Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τίμησαν τήν
Ὑπεραγία Θεοτόκο, χωρίς νά τήν θέτουν στήν ἴδια θέση μέ τόν Χριστό.
Βεβαίως, «εἷς μεσίτης μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων» (Α΄ Τιμ. β΄, 5), ὁ
Χριστός, ἀλλά ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι μεσίτρια μεταξύ ἡμῶν καί τοῦ
Υἱοῦ της, γιατί ἔχει μεγάλη παρρησία, ὡς Μητέρα Του, ὅπως ἔγινε ἤδη
λόγος.
Στά κείμενα καί τίς ὁμιλίες τῶν Πατέρων συναντᾶμε πολλές φράσεις καί ἐκφράσεις πού δείχνουν τό μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου. Θά ἐντοπισθοῦν μερικές ἀπό αὐτές.
α) «Τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;»
Κάθε πανήγυρις τῆς Θεοτόκου πρέπει νά γίνεται ἐν κραυγῇ καί βαθυτάτῃ σιωπῇ. Ὁ συνδυασμός τῶν δυό αὐτῶν γεγονότων εἶναι ὁ καλύτερος ἑορτασμός. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «καί ἔλαθεν τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη». Ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου, ὁ τοκετός της καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου εἶναι μυστήρια κραυγῆς πού πραγματοποιήθηκαν μέσα στήν ἡσυχία. Καί ὅποια κραυγή γίνεται μέσα στήν ἡσυχία συνιστᾶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ξεπερνᾶ τήν προσοχή τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου, δηλαδή τοῦ διαβόλου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί οἱ ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δέν ζοῦν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὡς ἰδεολόγημα καί πολιτιστικό ἀγαθό, οὔτε ὡς διακοσμητικό στοιχεῖο στήν ζωή τους, μποροῦν νά ἑορτάσουν ἀληθινά τό πάναγνο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος θά πῆ: «σέ οἱ πιστοί, Θεοτόκε, ὀρθοδόξως μεγαλύνομεν». Μόνον ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία συνιστᾶ τήν πραγματική ἑορτή.
Μία ἀπό τίς βασικότερες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως, ἀλλά ὑπάρχει χαώδης διαφορά. Τό ἄκτιστο δέν ἔχει ἀρχή, φθορά καί τέλος, ἐνῶ τό κτιστό ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή, διακρίνεται γιά τήν φθορά καί, βεβαίως, ἀπό τήν φύση του πρέπει νά ἔχη τέλος. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός καί κτιστή εἶναι ὅλη ἡ δημιουργία, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης, δηλαδή ἐκ μή ὄντος. Ἡ μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀφοῦ στήν ὑπόστασή Του ἥνωσε τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό.
Κατ’ ἐπέκταση καί οἱ ἅγιοι, μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, αἰσθάνονται κατά διαφορετικό τρόπο αὐτήν τήν ἕνωση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό λέγεται, γιατί ἄλλη εἶναι ἡ ὑποστατική ἕνωση, ἡ ὁποία ἰσχύει γιά τόν Χριστό, καί ἄλλη ἡ κατά Χάρη καί κατ’ ἐνέργεια ἕνωση, ἡ ὁποία συμβαίνει στούς ἁγίους καί ἐπάνω ἀπό ὅλους στήν Παναγία. Αὐτό, λοιπόν, δείχνει τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα τῆς Θεοτόκου. Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ λόγοι τοῦ ἁγιορείτου ἁγίου, δηλαδή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀναφέρονται στήν Παναγία. «Αὐτή τε γάρ κατέστη θαῦμα θαυμάτων ἐπί γῆς καί κοινωφελές τεράστιον τῶν ἀπ’ αἰῶνος μεῖζον». Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἔγινε Θεομήτωρ. Θά γράψη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Θεομήτωρ ἐχρημάτισας· ἥνωσας τόν νοῦν Θεῷ· ἥνωσας Θεόν σαρκί· υἱόν ἐποίησας Θεόν ἀνθρώπου, καί τόν ἄνθρωπον υἱόν Θεοῦ· κατήλλαξας τόν κόσμον τῷ τοῦ κόσμου ποιητῇ».
Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τό μεγαλεῖο καί ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου δέν βρίσκεται ἁπλῶς στήν γέννηση καί τήν κοίμησή της, ἀλλά στόν «καρπόν τῆς κοιλίας» της, στό ὅτι ἀξιώθηκε νά γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης θά γράψη: «Τί γάρ μεγαλειότερον τοῦ Μητέρα κεκλῆσθαι καί εἶναι Θεοῦ;».
Καί ὁ Βασίλειος Σελευκείας θά πῆ: «Θεοτόκος ἐστί τε καί λέγεται· ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;». Στό ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καί ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως: «Ἔχεις σύ παρ’ ἑαυτῆς τόν ἴδιον ὕμνον, ὅτι περ Θεοτόκος ἀνεδείχθης». Ἡ Θεοτόκος ἔγινε, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ὄχι «σωματικοῖς ὄγκοις», ἀλλά μέ τήν Χάρη καί τήν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε καί τήν ἔνδοξη κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Δέν εἶναι ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς θείας Χάριτος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψη ὅτι δέν μακάρισε ὁ θάνατος τήν Παναγία, ἀλλά ἡ Παναγία ὡς Θεοτόκος «τόν θάνατον κατῃγλάϊσε».
Δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη λόγο γιά τήν Παναγία ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Χριστό, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα Του, ἀπό τήν ὁποία ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά οὔτε καί νά κάνη λόγο γιά τόν Χριστό, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Θεοτόκο, ἀφοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάσθηκε Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἔτσι, λοιπόν, ἐξηγεῖται ὅτι ἀπαραίτητο γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι ἡ ἀγάπη του πρός τήν Παναγία καί ἡ ὀρθόδοξη τιμή πρός τό ὑπέροχο πρόσωπό της. Ἔτσι, ἀκόμη, ἐξηγεῖται τό ὅτι ὅλες οἱ Χριστολογικές αἱρέσεις καί ὅλες οἱ ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀληθινή ὀρθόδοξη θεολογία προβάλλονται καί στήν Θεοτοκολογία.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας συνδέει τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μέ τήν Ἐκκλησία. Σέ κάποιο σημεῖο γράφει: «ὑμνοῦντας τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν». Ὄχι μόνον ἡ Παναγία εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά καί συνήγαγε καί ἐμᾶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως θά πῆ: «Ἔχεις ἐκ Θεοῦ τό μέγα καί θρίαμβον ὕψος· διότι λαόν αὐτῷ χριστιανικόν ἀπό σαρκός τῆς σῆς συνεστήσω, καί τό ὁμοιογενές σου σύμμορφον τῆς θείας αὐτοῦ καί ὁμοιωτικῆς εἰκόνος ἀπειργάσω».
Ὅταν βλέπουμε ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσφαλμένη ἄποψη γιά τόν Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μποροῦμε εὔκολα νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ Χριστολογία, Θεοτοκολογία καί Ἐκκλησιολογία, χωρίς νά ταυτίζωνται ἀπόλυτα, συνδέονται μεταξύ τους.
Στά κείμενα καί τίς ὁμιλίες τῶν Πατέρων συναντᾶμε πολλές φράσεις καί ἐκφράσεις πού δείχνουν τό μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου. Θά ἐντοπισθοῦν μερικές ἀπό αὐτές.
α) «Τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;»
Κάθε πανήγυρις τῆς Θεοτόκου πρέπει νά γίνεται ἐν κραυγῇ καί βαθυτάτῃ σιωπῇ. Ὁ συνδυασμός τῶν δυό αὐτῶν γεγονότων εἶναι ὁ καλύτερος ἑορτασμός. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος γράφει: «καί ἔλαθεν τόν ἄρχοντα τοῦ αἰῶνος τούτου ἡ παρθενία Μαρίας καί ὁ τοκετός αὐτῆς, ὁμοίως καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου· τρία μυστήρια κραυγῆς, ἅτινα ἐν ἡσυχίᾳ Θεοῦ ἐπράχθη». Ἡ παρθενία τῆς Θεοτόκου, ὁ τοκετός της καί ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου εἶναι μυστήρια κραυγῆς πού πραγματοποιήθηκαν μέσα στήν ἡσυχία. Καί ὅποια κραυγή γίνεται μέσα στήν ἡσυχία συνιστᾶ μεγάλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο ξεπερνᾶ τήν προσοχή τοῦ ἄρχοντος τοῦ αἰῶνος τούτου, δηλαδή τοῦ διαβόλου.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί οἱ ἡσυχαστές Πατέρες, οἱ ὁποῖοι δέν ζοῦν τήν ὀρθόδοξη θεολογία ὡς ἰδεολόγημα καί πολιτιστικό ἀγαθό, οὔτε ὡς διακοσμητικό στοιχεῖο στήν ζωή τους, μποροῦν νά ἑορτάσουν ἀληθινά τό πάναγνο πρόσωπο τῆς Παναγίας μας.
Ὁ ἱερός ὑμνογράφος θά πῆ: «σέ οἱ πιστοί, Θεοτόκε, ὀρθοδόξως μεγαλύνομεν». Μόνον ἡ ὀρθόδοξη θεολογία σέ συνδυασμό μέ τήν ὀρθόδοξη λατρεία συνιστᾶ τήν πραγματική ἑορτή.
Μία ἀπό τίς βασικότερες διδασκαλίες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστῆς φύσεως, ἀλλά ὑπάρχει χαώδης διαφορά. Τό ἄκτιστο δέν ἔχει ἀρχή, φθορά καί τέλος, ἐνῶ τό κτιστό ἔχει μιά συγκεκριμένη ἀρχή, διακρίνεται γιά τήν φθορά καί, βεβαίως, ἀπό τήν φύση του πρέπει νά ἔχη τέλος. Ἄκτιστος εἶναι ὁ Θεός καί κτιστή εἶναι ὅλη ἡ δημιουργία, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης, δηλαδή ἐκ μή ὄντος. Ἡ μόνη γέφυρα μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ἀφοῦ στήν ὑπόστασή Του ἥνωσε τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό.
Κατ’ ἐπέκταση καί οἱ ἅγιοι, μέ πρώτη τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, αἰσθάνονται κατά διαφορετικό τρόπο αὐτήν τήν ἕνωση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Αὐτό λέγεται, γιατί ἄλλη εἶναι ἡ ὑποστατική ἕνωση, ἡ ὁποία ἰσχύει γιά τόν Χριστό, καί ἄλλη ἡ κατά Χάρη καί κατ’ ἐνέργεια ἕνωση, ἡ ὁποία συμβαίνει στούς ἁγίους καί ἐπάνω ἀπό ὅλους στήν Παναγία. Αὐτό, λοιπόν, δείχνει τό μεγαλεῖο καί τήν δόξα τῆς Θεοτόκου. Εἶναι χαρακτηριστικοί οἱ λόγοι τοῦ ἁγιορείτου ἁγίου, δηλαδή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού ἀναφέρονται στήν Παναγία. «Αὐτή τε γάρ κατέστη θαῦμα θαυμάτων ἐπί γῆς καί κοινωφελές τεράστιον τῶν ἀπ’ αἰῶνος μεῖζον». Αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἔγινε Θεομήτωρ. Θά γράψη ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Θεομήτωρ ἐχρημάτισας· ἥνωσας τόν νοῦν Θεῷ· ἥνωσας Θεόν σαρκί· υἱόν ἐποίησας Θεόν ἀνθρώπου, καί τόν ἄνθρωπον υἱόν Θεοῦ· κατήλλαξας τόν κόσμον τῷ τοῦ κόσμου ποιητῇ».
Γίνεται ἀντιληπτό ὅτι τό μεγαλεῖο καί ἡ δόξα τῆς Θεοτόκου δέν βρίσκεται ἁπλῶς στήν γέννηση καί τήν κοίμησή της, ἀλλά στόν «καρπόν τῆς κοιλίας» της, στό ὅτι ἀξιώθηκε νά γίνη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Κρήτης θά γράψη: «Τί γάρ μεγαλειότερον τοῦ Μητέρα κεκλῆσθαι καί εἶναι Θεοῦ;».
Καί ὁ Βασίλειος Σελευκείας θά πῆ: «Θεοτόκος ἐστί τε καί λέγεται· ἄρα τίς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσις;». Στό ἴδιο πλαίσιο κινεῖται καί ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως: «Ἔχεις σύ παρ’ ἑαυτῆς τόν ἴδιον ὕμνον, ὅτι περ Θεοτόκος ἀνεδείχθης». Ἡ Θεοτόκος ἔγινε, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ὄχι «σωματικοῖς ὄγκοις», ἀλλά μέ τήν Χάρη καί τήν συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά δοῦμε καί τήν ἔνδοξη κοίμηση τῆς Θεοτόκου. Δέν εἶναι ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς θείας Χάριτος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός θά γράψη ὅτι δέν μακάρισε ὁ θάνατος τήν Παναγία, ἀλλά ἡ Παναγία ὡς Θεοτόκος «τόν θάνατον κατῃγλάϊσε».
Δέν μπορεῖ κανείς νά κάνη λόγο γιά τήν Παναγία ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Χριστό, ἀφοῦ αὐτή εἶναι ἡ Μητέρα Του, ἀπό τήν ὁποία ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά οὔτε καί νά κάνη λόγο γιά τόν Χριστό, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Θεοτόκο, ἀφοῦ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὀνομάσθηκε Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἔτσι, λοιπόν, ἐξηγεῖται ὅτι ἀπαραίτητο γνώρισμα ἑνός ἁγίου εἶναι ἡ ἀγάπη του πρός τήν Παναγία καί ἡ ὀρθόδοξη τιμή πρός τό ὑπέροχο πρόσωπό της. Ἔτσι, ἀκόμη, ἐξηγεῖται τό ὅτι ὅλες οἱ Χριστολογικές αἱρέσεις καί ὅλες οἱ ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀληθινή ὀρθόδοξη θεολογία προβάλλονται καί στήν Θεοτοκολογία.
Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας συνδέει τό πρόσωπο τῆς Παναγίας μέ τήν Ἐκκλησία. Σέ κάποιο σημεῖο γράφει: «ὑμνοῦντας τήν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τήν ἁγίαν Ἐκκλησίαν». Ὄχι μόνον ἡ Παναγία εἶναι Ἐκκλησία, ἀλλά καί συνήγαγε καί ἐμᾶς στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἔκανε μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως θά πῆ: «Ἔχεις ἐκ Θεοῦ τό μέγα καί θρίαμβον ὕψος· διότι λαόν αὐτῷ χριστιανικόν ἀπό σαρκός τῆς σῆς συνεστήσω, καί τό ὁμοιογενές σου σύμμορφον τῆς θείας αὐτοῦ καί ὁμοιωτικῆς εἰκόνος ἀπειργάσω».
Ὅταν βλέπουμε ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐσφαλμένη ἄποψη γιά τόν Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, μποροῦμε εὔκολα νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ Χριστολογία, Θεοτοκολογία καί Ἐκκλησιολογία, χωρίς νά ταυτίζωνται ἀπόλυτα, συνδέονται μεταξύ τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου