Ονομάζεται έτσι γιατί μπροστά σ’ αυτήν την εικόνα πρωτοψάλθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ ο γνωστός ύμνος της Θεοτόκου.
Την ιστορία της εικόνας έγραψε το 1548 ο Πρώτος του Άγιου Όρους ιερομόναχος Σεραφείμ. Αυτή η ιστορία-υπόμνημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Νέο Μαρτυρολόγιο του αγίου Νικόδημου του Αγιορείτου, απ’ όπου αναδημοσιεύθηκε πολλές φορές.
Ήταν ένα βράδυ του καλοκαιριού (980 μ.Χ. ή, κατ’ άλλους, 982 μ.Χ.) όταν χτύπησε η πόρτα του Παντοκρατορινού Κελιού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (στην τοποθεσία τη λεγόμενη κοιλάδα του «Άδειν»
κοντά στη σκήτη του Αγίου Ανδρέα). Ο Γέροντας έλειπε από το κελί, καθώς
είχε πάει σε μια αγρυπνία στο Πρωτάτο, αφήνοντας μόνο τον υποτακτικό
του, που έκανε κανονικά τον κανόνα του. Κάποια στιγμή ο υποτακτικός
άκουσε να του χτυπούν την πόρτα. Άνοιξε και μπροστά του στεκόταν ένας
ξένος μοναχός (ο Αρχάγγελος Γαβριήλ με σχήμα μοναχού) που ζητούσε τη
φιλοξενία του. Με ευχαρίστηση τον δέχτηκε και του προσέφερε ό,τι διέθετε
το φτωχικό κελί τους.
Την ώρα του Όρθρου και όταν έφθασαν στην ενάτη ωδή, ο φιλοξενούμενος πριν να ψάλλει «την Τιμιωτέρα των Χερουβείμ», πρόσθεσε το άγνωστο μέχρι τότε προοίμιο «Άξιον εστί ως αληθώς μακαρίζειν Σε την Θεοτόκον»:Άξιον εστίν ως αληθώς
μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον
και μητέρα του Θεού ημών.
Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ
και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ
την αδιαφθόρως Θεόν Λόγον τεκούσαν,
την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν.
Τον ύμνο αυτό τον έψαλλε ολοκληρωμένο πολλές φορές ο άγνωστος μοναχός μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μέχρι να τον μάθει ο υποτακτικός. Αυτή η φράση προκάλεσε το θαυμασμό του υποτακτικού, ο οποίος και ζήτησε από τον επισκέπτη να του γράψει τη φράση, για να μπορεί να την ψάλλει κι αυτός. Μέσα στο φτωχό κελί όμως δεν υπήρχε ούτε χαρτί ούτε μελάνι κι έτσι ο επισκέπτης χάραξε τη φράση με το δάχτυλό του σε μια πέτρινη πλάκα, σαν να ήταν ζύμη, λέγοντας ότι αυτός ο ύμνος πρέπει να ψάλλεται από όλους τους Ορθοδόξους, και εξαφανίστηκε.
Ο υποτακτικός, που τον τίμησε ο Θεός για την υπακοή και τον οσιακό του βίο, έψαλλε μέχρι το πρωί αυτόν τον ύμνο, ο οποίος τόσο πολύ εύφραινε την καρδιά του και του έφερνε ψυχική αγαλλίαση! Όταν επέστρεψε ο Γέροντας, άκουσε τον υποτακτικό του να ψάλλει τον γλυκύτατο αυτό και μελωδικώτατο ύμνο του Αρχαγγέλου, πληροφορήθηκε όσα έγιναν, έτρεξε στις Καρυές και ανήγγειλε το θαύμα.
Στο κελί αυτό, που από τότε ονομάστηκε «Άξιον εστίν», ετελείτο γιορτή προς τιμήν του Αρχάγγελου Γαβριήλ, ο οποίος, όπως λέγεται, ήταν ο επισκέπτης μοναχός, αφού αυτός είναι ο κατεξοχήν υμνολόγος της Θεοτόκου.
Η πλάκα στην οποία γράφτηκε ο ύμνος στάλθηκε στον Πατριάρχη Νικόλαο Χρυσοβέργη, ο οποίος ενέκρινε την εισαγωγή του αγγελικού αυτού ύμνου στον λειτουργικό βίο της Εκκλησίας.
Και η εικόνα της Παναγίας μπροστά στην οποία ψάλθηκαν τα αγγελικά λόγια μεταφέρθηκε στον Ι.Ν. του Πρωτάτου και κάθε Δευτέρα της Διακαινησίμου λιτανεύεται στις Καρυές. Εορτάζει επίσης και στις 11 Ιουνίου εις ανάμνησιν του ανωτέρω θαύματος.
Η εικόνα «Άξιον Εστί» έχει διαστάσεις 70,5×44 εκ. χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστή Λουκά, και απεικονίζει τη Θεοτόκο να κρατά τον Ιησού στη δεξιά αγκαλιά της.
Ενώπιον της εικόνας αυτής, στις 3 Οκτωβρίου 1913, μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο ναό του Πρωτάτου, οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου και αδιασπάστου ενώσεως με τη Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας-ένας με μετάνοια.
Η πρώτη έξοδος του «Άξιον Εστί» από την Αθωνική Πολιτεία έγινε το 1963 κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου την προσκύνησαν πλήθη πιστών.
Αμέτρητα τα θαύματα που συνδέονται με την ιστορική αυτή εικόνα. Ένα από αυτά μαρτυρεί και ο Γέροντας Παΐσιος:
«Τη Δευτέρα της Διακαινησίμου καθόμουν στο Αρχονταρίκι και έλεγα την ευχή. Ξαφνικά αισθάνθηκα μια ευωδία, άλλο πράγμα! Βγήκα στο διάδρομο να δω από πού προέρχεται, πήγα στην Εκκλησία, τίποτα. Βγήκα έξω στην αυλή. Η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη. Ακούστηκε να χτυπά το τάλαντο. Κοίταξα και είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω η λιτανεία, και κατάλαβα ότι προέρχεται από την εικόνα της Παναγίας…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου