καί ὁ οὐρανός τήν καινήν γῆν ἐκείνην, τό πνευματικόν σῶμα… τό ἁγιώτερον ἀρχαγγέλων».
Το ιερό σώμα της, αφού παρέμεινε για λίγο στη γη, έφυγε κατόπιν κι αυτό στους ουρανούς με την ψυχή της. Δέχθηκε λοιπόν το σώμα της ο τάφος για μικρό χρονικό διάστημα, δέχθηκε δε τελικώς και ο ουρανός το σώμα της, την καινή εκείνη γη, που ανακαινίσθηκε από τον Υιό και Θεό της που κατοίκησε μέσα της, το πνευματικό και άγιο εκείνο σώμα… που είναι αγιώτερο από τους αρχαγγέλους («῾Η Θεομήτωρ», ἔκδοσις ῾Ιεροῦ ῾Ιδρύματος Εὐαγγελιστρίας Τήνου, ᾿Αθῆναι 1968, σελ. 214-216).
«Μόνη αὕτη νῦν μετά τοῦ θεοδοξάστου σώματος σύν τῷ Υͺἱῶ τόν οὐράνιον ἔχει χῶρον», τονίζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς· «οὐ γάρ εἶχε κατέχειν εἰς τέλος γῆ καί τάφος καί θάνατος ζωαρχικόν σῶμα καί θεοδόχον».
Μόνη η Θεοτόκος τώρα, προ της Δευτέρας δηλαδή Παρουσίας, βρίσκεται με το θεοδόξαστο σώμα της μαζί με τον Υιό της στον ουράνιο Παράδεισο. Διότι δένω μπορούσαν να κρατούν παντοτεινά η γη, ο τάφος και ο θάνατος το σώμα εκείνο, που έγινε δοχείο του Θεού και πηγή της Ζωής (ΡG 151, 465).
Μεταξύ των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (8ος αιώνας) αφιέρωσε στην Κοίμηση της Θεοτόκου τρία σπουδαία Εγκώμια, από τα οποία παραθέτουμε σε απόδοση στη νεοελληνική τα επόμενα αποσπάσματα:
Ω, πως η πηγή της ζωής πεθαίνοντας πηγαίνει προς τη ζωή! Ω, πως εκείνη που γεννώντας ξεπέρασε τους νόμους της φύσεως, τώρα υποτάσσεται στη φυσική τάξη και δέχεται θάνατο το αμόλυντο σώμα! Διότι πρέπει αυτό, αφού αφήσει κάτω το θνητό, να περιβληθεί την αθανασία, αφού και ο Κύριός της δεν αρνήθηκε την πείρα του θανάτου. Γιατί πέθανε σωματικά και με τον θάνατό του καταργεί το θάνατο και στη φθορά χαρίζει την αφθαρσία και τη νέκρωση την κάνει πηγή αναστάσεως. Ώ, πως την ιερή ψυχή, καθώς αποχωρίζεται από το σώμα που δέχτηκε τον Θεό, την υποδέχεται με τα ίδια του τα χέρια ο Δημιουργός του παντός , τιμώντας καθώς πρέπει εκείνην, που ενώ κατά την φύση της ήταν δούλη, σύμφωνα με το ανεξερεύνητο πέλαγος της φιλανθρωπίας του και κατά το σχέδιό του την έκανε Μητέρα του, και σαρκώθηκε αληθινά κι όχι ψεύτικα. Γιατί παρακολουθούσαν, όπως λέει η Παράδοση, τα παριστάμενα τάγματα των αγγέλων και περίμεναν τον αποχωρισμό σου από τους ανθρώπους.
Ώ, τι ωραιότατη εκδημία, που χαρίζει τη συνάντηση και παραμονή κοντά στον Θεό! Γιατί, παρόλο που ο Θεός σ’όλους τους αφοσιωμένους σ’αυτόν και τους θεοφόρους ανθρώπους έχει χαρίσει αυτό το δώρο – ναι, έχει χαριστεί και το πιστεύουμε – όμως η διαφορά μεταξύ δούλων του Θεού και Μητέρας είναι άπειρη. Επομένως πώς να ονομάσουμε αυτό το μυστήριο που σου συμβαίνει θάνατο; Αν και κατά τρόπο φυσικό η πανίερη και μακάρια ψυχή σου χωρίζεται από το τρισευλογημένο και άσπιλο σώμα και το σώμα σου παραδίνεται στην καθιερωμένη ταφή, εντούτοις δεν μένει νεκρό και δεν διαλύεται από την φθορά. Της Παναγίας η Παρθενία έμεινε απείραχτη όταν γεννούσε, όταν η ίδια έφευγε από την παρούσα ζωή το σώμα της διατηρήθηκε αδιάλυτο και ανεβαίνει σε πολύ ανώτερη και πιο θεϊκή ζωή, που δεν την διακόπτει ο θάνατος, αλλά συνεχίζει να υπάρχει στους ατέλειωτους αιώνες (Εγκώμιον Α΄ εις την Κοίμησιν, § 10).
Και συνεχίζοντας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο ίδιο Εγκώμιο ( § 11) λέει και τα εξής:
Σε μετέφεραν από τη γή στον ουρανό άγγελοι μαζί με αρχαγγέλους. Βλέποντας την άνοδό σου τρόμαξαν τα ακάθαρτα πνεύματα που βρίσκονται μεταξύ γής και ουρανού. Κατά τη διάβασή σου αυτή ο μεν αέρας ευλογείται, ο δε αιθέρας ψηλά αγιάζεται. Χαίροντας υποδέχεται ο ουρανός την ψυχή σου. Εσένα με ιερούς ύμνους και ολόφωτες λαμπάδες χαρούμενης γιορτής προϋπαντούνε ουράνιες δυνάμεις, σχεδόν λέγοντας «ποιά ειν’ αυτή που ανεβαίνει ανθισμένη στα λευκά, που προβάλλει σαν αυγή, όμορφη σαν φεγγάρι, λαμπερή σαν τον ήλιο»; Πόσο ομόρφηνες, πόσο γλύκανες! Είσαι σαν το αγριολούλουδο, σαν κρίνο μες στα αγκάθια, γι’αυτό σ’αγάπησαν οι νεάνιδες, τρέχουν ξοπίσω απ’το άρωμά σου. Σ’οδήγησε ο Βασιλιάς στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του» (Άσμα Ασμάτων). Εκεί σε περιτριγυρίζουν οι εξουσίες, σε δοξολογούν οι αρχές, σε ανυμνούν οι θρόνοι, χαίρονται απορώντας τα χερουβείμ, δοξάζουν τα σεραφείμ εσένα που έγινες η φυσική Μητέρα του Κυρίου μας χάρη στην πραγματική φιλανθρωπία του. Γιατί δεν ανέβηκες ως τον ουρανό όπως ο Ηλίας, ούτε «ανηρπάγης» μέχρι τον τρίτο ουρανό όπως ο Παύλος (Β΄ Κορ. 12,2). Αλλά έφτασες ως τον ίδιο το βασιλικό θρόνο του Υιού σου, όπου τον βλέπεις με τα μάτια σου και χαίρεσαι και στέκεις δίπλα του, με πολλή και ανείπωτη παρρησία.
Είσαι για τους αγγέλους και όλες τις υπερκόσμιες δυνάμεις άφατη ευφροσύνη, για τους πατριάρχες χαρά χωρίς τέλος, για τους δικαίους ανεκλάλητη ευχαρίστηση, για τους προφήτες διαρκής αγαλλίαση! Τον κόσμο ευλογείς, τα σύμπαντα αγιάζεις. Για τους αποκαμωμένους είσαι ανάσα, για τους πενθούντες παρηγοριά, για τους αρρώστους γιατρειά, για τους θαλασσοδαρμένους λιμάνι, για τους αμαρτωλούς συγχώρεση, για τους θλιμμένους καλοσυνάτο στήριγμα, για όσους σε αναζητούν η πρόθυμη βοήθεια.
Στον τρίτο εγκωμιαστικό λόγο του ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει και τα εξής χαρακτηριστικά για την Κοίμηση της Θεοτόκου:
Σήμερα η νοητή και έμψυχη σκάλα, με την οποία αφού κατέβηκε ο Ύψιστος «φανερώθηκε πάνω στη γή και συναναστράφηκε με τους ανθρώπους» (Βαρούχ 3, 38), χρησιμοποιώντας ως σκάλα το θάνατό της μετέστη από τη γή στους ουρανούς.
Σήμερα η επίγεια τράπεζα, αυτή που τον ουράνιο άρτο της ζωής, τον αναμμένο άνθρακα της θεότητας χωρίς γάμο κράτησε μέσα της, από τη γή υψώθηκε στον ουρανό…Σήμερα από την επίγεια Ιερουσαλήμ μετατίθεται η έμψυχη πόλη του Θεού στην «άνω Ιερουσαλήμ»… και εγκαθίσταται στην εκκλησία των πρωτοτόκων. Και η έμψυχη και λογική κιβωτός του Κυρίου μεταναστεύει στην ανάπαυση του Υιού της…
Πέθανε η πηγή της ζωής, η Μητέρα του Κυρίου μου! Γιατί έπρεπε, αυτό που απαρτίστηκε από γή, να ξαναγυρίσει στη γή κι έτσι να μεταφερθεί ψηλά στον ουρανό. Αφού πήρε από τη γή την άφθαρτη ζωή, την οποία και της ξαναδώρισε, με την κατάθεση του σώματός της σ’αυτήν. Διότι έπρεπε, όπως το χρυσάφι στο χωνευτήρι, αφού αποβάλει τα άχρηστα και το βάρος της θαμπής θνητότητας, να υψώσει από τον τάφο το σώμα της άφθαρτο και αμόλυντο, για να λάμπει στο φως της αθανασίας» (§ 2,3).
Ιδιαίτερα λυρικό και βαθύτατα θεολογικό είναι και το «Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της αγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου» του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου (§ 759 – 826). Να δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
Τώρα λοιπόν, κλείνοντας η Θεοτόκος τα μάτια του σώματος της, ανοίγει σ’εμάς τα νοητά της μάτια σαν λαμπερά και μεγάλα αστέρια. Αυτά που ποτέ δεν έδυσαν, γιατί αγρυπνούν ώστε να παρακαλούν το πρόσωπο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Τώρα που τα θεοκίνητα χείλη της σώπασαν και δεν μιλούν πιά, ανοίγει διάπλατα το στόμα της για να πρεσβεύει για όλους τους ανθρώπους. Τώρα που μάζεψε τις γήινες αλλά θεοφόρες παλάμες της, τις εμφανίζει αφθαρτοποιημένες και υψωμένες προς τον Θεό, ικετεύοντας για όλη την οικουμένη. Αφού τώρα απέκρυψε το φυσικό και σαν τον ήλιο πρόσωπό της, ακτινοβολεί με τη φιλοτεχνημένη εικόνα της και την προβάλλει στα πλήθη για να την ασπασθούν με ευγνώμονη σχετική προσκύνηση, έστω και αν δεν το θέλουν οι αιρετικοί. Έχοντας μεταστεί στα ουράνια η πάναγνη περιστέρα, δεν σταματά να προστατεύει τα επίγεια. Παρόλο που βγήκε από το σώμα, πνευματικά είναι μαζί μας. Μπαίνοντας στους ουρανούς, εξοστρακίζει τους δαίμονες και μεσιτεύει στον Κύριο (§ 2).
Και συνεχίζει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:
Όταν σκέπτομαι το μεγαλείο της μεταστάσεώς σου, Παρθένε, τρομάζει από δέος το πνεύμα μου. Όταν αναλογίζομαι το θαύμα της κοιμήσεώς σου, απορεί το μυαλό μου. Όταν διηγείται το μυστήριο της εκ νέου ζωής σου, δένεται η γλώσσα μου. Γιατί ποιός είναι εκείνος που θα μπορούσε να κάνει ώστε να ακουστούν επάξια όλοι οι έπαινοί σου, να περιγράψει όλα τα θαύματά σου; Ποιός νους υψιπέτης θα τα διακηρύξει; Ποιά γλώσσα γλαφυρή θα πει τα σχετικά μ’εσένα, θα παραστήσει τα δικά σου, θα προβάλλει τα λόγια σου, ή θα περιγράψει τις θαυμάσιες τελετές, πανηγύρεις, εορτές, διηγήσεις, εγκώμια, αφού και για το παρόν μυστήριο (της κοιμήσεώς σου) αδυνατεί να το πράξει, αποτυχαίνει, επικρίνεται;
Διότι ακριβώς υπερέχεις, υπερτερείς, είσαι ασύγκριτα ανώτερη στο ύψος και το μέγεθος από τον ανώτατο πόλο, στην αγνότητα από τη λάμψη του φωτός του ήλιου, στην οικείωση της παρρησίας από την αγγελική τάξη και γενικά από όλη την άϋλη και λογική ουσία των νοητών και νοερών δυνάμεων (§ 5).
Σχετικά με την αναγκαιότητα της Κοιμήσεως, άλλος μεγάλος άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας, Νικόλαος ο Καβάσιλας (1322 – 1391/96 περίπου), στην Ομιλία του «Εις την πάνδοξον Κοίμησιν της Υπεραγίας δεσποίνης ημών και παναχράντου Θεοτόκου» γράφει χαρακτηριστικά (§ 12):
Ήταν ανάγκη να χωριστεί η πανάγια αυτή ψυχή από το υπεράγιο εκείνο σώμα. Χωρίζεται βέβαια και ενώνεται με την ψυχή του Υιού της, ενώνεται το δεύτερο φως με το πρώτο. Αλλά και το σώμα της, αφού παρέμεινε για λίγο στη γή, έφυγε κι αυτό μαζί με την ψυχή της. Γιατί έπρεπε να διαβεί απ’ όλους τους δρόμους απ’ τους οποίους πέρασε και ο Σωτήρας, να λάμψει στους ζωντανούς και τους νεκρούς και με όλα αυτά να εξαγιάσει την (ανθρώπινη) φύση και να πάρει κατόπιν τη θέση που της αρμόζει. Έτσι λοιπόν δέχθηκε το σώμα της για λίγο ο τάφος, αλλά δέχθηκε και ο ουρανός την καινή εκείνη γή, το πνευματικό σώμα, το θησαυρό της ζωής μας, που είναι σεμνότερο απ’ τους αγγέλους και αγιώτερο απ’ τους αρχαγγέλους. Έτσι ξαναδόθηκε ο θρὀνος στο βασιληά, ο παράδεισος στο ξύλο της ζωής, ο δίσκος στο φώς, το δέντρο στον καρπό, η Μητέρα στον Υιό, αντιπρόσωπος του ανθρώπινου γένους καθόλα άξια.
Και τέλος, ο άγιος Μάρκος, επίσκοπος Εφέσου, ο Ευγενικός (1392-1444/45), σε μια αποστροφή λόγου του λέει τα εξής χαρακτηριστικά:
Νέκρωσιν η της ζωής μητέρα δέχεται, και τάφῳ τεθείσα, μετά τρίτην ημέραν ευκλεώς εξανίσταται εις αιώνας τῳ Υιῷ συμβασιλεύουσα και αιτούσα την των πταισμάτων υμών άφεσιν.

“Κεχαριτωμένη, Δεδοξασμένη, Παντάνασσα, από την άφθονον εκείνην ηλιοβολίαν του θείου φωτός οπού χαίρεσαι, παρισταμένη εκ δεξιών του μονογενούς σου Υιού, πέμψον εδώ κάτω και εις ημάς τους ευλαβείς δούλους σου μίαν μακαρίαν ακτίνα, οπού να είναι και φως εις τον εσκοτισμένον μας νουν και φλόγα εις την ψυχραμένην μας θέλησιν, διά να βλέπωμεν να περιπατούμεν σπουδαίοι εις την οδόν των θείων δικαιωμάτων. Ημείς, μετά Θεόν, εις εσέ του Θεού την Μητέρα και Μητέρα ημών έχομεν την ελπίδα της σωτηρίας μας· από σε ελπίζομεν τας νίκας της γαληνοτάτης Αυθεντίας, τα τρόπαια των Ευσεβών Βασιλέων· την στερέωσιν της Εκκλησίας· την αντίληψιν του Ορθοδόξου γένους· την σκέπην της ευλαβούς του ταύτης πολιτείας, οπού είναι αφιερωμένη εις την άμαχόν σου βοήθειαν. Ναι, Παναγία Παρθένε, ναι, Μαρία, όνομα οπού είναι η χαρά, η παρηγορία, το καύχημα των Χριστιανών· δέξου την νηστείαν και παράκλησιν των αγίων τούτων ημερών, οπού εκάμαμε εις τιμήν σου, ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον· και αξίωσόν μας, καθώς εδώ εις την Εκκλησίαν ευλαβώς ασπαζόμεθα την αγίαν και θαυματουργόν ταύτην εικόνα, έτζι και εκεί εις τον Παράδεισον να ιδούμεν αυτό το μακάριόν σου πρόσωπον, το οποίον να προσκυνούμεν συν τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι, εις τους απεράντους αιώνας”.(Hλίας Μηνιάτης)

πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου