Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Δογματική αξία του όρου "Θεοτόκος"


Η Θεοτόκος κρατώντας τον Υιό της. Ψηφιδωτό στο ναό της Αγίας Σοφίας
Ο όρος Θεοτόκος, για την Ορθόδοξη Εκκλησία, "είναι κάτι παραπάνω από ένα όνομα ή ένα τιμητικό τίτλο. Είναι μάλλον ένας δογματικός ορισμός σε μια μονάχα λέξι" και "διακριτικό σημάδι της Ορθοδοξίας ακόμη και πριν από τη σύνοδο της Εφέσου" (431)[103]. Ήδη από τον 4ο αιώνα, ο άγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός προειδοποιεί: "Εάν ένας δεν αναγνωρίζη τη Μαρία σαν Θεοτόκο είναι αποξενωμένος απ' το Θεό"[104]. Ασφαλώς, από πλευράς Οικουμενικής επικυρώσεως, "πρώτη η εν Εφέσω Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος...κατακρίνασα το φρόνημα του Νεστορίου, κατά το οποίον η αγία Παρθένος υπήρξεν ανθρωποτόκος...ανεκήρυξε «την αγίαν Παρθένον Θεοτόκον...»" και την "ονομασίαν ταύτην της μητρός του Κυρίου επανέλαβεν...και η εν Χαλκηδόνι Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος"[105] (βλ. περισσότερα στα άρθρα: Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος και Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος).
Ο Νεστόριος, από τη στιγμή που απέρριπτε την έννοια της Θεοτοκίας, αυτομάτως θεωρούσε πως η ένωση των δύο φύσεων του Χριστού συνέβαινε σε ένα βουλητικό-ηθικό επίπεδο και όχι ουσιαστικό. Δεν πίστευε στην πλήρη ένωση της ανθρώπινης φύσης με την θεία, αλλά θεωρούσε ότι ο Λόγος πήγε και ενοίκησε σε μια ανθρώπινη υπόσταση[106]. Όμως, η διδασκαλία αυτή ουσιαστικά θα καθιστούσε "ανώφελη" την ενανθρώπηση του Λόγου, αφού κανένα εχέγγυο δε θα δινόταν για την ανάσταση καθώς δεν εξασφαλίζεται η θεραπεία της κτιστής ανθρώπινης φύσης[107]. Αντίθετα, η πρόσληψη της φθαρτής φύσης μας από τον Χριστό-Λόγο[108], η "ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού και η διατήρηση της ετερότητας τους σημαίνουν ότι η θεότητα παρέχει τον αγιασμό και την αφθαρσία στην κτιστή ανθρώπινη φύση"[109]. Έτσι, η Μαρία, λαμβάνει τον τίτλο της Θεοτόκου επειδή "γεννάει τον σαρκωμένο Θεό και όχι θεοφόρο άνθρωπο"[110] και λαμβάνει την υψηλότερη θέση ανάμεσα στα κτιστά όντα όχι διότι προηγείται η εξουσία κάποιας "θεάς" ή κάποιας αυτοδύναμης φυσικής θεότητας, αλλά διότι ένας άνθρωπος γίνεται το όργανο για την επιτέλεση του σχεδίου της θείας οικονομίας, που είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους[111].
Στο παραπάνω πλαίσιο, εντάσσεται και η λεγόμενη περί Ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία η οποία αναπτύχθηκε από την αρχαία εκκλησία και εξής. Πρόκειται για τον αντιθετικό παραλληλισμό ανάμεσα στην ανυπάκουη παρθένο την Εύα, και την Μαρία η οποία εξάλειψε την ανυπακοή, της «προμήτορος Εύας το σφάλμα ανορθώσασα»[112], και ανάμεσα στον Αδάμ από τον οποίο εισήλθε η φθορά στην ανθρώπινη φύση και τον Χριστό ο οποίος προσλαμβάνει και θεραπεύει την φθαρτότητα[113]. Η διδασκαλία αυτή, η οποία διατυπώνεται από τους Ιγνάτιο και Ειρηναίο, παραλαμβάνεται κατόπιν από τον Τερτυλλιανό. Παρόμοιες ιδέες αναπτύσσει και ο Επιφάνιος και αργότερα ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ο οποίος παραλληλίζει πλέον την Εύα με την Εκκλησία, λέγοντας ότι από τον Αδάμ προήλθε η Εύα και από τον Χριστό η Εκκλησία[114].
Ο όρος Θεοτόκος χρησιμοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της εκκλησιαστικής συνειδήσεως αρκετά νωρίς, μαρτυρούμενος κατά το πρώτο μισό του 3ου αιώνα "υπό του Ωριγένους και του Ιππολύτου Ρώμης ως όρος ήδη της παραδόσεως"[115]. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε "πλατειά από τους Πατέρες του τετάρτου αιώνος" όταν καταφέρονταν ενάντια στον Νεστόριο και τους οπαδούς του, οι οποίοι δίδασκαν ενάντια στην Ιερά Παράδοση[116] χρησιμοποιώντας για τη Μαρία τους όρους ανθρωποτόκος και χριστοτόκος[117]. Αν και η λέξη Θεοτόκος δεν υπάρχει μέσα στην Αγία Γραφή, αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία καινοτόμησε και επέβαλλε ένα νέο άρθρο πίστεως, αλλά αντιθέτως, εξέφρασε και προστάτευσε "μια εκ παραδόσεως πίστι και μια κοινή πεποίθησι αιώνων"[118]: μόλις τον 1ο αιώνα, ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος "ομολογεί...ότι «ο θεός ημών Ιησούς Χριστός εκυοφορήθη υπό Μαρίας κατ' οικονομίαν Θεού»" και μιλάει "περί του Ιησού Χριστού...«εκ Μαρίας, ος αληθώς εγεννήθη...»", όπου με τη λέξη αληθώς εκφράζεται ενάντια στην αίρεση του Δοκητισμού η οποία πρέσβευε ότι ο Χριστός μόνο φαινομενικά, και όχι πραγματικά, γεννήθηκε, έπαθε κ.λπ.[119].

Ποιον γέννησε η Μαρία;

Ο όρος Θεοτόκος, τονίζει ακριβώς το γεγονός, ότι το Βρέφος που γέννησε η Μαρία δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος ("ψιλός" όπως έλεγε ο αιρετικός Νεστόριος), αλλά ο μονογενής Υιός του Θεού, ο Ένας εκ της Αγίας Τριάδας, αλλά Σαρκωθείς[120], δηλ. "άνθρωπος ενωμένος στενά με τη θεότητα ήδη από την πρώτη στιγμή της συλλήψεως" ή αλλιώς "Θεάνθρωπος"[121]. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δίνει έμφαση "στην απόλυτη ταυτότητα του Προσώπου...Δεν υπάρχει παρά ένας Υιός: ο μόνος γεννηθείς εκ της Παρθένου Μαρίας είναι στην πιο πλήρη έννοια της λέξεως ο Υιός του Θεού. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η αγία Παρθένος δεν εβάστασε «ένα κοινό άνθρωπο αλλά τον αληθινό θεό», όμως «όχι γυμνό από σάρκα αλλά σαρκωθέντα»"[122]. Για το γεγονός ότι η Μαρία υπήρξε πράγματι και αληθινά και όχι φαινομενικά[123] Μητέρα του Χριστού, μαρτυρείται σε πολλά σημεία της Αγίας Γραφής, είτε στα σημεία όπου την ονομάζει μητέρα του Ιησού[124], είτε όταν βεβαιώνεται ότι "συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν"[125] και στον Ιωσήφ δίνεται η πληροφορία, ότι "το γάρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματός εστιν αγίου"[126], όπως και όταν ομολογείται από την Ελισάβετ ως "μήτηρ τού Κυρίου μου"[127]. Η Πατερική υπεράσπιση της πραγματικής μητρότητας της Μαρίας σε σχέση με τον Χριστό, ξεκινά ήδη με τον Ιγνάτιο, όπως προείπαμε, και συνεχίζει με τον Ειρηναίο († 202;), τον Τερτυλλιανό († 225/240), τον Ωριγένη († 254/255), αλλά και αργότερα, με τον Μέγα Αθανάσιο († 373), τον Γρηγόριο τον Θεολόγο († 389), τον Κύριλλο Αλεξανδρείας († 444) κ.ά.[128]. Όπως σαφώς διατυπώνει ο όρος πίστεως της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, η Μαρία γέννησε "κατά την ανθρωπότητα", τον "ένα και τον αυτόν Χριστόν", "τον προ αιώνων...εκ Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα", τον "υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αχωρίστως, αδιαιρέτως γνωριζόμενον"[129]. Κατά συνέπεια, η Θεοτόκος, με τη θέλησή της προσφέρθηκε ώστε μέσα στο σώμα της να διαμορφωθεί και να δημιουργηθεί η ανθρώπινη φύση του θεανθρώπου, και έτσι να κυοφορήσει και να γεννήσει το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, όχι κατά τη θεία του φύση, αλλά κατά την ανθρώπινη. Αυτή "η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό[130].

Η αειπαρθενία της Θεοτόκου

Η σημασία της Παρθενίας στην Ορθόδοξη διδασκαλία

Η σημασία της παρθενίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν σχετίζεται με κάποιον ηθικισμό ή πουριτανισμό, αλλά έχει οντολογικό περιεχόμενο[131] καθώς ο Ιωάννης Δαμασκηνός λέει ότι "η παρθενία είναι το πολίτευμα των αγγέλων, το ιδίωμα κάθε ασώματης φύσεως"[132], πράγμα που σημαίνει ότι αποτελεί "το χάρισμα εκείνο που ακεραιώνει την ανθρώπινη φύση" με αποτέλεσμα μια πραγματικά παρθενική ζωή να οδηγεί γρηγορότερα στην οντολογική ολοκλήρωση[133] αφού έτσι, ομοιάζει προς την κατάσταση της αιώνιας ζωής όπου "υπάρχει παρθενία, γιατί δεν υπάρχει θάνατος"[134]. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, αξία στην σωματική παρθενία υπάρχει με την προϋπόθεση ότι αυτή είναι αποτέλεσμα πνευματικής παρθενίας. Όπως αναφέρει ο άγ. Κασσιανός ο Ρωμαίος, "και γυναίκα δε γνωρίζω και παρθένος δεν είμαι", αφού "το δώρο της παρθενίας δεν κατορθώνεται μόνο με αποχή...όσο με την αγιοσύνη της ψυχής και την καθαρότητα"[135]. Και σημειώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: "ο γαρ λέγων, Παρθένος ειμί τω σώματι, τη δε ψυχή φθονεί τω αδελφώ, ούτος ουκ εστι παρθένος· την γαρ παρθενίαν αυτού διέφθειρεν η του φθόνου μίξις"[136]. Και ο ίδιος πάλι, ερμηνεύοντας το εδάφιο της επιστολής Β΄ Κορ. 11,2, αναφέρει για την Παρθενία: "Η γαρ άφθορος ψυχήν παρθένος εστι καν άνδρα έχη·...αύτη γαρ η του σώματος, εκείνης εστίν επακολούθημα και σκιά, η δε αληθής παρθενία εκείνη εστί"[137]. Και αλλού, σημειώνει: "Παρ' ημίν η ούσα παρθένος, γαμουμένη, ουκ έστι παρθένος: παρά Χριστώ η ούσα πόρνη, γαμουμένη, παρθένος γέγονεν"[138].

Η σημασία της Παρθενίας της Θεοτόκου

Η Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα.
Μέχρι τον ερχομό του Μεσσία, "η Βίβλος δεν είχε αποδώσει θρησκευτική σημασία στην παρθενία"[139]. Στην περίπτωση όμως του Χριστού, ο θεάνθρωπος δεν "έρχεται να συμπληρώσει τη γραμμή των «υιών της απώλειας», αλλ' έρχεται ως «Υιός Θεού»...«καρπός» της «δυνάμεως του Υψίστου»...Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι καρπός και γέννημα του πρώτου Αδάμ και του πεπτωκότος ανθρώπου. Έρχεται στην ιστορία ως ο «δεύτερος και έσχατος Αδάμ» και γίνεται «γενάρχης» και «πρωτότοκος» μιας νέας ανθρωπότητας, ενός νέου εσχατολογικού «γένους», εκείνου του λαού του Θεού και της Εκκλησίας"[140]. Ταυτόχρονα, η ονομασία Αειπάρθενος "σημαίνει ασφαλώς κάτι πολύ περισσότερο από την απλή περιγραφή μιας «φυσιολογικής» καταστάσεως. Δεν αναφέρεται μόνο στην εκ Παρθένου γέννησι. Δεν συνεπάγεται μονάχα αποκλεισμό οποιασδήποτε μεταγενέστερης συζυγικής επικοινωνίας (που θα ήταν εντελώς ακατανόητη, αν πραγματικά πιστεύουμε στην εκ Παρθένου γέννησι και στη θεότητα του Ιησού). Αποκλείει πρώτ' απ' όλα κάθε «ερωτική» περιπλοκή, οποιεσδήποτε αισθησιακές και ατομικές επιθυμίες και πάθη, οποιοδήποτε περισπασμό της καρδίας και του νου...είναι η ελευθερία από τα πάθη, η αληθινή «απάθεια»...η ουσία της πνευματικής ζωής"[141]. Όπως γράφει ο αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός "την ψυχή της κυβερνούσε μόνο ο Θεός...εφύλασσε πάντα την παρθενία του νου, της ψυχής και του σώματος: «και νου και ψυχή και σώματι αειπαρθενεύουσαν»"[142].
Στο ζήτημα της σωματικής αειπαρθενίας της θεοτόκου (το οποίο ασφαλώς σχετίζεται και με την καθολική αειπαρθενία της, αλλά έχει και Χριστολογικές προεκτάσεις), τρεις είναι οι παράμετροι με τις οποίες ασχολήθηκε η πατερική διδασκαλία, αυτές που εύστοχα διατυπώνει ο ιερός Αυγουστίνος: η Μαρία, "virgo concepit, virgo peperit, virgo permansit (=Παρθένος συνέλαβε, Παρθένος έτεκε, Παρθένος έμεινε)"[143].

Περί της, προ του τόκου, Παρθενίας της Θεοτόκου

Στην Καινή Διαθήκη, "το γεγονός της παρθενίας της Μαρίας στη σύλληψη του Ιησού βεβαιώνεται από το Μτ 1,18-23 και το Λκ 1,26-38" όπως και από το "Ιω 1,13: «αυτόν που ούτε αίμα ούτε σάρκα, αλλά ο Θεός εγέννησε»"[144]. Ο Ματθαίος μάλιστα, βλέπει "την παρθενική σύλληψη του Ιησού ως την εκπλήρωση της προφητείας του Ησ 7,14 (σύμφωνα με τους Ο΄)"[145], ενώ ο Λουκάς "αποδίδει μεγάλη σημασία στην παρθενία της Μαρίας, όπως και σ' όλο του το έργο ενδιαφέρεται για την εγκράτεια (Λκ 2,36- 14,26. 18,29) και για την παρθενία (Πραξ 21,9)"[146]. Ταυτόχρονα, επιβεβαιώνεται "η παρθενία της Μαρίας τη στιγμή του Ευαγγελισμού...από την αντίρρηση που απευθύνει στον άγγελο, όταν της αναγγέλλει ότι θα γίνει η μητέρα του Μεσσία: «Πως έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» (Λκ 1,34). Η έκφραση «γνωρίζω άνδρα» είναι πράγματι συνήθης στη Βίβλο προκειμένου για τις συζυγικές σχέσεις", και η κατάσταση αυτή ισχύει, παρ' όλο που "σύμφωνα με το παλαιστινιακό έθιμο, ο γάμος...πρέπει να είχε προηγηθεί αρκετά πριν από την εγκατάσταση της στο σπίτι του συζύγου της (βλ Μτ 25,1-13)"[147]. Γενικά, εκτός των αιρετικών του 2ου αιώνα Εβιωνιτών (ή Εβιωναίων)[148], του γνωστικού Κηρίνθου και του ειδωλολάτρη Κέλσου, "πάντες οι εκκλησιαστικοί συγγράφεις και Πατέρες διεκήρυξαν την προ του τόκου και κατά την σύλληψιν παρθενίαν της Θεοτόκου" η οποία συμπεριλήφθηκε σε όλα τα αρχαία σύμβολα, καθώς και στο Σύμβολο των Αποστόλων και στο Σύμβολο της Νίκαιας[149].

Περί της, κατά τον τόκο, Παρθενίας της Θεοτόκου

Επί των ζητημάτων της διατήρησης της παρθενίας κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον θείο τοκετό, η αδιαίρετη Εκκλησία δεν προέβει "επισήμως" σε "λεπτομερείς δογματικούς καθορισμούς"[150], αν και στο λατινικό τμήμα της, η τοπική σύνοδος του Λατεράνου (649) ανακήρυξε σε δόγμα την "κατά και μετά τον θείον τόκον παρθενία" της Θεοτόκου[151]. Αυτό, αν και είναι ορθό και διακηρύσσεται σαφώς "υπό της συνειδήσεως της ορθοδόξου οικουμενικής Εκκλησίας", εντούτοις θα πρέπει να επισημανθεί η μονομερής δράση της δύσης στα σημεία αυτά, η οποία συνεχίστηκε και αργότερα[152]. Πάντως, στην περίπτωση του Ιοβινιανού, ο οποίος καταπολεμώντας τον Δοκητισμό διακήρυσσε ότι η Θεοτόκος "ουχί και παρθένος εγέννησεν"[153], έδρασε o Αμβρόσιος Μεδιολάνων και σε σύνοδο του 390 στα Μεδιόλανα, κατέκρινε τον Ιοβινιανό υπονοώντας έτσι ότι η Μαρία παρέμεινε παρθένος και κατά τη γέννα[154]. Στο ίδιο ζήτημα, προσθέτει ο Ιωάννης Δαμασκηνός: "ώσπερ δε συλληφθείς [ο Κύριος] Παρθένον την συλλαβούσαν ετήρησεν, ούτω και τεχθείς, την αυτής παρθενίαν εφύλαξεν άτρωτον, μόνος διελθών δι' αυτής και κεκλεισμένην τηρήσας αυτήν...Ου γαρ αδύνατος ην και διά της πύλης διελθείν και ταύτης μη παραβλάψαι τα σήμαντρα"[155].
Σαφής είναι όμως και η Ορθόδοξη ερμηνεία στην προφητεία του Ησαΐα (7,14), την οποία αναφέρει και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (1,23): "Ιδού η Παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν". Κατά την έκφραση αυτή επομένως "η τίκτουσα, θα είναι παρθένος και κατά την στιγμήν, την οποίαν θα τίκτη [=γεννά]"[156]. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, σημαντική είναι η πρώιμη μαρτυρία του Ιουστίνου (†165), ο οποίος αναφερόμενος στην προφητεία του Ησαΐα (7,14) κάνει αναφορά στην παρθενία της Θεοτόκου[157] η οποία δεν αλλοιώθηκε κατά τον τόκο, και μιλά περί Χριστού "διά παρθένου γεννηθέντος"[158], λέγοντας ότι, αν ο Ιησούς είχε γεννηθεί όπως όλοι, τότε τι είδους σημείον θα ήταν αυτό;:
"Καί τό Ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν εις τούτον προείρητο. ει γάρ μή εκ παρθένου ούτος, περί ού Ησαίας έλεγεν, έμελλε γεννάσθαι, εις όν τό άγιον πνεύμα εβόα· Ιδού κύριος αυτός ημίν δώσει σημείον· ιδού η παρθένος εν γαστρί λήψεται καί τέξεται υιόν; ει γάρ ομοίως τοίς άλλοις άπασι πρωτοτόκοις καί ούτος γεννάσθαι εκ συνουσίας έμελλε, τί καί ο θεός σημείον, ό μή πάσι τοίς πρωτοτόκοις κοινόν εστιν, έλεγε ποιείν; αλλ' όπερ εστίν αληθώς σημείον καί πιστόν τώ γένει τών ανθρώπων έμελλε γίνεσθαι, τούτ' έστι διά παρθενικής μήτρας τόν πρωτότοκον τών πάντων ποιημάτων σαρκοποιηθέντα αληθώς παιδίον γενέσθαι"[159].
Συνεπώς, η Ιερά Παράδοση διδάσκει ότι ο Χριστός "δεν συνελήφθη με τη φυσική σύμπραξη του ανδρός, αλλά με την συνεργεία του παναγίου Πνεύματος. Με τη σύλληψη επομένως η Μαρία δεν έχασε την παρθενία της, όπως δεν την έχασε και με τη γέννηση του τόκου της"[160].
Παναγία η Παντάνασσα (βασίλισσα των πάντων). Χαραρακτηριστική επωνυμία για την αξία της Θεοτόκου μέσα στην ορθόδοξη παράδοση

Περί της, μετά τον τόκο, Παρθενίας της Θεοτόκου

Σύμφωνα με τον Βασίλειο Στεφανίδη, "το αειπάρθενον της Θεοτόκου επεκράτησε την 4ην εκ]ρίδα"[161], οπότε είχαν πλέον εκλείψει όλες οι σχετικές κακοδοξίες. Μια τέτοια περίπτωση ήταν του Τερτυλλιανού, ο οποίος οδηγήθηκε σε υπερβολές ώστε να απαντήσει στο γνωστικό περιβάλλον στο οποίο έδρασε, και προκειμένου να τονίσει την πραγματική και όχι φαινομενική γέννηση του Χριστού, υποστήριξε ότι "η Μαρία μετά τόν τόκον αυτής απώλεσε την παρθενίαν της"[162] και ναι μεν "παρθένος συνέλαβεν, αλλ' ουχί και παρθένος εγέννησεν"[163]. Αυτό ήταν "κατά τόν Τερτυλλιανό σπουδαίο επιχείρημα κατά των αντιλήψεων των Δοκητών. Ήταν επιβεβαίωση ότι ο Υιός του Θεού πέρασε από όλες τις διαδικασίες της ανθρώπινης γεννήσεως"[164]. Είναι όμως σαφές ότι πολύ πριν τον Τερτυλλιανό, στα έργα του Ιγνατίου, βρίσκουμε μαρτυρίες για την διατήρηση της παρθενίας της Θεοτόκου και κατά τον τόκο[165] και γίνεται λόγος για τον Ιησού "γεγενημένον αληθώς εκ Παρθένου"[166]. Ο Τερτυλλιανός, υποστήριξε επίσης ότι οι αδελφοί του Ιησού ήταν παιδιά της Μαρίας[167]. Για το ζήτημα όμως της γέννησης άλλων παιδιών από τη Μαρία, μετά τον Ιησού, ενδιαφέρουσα είναι η θέση που εκφράζει ο Ωριγένης, σύμφωνα με τον οποίο, καμμία απόδειξη, ούτε στήριγμα στη Γραφή έχουν όσοι το ισχυρίζονται:
"Αλλ' ουδέ έχουσιν αυτήν αποδείξαι, ότι συνουσία εχρήσατο μετά την απότεξιν του σωτήρος· οι γαρ υιοί Ιωσήφ ουκ ήσαν από της Μαρίας, ουδέ έχει τις τούτο παραστήσαι από της γραφής"[168].
Είναι γεγονός ότι στα παράλληλα χωρία των ευαγγελίων (Μτ. 13,54-58, Μκ. 6,1-6, Λκ. 4,16-30, Ιω. 4,44· 6,42), "καθώς επίσης και σε όλες τις άλλες αναφορές της Καινής Διαθήκης στους αδελφούς του Κυρίου δεν έχουμε καμία απολύτως πληροφορία για την ακριβή συγγένεια μεταξύ τους"[169].
Θα πρέπει μάλιστα, να διευκρινιστεί και η διατύπωση του Βασ. Στεφανίδη επάνω στο θέμα, ο οποίος σημειώνει:
"Περί τών αδελφών του Ιησού Χριστού διετυπώθησαν τρεις γνώμαι. α) Ήσαν πραγματικοί αδελφοί του Ιησού εκ γάμου της μητρός αυτών μετά του Ιωσήφ. Τούτο εδέχθη ο Τατιανός...ο Ηγήσιππος γράψας την ιδίαν εποχήν, δέχεται και αδελφούς και εξαδέλφους του Ιησού (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 2,23,4. 3,19 κ.εξ. 3,32,6. 4,22,4)...και ο Τερτυλλιανός..."[170]
Εντάσσοντας εδώ ο συγγραφέας τον Ηγήσιππο στην υποκατηγορία "α)" περί πραγματικών αδελφών του Ιησού, δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Ηγήσιππος συμφωνεί με τον Τερτυλλιανό στους αναπόδεικτους (σύμφωνα με τον Ωριγένη) ισχυρισμούς περί άλλων τέκνων της Μαρίας. Όμως, στην Εκκλησιαστική ιστορία του Ευσεβίου, ο Ηγήσιππος όχι μόνο δείχνει να διαφωνεί με τον Τερτυλλιανό, αλλά δίνει και μαρτυρία περί του αντιθέτου και μάλιστα αρκετά νωρίς, περί τα μέσα του 2ου αιώνα, μερικές δεκαετίες πριν τον Τερτυλλιανό. Συγκεκριμένα, από τα πιο πάνω εδάφια στα οποία παραπέμπει ο Β. Στεφανίδης, για "αδέλφια" του Ιησού γίνεται λόγος μόνο στα 2,23,4 και 3,19 κ.ε., ως εξής:
"Διαδέχεται την εκκλησίαν μετά των Αποστόλων ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος..." (Εκκλ. Ιστορ. 2,23,4)
το οποίο σημαίνει (μτφρ. Παν. Χρήστου[171]):
"Αναλαμβάνει την διοίκησιν της Εκκλησίας μετά των αποστόλων ο αδελφός του Κυρίου Ιάκωβος...".
Η μαρτυρία όμως αυτή, θα πρέπει να συνδυαστεί με μια άλλη μαρτυρία του Ηγήσιππου, ο οποίος λέει "κατά λέξιν"[172]:
"Έτι δε περιήσαν οι από γένους του Κυρίου υιωνοί Ιούδα του κατά σάρκα λεγομένου αυτού αδελφού·" (Εκκλ. Ιστορ. 3,20,1)
το οποίο σημαίνει (μτφρ. Παν. Χρήστου[173]):
"Επέζων ακόμη από την οικογένειαν του Κυρίου οι εγγονοί του Ιούδα, του λεγομένου κατά σάρκα αδελφού αυτού...".
Η μαρτυρία αυτή είναι σημαντική γιατί σύμφωνα με τον Ηγήσιππο, ο Ιούδας απλά λεγόταν ή αλλιώς, "εθεωρείτο κατά σάρκα αδελφός του Ιησού"[174]. Σύμφωνα όμως με τα Ματθ. 13,55 και Μαρκ. 6,3, τα πλήθη έλεγαν ότι ο Ιάκωβος και ο Ιούδας είχαν την ίδια ακριβώς σχέση με τον Κύριο, και αυτή, σύμφωνα με τον Ηγήσιππο, δεν ήταν σχέση κατά σάρκα αδελφών.
Σημαντική άλλωστε είναι και η μαρτυρία του ίδιου του Ευσεβίου ο οποίος διαφωνεί με τις απόψεις περί του Ιακώβου ως πραγματικού τέκνου της Μαρίας:
"...τον κατ' αυτών όλεθρον υπερθεμένης, εν όσοις των Αποστόλων και των μαθητών πλείους Ιάκωβος τε αυτός ο τήδε πρώτος επίσκοπος, του Κυρίου χρηματίζων αδελφός, έτι τω βίω περιόντες..." (Εκκλ. Ιστορ. 3,7,8)
το οποίο σημαίνει (μτφρ. Παν. Χρήστου[175]):
"...ανεβάλετο ο όλεθρός των κατά την διάρκειαν των οποίων πολλοί από τους Αποστόλους και μαθητάς, καθώς και ο Ιάκωβος ο πρώτος εκεί επίσκοπος, ο καλούμενος αδελφός του Κυρίου, έζων...".
Η Ορθόδοξη παράδοση, ουδεμία αμφιβολία διατυπώνει και για την μετά τη γέννα διατήρηση της παρθενίας της Θεοτόκου, θεωρώντας αδιανόητη την ύπαρξη συζυγικών σχέσεων, όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία έχουν βιώσει τέτοιου μεγέθους θείες αποκαλύψεις. Πως θα ήταν δυνατό "ανδρός συνάφειαν να καταδεχθή" η Μαρία, η το "θαύμα γνωρίσασα";[176]. Συμπυκνώνοντας την ορθόδοξη αντίληψη, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει: "ως ούτε του τόκου την παρθενίαν λύσαντος, ούτε της παρθενίας τη τοιαύτη κυοφορία εμποδών γενομένης. Όπου γαρ πνεύμα σωτηρίας γεννάται...άχρηστα πάντως της σαρκός θελήματα"[177]. Μάλιστα, ενάντια στους Άραβες Aντιδικομαριανίτες, μια αίρεση του 4ου αιώνα η οποία δεν αποδεχόταν το αειπάρθενο της Θεοτόκου, καταφέρθηκαν έντονα οι Επιφάνιος, Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος[178]. Η σειρά των Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων η οποία παρουσιάζει ως κοινή συνισταμένη τη διδασκαλία για το αειπάρθενο της Μαρίας είναι μακρά: καταρχάς, οι λεγόμενοι Αποστολικοί Πατέρες "δεν εκφράζονται διά την διατήρησιν της παρθενίας της Θεοτόκου μετά τόκον, αλλ' ούτε και διά το αντίθετον γίνεται η παραμικρά νύξις" ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται για τη Θεοτόκο "νοείται το «Αειπάρθενος»"[179]. Από εκεί και πέρα οι Ωριγένης († 253/4), Γρηγόριος Θαυματουργός († 270), Μέγας Αθανάσιος († 373), Δίδυμος ο Τυφλός († 398), Ιωάννης ο Χρυσόστομος († 407), Επιφάνιος Σαλαμίνος († 404), Κύριλλος Αλεξανδρείας († 444) και πολλοί άλλοι, εκφράστηκαν υπέρ του μετά τόκον, αειπάρθενο της Θεοτόκου[180].
Εκτός όμως της σειράς των πατερικών διατυπώσεων, Οικουμενική επικύρωση έλαβε το αειπάρθενον:
  • α) Με την αναφορά: "ουκ αληθώς Θεοτόκον λέγει την αγίαν ένδοξον αειπάρθενον Μαρίαν" η οποία περιέχεται στον όρο πίστεως της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου (553) και συγκεκριμένα στον έκτο αναθεματισμό κατά των "Τριών κεφαλαίων", δηλ. κατά των ετεροδοξιών του Θεοδώρου Μοψουεστίας, του Θεοδωρήτου Κύρου και του Ίβα Εδέσσης[181].
  • β) Με την αναφορά: "την αυτόν ασπόρως τεκούσαν άχραντον αειπάρθενον, κυρίως και κατά αλήθειαν Θεοτόκον δοξάζοντες" την οποία βρίσκουμε στον α΄ κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου (691).
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι η πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον τόκο παρθενία της Θεοτόκου, ή αλλιώς η αειπαρθενία αυτής, συστηματικά και πέρα πάσης αμφιβολίας διατυπώθηκε στην Ορθόδοξη διδασκαλία: "α) εις την Αγίαν Γραφήν, β) τους αποστολικούς Πατέρας, γ) τους μετέπειτα Πατέρας, δ) την Ορθόδοξον Υμνολογίαν και ε) τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων"[182].

Ο αλόχευτος τόκος της Θεοτόκου

Με τον όρο αλόχευτος τόκος, αναφερόμαστε στην διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία, την ανώδυνη γέννα της Θεοτόκου δεν ακολούθησε φυσική λοχεία. Τίποτε "δεν γνώρισε η Μαρία από την παλαιά φυσική γέννηση, γιατί σαν μητέρα λειτουργούσε ως απαρχή στην ανακαινισμένη ανθρωπότητα, στους καινούργιους ρυθμούς στους οποίους μπήκε η φύση των ανθρώπων με την καινοφανή γέννηση του τόκου της"[183]. Τoν αλόχευτον τόκον, τον οποίο ψάλλει η Ορθόδοξη Εκκλησία[184], βεβαιώνει η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (Καν. 79) η οποία μάλιστα ορίζει να αφορίζονται όσοι τιμούν τα λόχια της Θεοτόκου:
"Επειδή ομολογούμε ότι ο θείος Υιός της Παρθένου γεννήθηκε χωρίς λοχεία καθώς και ότι η σύλληψη του ήταν άσπορη και επειδή τα διακηρύσσουμε αυτά σ' όλο το ποίμνιο, όσους από άγνοια κάμνουν κάτι από αυτά που δεν πρέπει τους υποβάλλουμε σε διόρθωση. Γι' αυτό, επειδή κάποιοι ύστερα από τη μέρα της άγιας γέννησης του Χριστού του Θεού μας φαίνεται πως ψήνουν σιμιγδάλι και το μοιράζουν μεταξύ τους με το πρόσχημα τάχα της τιμής της λοχείας της άχραντης Παρθενομήτορος, ορίζουμε να μη γίνεται τίποτε τέτοιο από τους πιστούς. Γιατί αυτό δεν είναι τιμή για την Παρθένο, που γέννησε πάνω από τον ανθρώπινο νου και τη λογική τον αχώρητο στη σάρκα Λόγο, να ορίζουμε δηλαδή και να περιγράφουμε σε γενικές γραμμές τα σχετικά με τον ανέκφραστο τοκετό της σύμφωνα με τα κοινά και όσα συμβαίνουν σ' εμάς. Αν λοιπόν κανείς από τώρα και στο εξής συλληφθεί να κάνει κάτι τέτοιο, αν είναι κληρικός, να καθαιρείται, κι αν είναι λαϊκός, να αφορίζεται"[185].
Όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Νύσσης: "Τούτου γαρ μόνου χωρίς λοχείας η γέννησις, ώσπερ και χωρίς γάμου η σύστασις. Ου γαρ εστιν επί της αφθόρου τε και απειρογάμου κυρίως το όνομα της λοχείας ειπείν διότι παρθενίας τε και λοχείας ασύμβατα εστι περί την αυτήν τα ονόματα"[186].

Κακοδοξίες περί του Αειπάρθενου της Θεοτόκου

Είναι γεγονός ότι "πολλές φορές...προτεσταντικές κοινότητες έδειξαν και πολεμική στάση απέναντι στους ρωμαιοκαθολικούς και τους ορθοδόξους, που τιμούν το πρόσωπο της Παναγίας, ως μητέρας του Κυρίου"[187]. Αυτό βέβαια δεν συνέβαινε πάντα διότι αρχικά "η Μεταρρύθμιση ζούσε πιο σωστά τις συνέπειες του χριστολογικού δόγματος.... [και] δεν απέρριψε την απόδοση τιμής στο πρόσωπο της Θεοτόκου. Απέρριψε βέβαια και αποδοκίμασε τη μαριολατρεία με όλες τις ακρότητες, που παρουσιάστηκαν στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, υιοθέτησε όμως την πίστη της παραδόσεως και παρέμενε στη νέα Εκκλησία ζωντανή η συνήθεια να αποδίδεται η τιμή στο πρόσωπο της μητέρας του Κυρίου. Έτσι η πίστη στο πρόσωπο της Παναγίας Μαρίας, ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου, διατηρείται, όπως καταφαίνεται στο τρίτο άρθρο της Αυγουστιαίας Ομολογίας[188] και το πρώτο μέρος των Σμαλκαλδικών άρθρων[189]. Πάντως αργότερα η απόδοση τιμής στο πρόσωπο της Θεοτόκου ατόνησε μέσα στους κόλπους του Προτεσταντισμού"[190].
Κατά την εκδήλωση της προτεσταντικής πολεμικής, χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες βιβλικές λέξεις ή φράσεις μεμονωμένες για να προσβάλλουν τη διδασκαλία του Αειπαρθένου της Θεοτόκου[191]. Η επιμονή όμως στην κατά γράμμα ερμηνεία εδαφίων της Καινής Διαθήκης από τους πολεμίους του Αειπάρθενου παρουσιάζει προβλήματα, αφού αν γίνει συνολικά αποδεκτή θα οδηγήσει σε απαράδεκτες ερμηνείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα εδάφια:
  • "Και επορεύοντο οι γονείς αυτού κατ' έτος εις Ιερουσαλήμ τη εορτή του Πάσχα" (Λουκ. 2,41) και,
  • "ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε" (Λουκ. 2,48).
Η Καινή Διαθήκη γράφει ότι γονέας και -με ομολογία μάλιστα της Μαρίας- πατέρας του Ιησού, είναι ο Ιωσήφ. Όμως οι τίτλοι αυτοί δεν είναι πραγματικοί, δεν αναφέρονται σε εξ αίματος πατρότητα, αλλά αφορούν την κατά Νόμο σχέση του Ιωσήφ με τον Ιησού. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι αναφορές σε αδέλφια του Ιησού δεν είναι καθόλου αναγκαίο να αναφέρονται σε εξ αίματος σχέσεις, αλλά όπως "ο Ιωσήφ...καλείται γονεύς του κατά τόν νόμο...κατά τον νόμο και τα τέκνα του Ιωσήφ καλούνται αδελφοί του Χριστού"[192]. Αυτό το επιχείρημα συνεπικουρείται από το γεγονός ότι σε κάνενα σημείο της δεν κατανομάζει η Καινή Διαθήκη τα παιδιά αυτά ως τέκνα της Μαρίας.
Σε άλλες προσπάθειες εναντίωσης στο Αειπάρθενο χρησιμοποιούνται και τα εξής:
1) "καί ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ού έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον" (Ματθ. 1,25). Βάσει του "έως ου" λέγεται ότι ο Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις, μόνο μέχρι τη γέννηση του Ιησού. Στην πραγματικότητα, το "έως ου" χρησιμοποιείται για να δείξει αν κάτι συνέβη ή όχι, χωρίς να δηλώνει την οποιαδήποτε αλλαγή της καταστάσεως μετά το όριο αυτό, καταλήγοντας μάλιστα να έχει τη σημασία του "διηνεκώς". Για παράδειγμα, στο Β΄ Βασιλ. 6, 23 αναφέρεται: "τη δε Μελχάλ ουκ εγίνετο παιδίον έως της ημέρας του αποθανείν αυτήν" και φυσικά, με το σκεπτικό των αρνητών της αειπαρθενίας της Θεοτόκου η Μελχάλ θα έπρεπε να τεκνοποιήσει μετά τον θάνατον της. Επίσης, στο Ματθ. 28,20 γράφει: "ιδού εγώ μεθ' υμών ειμι πάσας τάς ημέρας έως τής συντελείας τού αιώνος". Μήπως αυτό θα σήμαινε ότι μετά, δεν θα βρίσκεται ο Κύριος μετά των μαθητών του; Παρόμοια Γραφικά χωρία υπάρχουν αρκετά.
2) Στο παραπάνω χωρίο (Ματθ. 1,25), υπάρχει η λέξη "πρωτότοκος" και υποστηρίζεται ότι ο Ιησούς υπήρξε απλώς ο πρώτος που γεννήθηκε, αλλά στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλα παιδιά. Είναι γνωστό ότι, η λέξη "πρωτότοκος" στην Αγία Γραφή λαμβάνει ποκιλία ερμηνειών και δηλώνει είτε τον πρώτο γεννηθέντα μεταξύ αδελφών όπως στο Γεν. 35,23, είτε τον μονογενή όπως στο Εβρ. 1,6 (αφού ο Θεός δεν έχει υστερότοκα παιδιά), είτε τον εκλεκτό όπως στο Εβρ. 12,6. Παρομοίως, στο Σοφ. Σολ. 7,1, ο Αδάμ καλείται πρωτόπλαστος, χωρίς να υπάρχει δευτερόπλαστος, αφού είναι ο μόνος που πλάστηκε. Σημαντικότερο όλων είναι ότι "άπασα η παράδοσις ερμηνεύει τον «πρωτότοκον» όχι ως πρώτον μεταξύ πολλών, αλλ' ως τον μόνον, τον Μονογενή"[193]. Αξίζει να θυμίσουμε και πάλι το γεγονός ότι πουθενά η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται σε παιδιά της Μαρίας, ώστε να δεχθούμε ότι ο Ιησούς ήταν πρωτότοκος μεταξύ πολλών παιδιών της.
Η Θεοτόκος (Γλυκοφιλούσα). Ένταση προκλήθηκε τον 5ο αιώνα, από τη διδασκαλία του Νεστορίου να μη θεωρείται η αειπάρθενος Μαρία, Θεοτόκος
3) Κάποτε, τα ιερά κείμενα αποκαλούν τον Ιωσήφ "άνδρα της Μαρίας" (Ματθ. 1, 16) και την Μαρία "γυναίκα του Ιωσήφ" (Ματθ. 1, 20 και 24). Το "άνδρας" και "γυναίκα", από κάποιες αιρέσεις ερμηνεύεται με την έννοια ότι η Μαρία, μετά τη γέννηση του Ιησού, γέννησε και άλλα τέκνα με τον Ιωσήφ ως άνδρα της.
Στην πραγματικότητα, όπως βλέπουμε στα χωρία Αποκ. 21,2 και Λουκ. 2,5, στην Καινή Διαθήκη χρησιμοποιούνται το ανήρ και γυνή ακόμη και για τον χρόνο της μνηστείας, χωρίς να αναφέρονται σε συζυγική συνάφεια, οπότε καμμία βεβαιότητα γι αυτό δεν μπορούμε να έχουμε. Επίσης, μετά τον τοκετό, είναι εμφανής στην Αγία Γραφή η απόσταση μετάξύ Ιωσήφ και Μαρίας αφού αναφέρεται ότι ο Ιωσήφ "παρέλαβε το παιδίον και την μητέρα αυτού" (Ματθ. 2,14.21) και όχι τη σύζυγό του.
4) Το γνωστό πρόβλημα των αδελφών του Ιησού[194]. Από το εδάφιο Μάρκ. 6,3, φαίνεται καθαρά ότι οι «αδελφοί» του Ιησού είναι τέσσερις, ο Ιάκωβος, ο Ιωσής (Ιωσήφ), ο Ιούδας και ο Σίμων, δύο από τους οποίους είναι οι συγγραφείς των Καθολικών Επιστολών της Καινής Διαθήκης (ο Ιάκωβος και ο Ιούδας)[195]. Οι «αδελφές» του Χριστού, "πρέπει να ήταν περισσότερες από δύο και κατοικούσαν στη Ναζαρέτ, όπου είχαν παντρευτεί"[196].
Το ζήτημα αυτό έχει δύο όψεις:
  1. αν ο Ιησούς είναι όντως αδελφός, με την σημερινή έννοια, με τους άλλους από τον ίδιο πατέρα, δηλ. τον Ιωσήφ, ή
  2. αν ο Ιησούς είναι όντως αδελφός, με την σημερινή έννοια, με τους άλλους από την ίδια μητέρα, δηλ. τη Μαρία, το οποίο σημαίνει ότι η Θεοτόκος θα είχε συζυγικές σχέσεις με τον Ιωσήφ μετά τη γέννηση του θείου βρέφους.
Ως προς το πρώτο, διαφαίνεται σαφώς από την Καινή Διαθήκη ότι ο Ιωσήφ δεν ήταν ο κοινός πατέρας όλων: προτού καν συζήσουν, η Μαρία βρέθηκε έγκυος με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 1,18) και ο Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις μαζί της, ωσότου γέννησε γιο (Ματθ. 1,25, πρβλ. Λουκ. 1,34-35). Εκτός αυτού:
  • Ο Ιησούς δωδεκαετής, απέκρουσε, ότι είναι γιος του Ιωσήφ (Λουκ. 2,49).
  • Ο Ιησούς διεκήρυσσε ως πατέρα του το θεό (Ιω. 5,1-7).
  • Ο Ιωάννης μαρτυρά για τον Ιησού ότι "ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός" (Ιω. 1,14).
  • Επίσης, ο Ιωάννης, ο υιός Ζαχαρίου, μαρτυρά ότι "καγώ εώρακα και μεμαρτύρηκα ότι ούτος εστιν ο υιος του θεού" (Ιω. 1,33).
  • Ο Απόστολος Παύλος μαρτυρά για τον Χριστό ότι "ου κατά νόμον εντολής σαρκικής γέγονεν, αλλά κατά δύναμιν ζωής ακατάλυτου" (Εβρ. 7,16).
  • Ο Απόστολος Πέτρος μαρτυρά για τον Ιησού ότι "εγνωρίσαμεν υμίν την του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δύναμιν και παρουσίαν, αλλ' επόπται γενηθέντες της εκείνου μεγαλειότητος...φωνής ενεχθείσης αυτώ τοιάσδε υπό της μεγαλοπρεπούς δόξης ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός...ταύτην την φωνήν ημείς ηκούσαμεν εξ ουρανού..." (Β΄ Πέτρ. 1,16-18).
Ως προς το δεύτερο σκέλος, το οποίο σαφώς θίγει το αειπάρθενο της Θεοτόκου, εκτός από το γεγονός που προαναφέρθηκε, ότι δηλ. στην Καινή Διαθήκη πουθενά δεν αναφέρονται παιδιά, ως τέκνα της Μαρίας, από νωρίς τίθεται και το ερώτημα: εάν η Παρθένος είχε πράγματι και άλλα παιδιά, για ποιο λόγο ο αποθνήσκων επί του σταυρού Ιησούς να εμπιστευτεί τη μητέρα του στον Ιωάννη (Ιω. 19,26-27); Όπως αναφέρει ο Επιφάνιος "ει δε είχεν άνδρα, ει είχεν οίκον, ει είχε τέκνα, εις τα ίδια ανεχώρει, ου προς τον αλλότριον"[197]. Και βέβαια, μια σειρά από εδάφια δείχνει πως όλοι οι ευαγγελιστές γνώριζαν το δέσιμο μεταξύ των αδελφών του Ιησού και της Μαρίας: στα Ματθ. 12,46, Μαρκ. 3,31-32, Λουκ. 8,19-20, Ιωαν. 2,12, η Θεοτόκος βρίσκεται συνέχεια μαζί τους. Κατά συνέπεια, δεν είναι καθόλου πειστικό το επιχείρημα ότι ο Κύριος παρέδωσε τη μητέρα Του στον Ιωάννη λόγω αδυναμίας ή αναξιότητας των αδελφών του να την προστατέψουν.
Και βέβαια, μια σειρά άλλων αντεπιχειρημάτων έχει διατυπωθεί για το θέμα των "αδελφών του Ιησού" τους/τις οποίους/ες, "η ορθόδοξη ανατολική παράδοση δέχεται...ως παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο"[198]:
  • Οι ίδιοι οι αδελφοί του Ιησού "ουδέ...επίστευον εις αυτόν" (Ιω. 17,3-5).
  • Ο Ιάκωβος ξεκινά την επιστολή του ως εξής: "Ιάκωβος, θεού και Κυρίου Ιησού Χριστού δούλος" (Ιακ. 1,1). Αν ήταν πράγματι αδελφός του Ιησού, εκτός ότι θα ήταν ανέκαθεν πιστός, θα έγραφε ότι είναι αδελφός του Χριστού ώστε να δώσει κύρος στα λεγόμενά του.
  • Το ίδιο ισχύει και για τον Ιούδα ο οποίος ξεκινά γράφοντας: "Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου", και για να προσδώση κύρος στον εαυτό του, επικαλείται την ιδιότητά του ως αδελφός του Ιακώβου, και δεν αναφέρει ότι είναι αδελφός του Ιησού.
  • Στην Καινή Διαθήκη, η λέξη αδελφός εκτός από την κυριολεκτική ή στενή, έχει και τις εξής έννοιες: α) την ευρύτερη, δηλ. αναφέρεται γενικά σε συγγένεια, φυσική ή νομική και β) την ευρύτατη, δηλ. μεταφορικά, όπου ως βάση θέτεται η ψυχική και πνευματική συγγένεια, με την οποία λ.χ. και οι Χριστιανοί καλούνται μεταξύ τους αδελφοί (βλ. Ματθ. 28,10 και Ιωάν. 20,17)[199].
  • Στην ορθόδοξη παράδοση γίνεται αντιληπτό ότι η αιρετική αυτή διδασκαλία των Αρειανών και των Ευνομιανών, την οποία ακολουθούν και σύγχρονοι προτεστάντες, είναι εντελώς παράδοξη: ακόμη και όταν ο Λουκάς μας λέει ότι ο Ιωσήφ και η Μαρία δεν κατάλαβαν όσα ο δωδεκαετής Ιησούς τους είπε (Λουκ. 2,48), διότι πράγματι, από τα λόγια του αγγέλου κατά τον ευαγγελισμό, ότι το παιδί "θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου" (Λουκ. 1,32), δεν ήταν δυνατό να κατανοήσει η Μαρία την φυσική θεϊκή υιότητα του Χριστού[200], παραμένει γεγονός ότι η Παρθένος αξιώνεται μεγίστης τιμής από τον Θεό ώστε να φέρει στον κόσμο ένα παιδί με τη συνέργεια του ίδιου του Αγίου Πνεύματος, πράγμα που δημιουργεί αντίφαση με την άποψη ότι η Μαρία και ο Ιωσήφ επέστρεψαν σε μια αμέριμνη συζυγική καθημερινότητα, σαν να μην έχουν ουδεμία συναίσθηση των θαυμαστών γεγονότων[201].
5) Ως προς το ζήτημα των αδελφών του Ιησού, συχνά γίνεται επίκληση του στίχου 9, από τον 68ο Ψαλμό, ως απόδειξη για το ομομήτριο αυτών και του Κυρίου: "Αποξενώθηκα απ' τ' αδέρφια μου κι αλλοφερμένος έγινα για της μητέρας μου τους γιους"[202]. Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο ομόφωνα ομολογούμενος ως Μεσσιανικός ψαλμός, κατά γράμμα και ιστορικά εφαρμόζεται επί του βασιλιά Δαβίδ, ενώ εξαιτίας δυσκολιών που παρουσιάζει δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι "είναι όλος ο ψαλμός Μεσσιανικός παρά μόνο μερικοί στίχοι του"[203]. Από τα γνωστά, "προβληματικά" εδάφια, ξεχωρίζουν:
  • στ. 6: "Θεέ, ξέρεις εσύ την αφροσύνη μου· κι η ενοχή μου δε σου είναι κρυφή"[204].
  • στ. 25: "Άδειασε την οργή σου πάνω τους· κι ο άγριος θυμός σου ας τους βρει"[205] (ο ήρωας του ψαλμού εκφράζεται με οργή και επιζητεί την τιμωρία των έχθρων του, τους οποίους και καταράται, όμως ο Μεσσίας Χριστός όχι μόνο δεν καταράται, αλλά συγχωρεί τους εχθρούς του: Ματθ. 5,4. Λουκ. 23,34).
Κατά συνέπεια, ως προς τον στίχο 9, ο Δαβίδ είναι αυτός που ομολογεί ότι "αισθάνεται λύπη και πίκρα γιατί περιφρονήθηκε και από αυτά τα ομομήτρια αδέλφια του ακόμη" ενώ η εφαρμογή του στίχου στον Χριστό, μπορεί να γίνει μόνο ως προς τα δεδομένα που δεν συγκρούονται με το σύνολο της Καινής Διαθήκης, όπως αυτά περιγράφονται στα Ιωαν.1,11, Ρωμ. 9,5, Ιωαν. 7,3-5 κ.ά.[206].
6) Πάλι ως προς το ζήτημα των αδελφών του Ιησού, συχνά χρησιμοποιείται ως αντεπιχείρημα προς το Αειπάρθενο η απουσία αναφοράς στα παιδιά του Ιωσήφ κατά τη διήγηση της μετάβασης στη Βηθλεέμ για την απογραφή του Κυρηνίου (Λουκ. 2,4-5). Αυτή όμως η κατά γράμμα εξέταση του εδαφίου, λειτουργεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ενάντια σε εκείνους που μιλούν για παιδιά της Μαρίας από τον Ιωσήφ: για ποιον λόγο δεν αναφέρονται τα παιδιά που υποτίθεται γέννησε η Μαρία από τον Ιωσήφ, στη διήγηση της επιστροφής από την Αίγυπτο (Ματθ. 2,19-21), όταν σύμφωνα με τους μελετητές, το χρονικό διάστημα παραμονής εκεί μπορεί να ήταν από 2 έως και 10 χρόνια[207] και άρα υπήρχε αρκετός καιρός για να γεννηθούν ομομήτρια αδέλφια του Ιησού; Επιπλέον, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ενάντια στον ισχυρισμό περί ομομήτριων αδελφών του Ιησού, η απουσία αναφοράς σε αυτούς στη διήγηση της μετάβασης του δωδεκαετούς Ιησού στον Ναό της Ιερουσαλήμ (Λουκ. 2,41-52).
7) Ένα ακόμη επιχείρημα με το οποίο η προτεσταντική θεολογία επιχειρεί να δείξει ότι αποτελεί πλάνη η διδασκαλία για την αειπαρθενία της Θεοτόκου σχετίζεται με την κριτική του κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης[208]. Σύμφωνα με το επιχείρημα αυτό, το φρόνημα της εκκλησίας για την αειπαρθενία της Θεοτόκου έχει θεμελιωθεί σε μια εσφαλμένη μετάφραση του εδαφίου Ησ. 7,14 από τους Εβδομήκοντα μεταφραστές. Ισχυρίζονται ότι το εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο του Ησαΐα έχει τη λέξη "almah"=νεάνις και όχι "Bethula"= παρθένος, που μετέφρασαν οι εβδομήκοντα. Έτσι, επηρεάστηκαν, υποτίθεται, οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς, οι οποίοι έδωσαν στο εδάφιο προφητικό περιεχόμενο, ενώ το Ησ. 7,14 δεν είχε κάτι τέτοιο.
Το επιχείρημα αυτό δεν είναι νέο, αλλά είναι επανάληψη της αρχαίας ιουδαϊκής αντιχριστιανικής απολογητικής στην προσπάθειά της να πλήξει το πρόσωπο του Χριστού, ότι δεν ήταν ο Μεσσίας. Για το επιχείρημα αυτό υπήρξε πολυεπίπεδη και σφαιρική αναίρεση από πλήθος Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων.
Για την αναίρεσή του θα μπορούσαν να ειπωθούν τα εξής:
  1. Το κείμενο των εβδομήκοντα είναι κατά οκτώ αιώνες αρχαιότερο του εβραϊκού, και εκτός ότι δεν είναι πάντα βέβαιο ότι το Μασοριτικό κείμενο αντιπροσωπεύει πάντα την ορθότερη γραφή, επιπλεόν, επειδή δημιουργήθηκε σε εποχή μετά Χριστόν, θα μπορούσε να αλλοιωθεί για ιουδαϊκούς, απολογητικούς σκοπούς[209]. Μάλιστα, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος επισημαίνει ότι περισσότερη εμπιστοσύνη θα έπρεπε να έχουμε στους εβδομήκοντα ιουδαίους, επειδή απέδωσαν το εδάφιο με το παρθένος σε εποχή προ Χριστού και έτσι δεν είχαν λόγο να αλλοιώσουν το κείμενο[210].
  2. Ακόμη όμως κι αν η γραφή νεανίς είναι ορθή, σύμφωνα με το λεξικό Theological Wordbook of the Old Testament "δεν υπάρχει καμία περίπτωση όπου μπορεί να αποδειχθεί πως το almah υποδεικνύει μια νέα γυναίκα που δεν είναι παρθένος"[211]. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι "οι έννοιες των λέξεων "almah" και "bethulah" [παρθένος] δεν αντίκεινται μεταξύ τους. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο Oswalt 'ήταν αξιωματικό για την εβραϊκή κοινωνία ότι η νεάνις ήταν και παρθένος'...Είναι άλλωστε γνωστό ότι η αντίθετη περίπτωση επέσειε την τιμωρία του λιθοβολισμού"[212].
  3. Παραγνωρίζεται "σκανδαλωδώς" η σημασία της λέξης "σημείον" σε σχέση με το ιστορικό πλαίσιο της προφητείας του Ησ. 7,14. Το εδάφιο αυτό δίνεται ως "σημείον" το έτος 733 στο βασιλιά Άχαζ για να μη ζητήσει τη βοήθεια των Ασσυρίων, όπως σκεπτόταν, ενάντια στους Βασιλείς Φακεέ και Ρασείν. Ως σημείο δεν μπορεί να θεωρηθεί το σύνηθες και το δεδομένο [Θεοδ. Κύρου, PG 81,276D], ότι έγκυος γυναίκα θα γεννήσει γιο. Δεν υπάρχει λόγος να ονομαστεί "σημείον" μια φυσική διαδικασία γέννησης. "Ο δε Εζεκίας, ο υιός του Άχαζ, δεν έχει επίσης κανένα από τα γνωρίσματα της συνάφειας της προφητείας Ησ. 7,14-16"[213]. Κατ' αυτόν τον τρόπο, στη λέξη "σημείον" εστιάζουν την προσοχή τους οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας (π.χ. Ευθ. Ζιγαβηνός, Θεοφύλακτος)[214]. Επίσης, ο Αθαν. Χαστούπης στη μετάφραση του διορθωμένου εβραϊκού κειμένου διατηρεί τη λέξη παρθένος, αφού θεωρεί πως οι εβδομήκοντα ορθά ερμήνευσαν το νόημα του εβραϊκού κειμένου και μετέφρασαν "η παρθένος", "διότι μόνον αυτό ήτο δυνατόν να εννοεί ως σημείον ο θεός εις την προκειμένη προφητεία"[215].
  4. Όσον αφορά τη σχέση γεγονότος και προφητείας, θα πρέπει να ειπωθεί ότι ο Ματθαίος γνώριζε και δεχόταν ως πραγματική την υπερφυσική γέννηση του Χριστού. Έτσι, πρώτα έλαβε χώρα το γεγονός αυτό και μετά συνδέθηκε με την προφητεία του Ησ. 7,14 και όχι το αντίστροφο[216]. Και αυτό ορθά έγινε επειδή και ο Ησαΐας όπως και ο Μιχαίας (5,2-4) αναφέρονται στην ίδια περί Μεσσία πίστη[217].
  5. Οι προσπάθειες να συνδεθεί η προφητεία είτε με κάποιο παιδί του προφήτη Ησαΐα είτε με παιδί του Άχαζ πέφτουν στο κενό καθώς ουδέποτε, κανείς άλλος εκτός από τον Ιησού Χριστό δεν παρουσίασε τα χαρακτηριστικά των στίχων 14-16[218]: α) ούτε την εκ παρθένου γέννηση, σε αντίθεση με τον Χριστό που γεννήθηκε εκ της αειπαρθένου Μαρίας όπως μαρτυρά η Καινή Διαθήκη, β) ούτε την κλήση του ως Εμμανουήλ που σημαίνει "μεθ' ημών ο Θεός", εκτός από την Κύριο που "εγένετο μεθ' ημών...διά της...κοινωνίας της σαρκός και του αίματος ημών (Εβρ. β,14)"[219], γ) ούτε την αναμαρτησία, εξαιτίας της γνώσης και της προαίρεσης που θα έχει, να απορρίπτει το κακό και να επιλέγει το αγαθό, πριν ακόμη έλθει σε ηλικία να τα ξεχωρίζει. Όπως σημειώνει ο Μ. Βασίλειος: "Ο Έμμανουήλ εν τη του νηπίου καταστάσει υπάρχων, διά την ενοικούσαν αυτώ δύναμιν της αγαθότητος προ της κατά την ηλικίαν τελειώσεως απειθήσει μεν πονηρία, εκλέξεται δε το αγαθόν."[220]. Η "υπερφυσική" αναμαρτησία μάλιστα, αποτελεί μέρος του "σημείου"[221] που θα δώσει ο Θεός και ο ίδιος ο Ησαΐας αναφέρεται στο "αναμάρτητον του Μεσσίου" στο εδάφιο 53,9[222]: "ότι ανομίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τώ στόματι αυτού". Επίσης, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι ο Ησαΐας νόμισε ότι η προφητεία θα εκπληρωθεί πολύ κοντά στην εποχή του, αυτό θα μπορούσε να συμβεί από την συνήθη για τους προφήτες άγνοια, του ακριβούς χρόνου εκπλήρωσης των προφητειών[223].
8) Τέλος, σε προτεσταντικές απόψεις ενάντια στο Αειπάρθενο, οι οποίες συνδέονται με το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου, σχετικές απαντήσεις δίδονται στα εισαγωγικά περί των "αποκρύφων" διηγήσεων για την Θεοτόκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου