Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

Παρακλητικοί Κανόνες-Ευχαριστήριοι Ύμνοι στη Θεοτόκο. (Αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη)



Λέγεται Παρακλητικός Κανόνας η ακολουθία που ψάλλουμε κάθε βραδύ του Δεκαπενταύγουστου (άλλοτε τον Μεγάλο κι άλλοτε τον Μικρό). Είναι όμως και Ευχαριστήριος Κανόνας. Σ’ ένα από τα τροπάρια ψάλλουμε: «Απολαύοντες, Πάναγνε, των σων δωρημάτων, ευχαριστήριον αναμέλπομεν εφύμνιον, οι γινώσκοντές οε Θεομήτορα».
Τρεις ενέργειές μας αποτελούν τις καλύτερες ευχαριστίες μας προς την Παναγία. Η πρώτη: Η ορθή πίστη για την Παναγία. Πώς την γνωρίζουμε την Παναγία; Οι απαντήσεις στο ερώτημα αυτό είναι διαφορετικές. Άλλος την γνωρίζει ως Παρθένο Αγνή. Άλλος ως την καθαρότερη γυναίκα του κόσμου. Άλλος ως Αειπάρθενο. Άλλος ως Μητέρα στοργική. Άλλος ως Μεσίτρια. Άλλος ως Βασίλισσα των ουρανών. Άλλος ως Κεχαριτωμένη.
Όλα αυτά οπωσδήποτε είναι σωστά και αποτελούν αληθινά εγκώμια προς την Παναγία. Αλλ’ υπεράνω όλων αυτών των χαρακτηρισμών και επιθέτων υπάρχει μία άλλη ονομασία της Παναγίας. Είναι Θεομήτωρ, Θεοτόκος. Αν δεχόμαστε όλα τα ωραία επίθετα, με τα όποια οι πιστοί στολίζουν τη μορφή της Παναγίας, αλλά δεν την αναγνωρίζουμε ως Θεοτόκο, τότε δεν εκφράζουμε όλη την αλήθεια. Ή μάλλον δεν διατυπώνουμε τη σπουδαιότερη αλήθεια και άρα δεν είμαστε Ορθόδοξοι.
Η Παναγία είναι κατ’ εξοχήν Θεοτόκος. Για να φανερωθεί η λέξη αυτή οι άγιοι Πατέρες έδωσαν σκληρές μάχες. Υπήρχαν αιρετικοί, όπως ο Νεστόριος, πού δέχονταν να ονομάζουν την Παναγία «Χ ρ ι σ τ ο τ ό κ ο», αλλά με κανένα λόγο δεν δέχονταν να την αποκαλούν «Θεοτόκο». Ισχυρίζονταν, ότι η Παρθένος Μαρία γέννησε «ψιλόν τινα άνθρωπον», τον Χριστόν Ιησού, που ύστερα ενώθηκε με τη Θεότητα και έγινε ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Όχι -θεολόγησαν και βροντοφώνησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας-, η Παναγία είναι Θεοτόκος. Από τη στιγμή του Ευαγγελισμού συνέλαβε Υιό, που ήταν ο σαρκωμένος Θεός.
Την αλήθεια αυτή συνοψίζει ο μεγάλος δογματικός της Εκκλησίας μας, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, λέγοντας: «Θεοτόκον κυρίως και αληθώς την Αγίαν Παρθένον κηρύττομεν».(Ε.Π.Ε. 1,323).

Ακηλίδωτο κάτοπτρο
Η Παναγία αξιώθηκε να φιλοξενήσει τον Θεό σαρκούμενο. Έγινε θρόνος της Θεότητος. Πώς;
Θα έχετε ακούσει, ότι υπάρχουν κάτι καθρέπτες, που λέγονται «κοίλα κάτοπτρα». Είναι μεγάλοι συγκεντρωτικοί φακοί, που συγκεντρώνουν τις ακτίνες του ήλιου. Αν πλησιάσεις λαμπάδα ή ξύλο, αμέσως αρπάζει φωτιά. Έτσι πυροδοτείται και η λεγόμενη «Ολυμπιακή φλόγα». Το κάτοπτρο μεταδίδει φωτιά, διότι έχει συγκεντρώσει πάνω του τις θερμαντικές ακτίνες του ήλιου. Μεταδίδει φωτιά, αλλά το ίδιο δεν καίγεται.
Κάτι παρόμοιο μπορούμε να πούμε, ότι συνέβηκε στην περίπτωση της Παναγίας, αλλά σε απείρως μεγαλύτερες διαστάσεις. Η Παναγία είναι το ακηλίδωτο κάτοπτρο, που πάνω της συγκεντρώθηκαν οι αχτίνες του ηλίου της θεότητας. Φιλοξένησε μέσα της τη φωτιά της θεότητας, τον σαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού και Θεό αληθινό. Δέχθηκε το πυρ της Θεότητας, χωρίς η ίδια να καεί, όπως δεν κάηκε η φλεγόμενη βάτος που είδε ο Μωυσής. Μεταδίδει φωτιά, αλλ’ η ίδια παραμένει άθικτη.
Την αγνή και παρθενική της ύπαρξη διάλεξε ο Βασιλέας του ουρανού, ως πρώτο επίγειο κατοικητήριο. Κι ήταν το καθαρότερο. Και δεν ξανάγινε καθαρότερο οικητήριο του Θεού. Την αγάπησε ο Θεός και την επιθύμησε. Όπως ο νυμφίος επιθυμεί το κάλλος της νύμφης, κατά το Ψαλμικό: «Άκουσον, θύγατερ, και ίδε και κλίνον το ους σου και επιλάθου του λαού σου και του οίκου του πατρός άου· και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου, ότι αυτός έστι Κύριος σου» (Ψαλμ. 44,11-12).
Πώς έγινε η Παναγία Θεοτόκος; Πώς μέσα της χώρεσε το Θεό; Το ερώτημα αυτό διατυπώνει και ο υμνογράφος των Χριστουγέννων: «Ο Αχώρητος παντί πώς εχωρήθη εν γαστρί;».
Αλλ’ από τη στιγμή, που ό Θεός γίνεται άνθρωπος, συστέλλεται και διαστέλλεται, ανάλογα με το χώρο που φιλοξενείται. Ο Αχώρητος Θεός χωράει μέσα στη γαστέρα της Παρθένου. Ο Αχώρητος Θεός συστέλλεται και χωράει μέσα στο άγιο Ποτήριο. Ο Αχώρητος Θεός συστέλλεται και χωράει μέσα στην ύπαρξη του πιστού, που με πίστη και ευλάβεια κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων.
Γνωρίζουμε λοιπόν και αναγνωρίζουμε την Παναγία ως Θεοτόκο; Είμαστε Ορθόδοξοι. Δυστυχώς και σ’ αυτό  το θέμα υπάρχουν άνθρωποι των δύο άκρων. Υπάρχουν εκείνοι, που γνωρίζουν τη Μητέρα, αλλά δεν γνωρίζουν τον Υιό. Υπάρχουν και άλλοι, που γνωρίζουν τον Υιό και δεν γνωρίζουν τη Μητέρα.
Στους πρώτους ανήκουν ορισμένοι λεγόμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί, που μιλάνε συνεχώς και αποκλειστικά για την Παναγία. Δεν κάνουν λόγο για τον Ιησού Χριστό. Διαβάζουν π.χ. καθημερινά την Παράκληση της Παναγίας· δεν μελετούν όμως καθημερινά την Αγία Γραφή, το Ευαγγέλιο του Υιού, την Καινή Διαθήκη. Τιμούν την Παναγία υπερβολικά – δεν τιμούν ανάλογα τον Θεάνθρωπο Κύριο. Προσεύχονται συνεχώς στην Παναγία· δεν προσεύχονται στον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Μπορεί να θεωρούν μεγαλύτερη χάρη να προσκυνήσουν μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, παρά να κοινωνήσουν σωστά προετοιμασμένοι το Σώμα και το
Αίμα του Χριστού. Πρόκειται για μια τάση υπερυψώσεως της Παναγίας, πράγμα που δεν θέλει ούτε η ίδια η Παναγία. Η Παναγία είναι υπερυψωμένη μόνο όταν είναι δίπλα στον Υιό της και Θεό της. Η Παναγία είναι ο πρώτος άνθρωπος κοντά στον Θεάνθρωπο Λυτρωτή. Η υπερύψωση όμως που της γίνεται από νοσηρούς ανθρώπους, οδηγεί σε θεοποίησή της, σε Μαριολατρεία.
Οι άλλοι είναι οι αιρετικοί, Προτεστάντες και Χιλιαστές, που μιλάνε γλυκύτατα για τον Ιησού Χριστό, αλλά περιφρονούν τελείως την Αειπάρθενο Θεοτόκο. Αναφέρουν μόνο για κάποια Μαρία, σαν να πρόκειται για καμιά Μαρία της γειτονιάς τους!
Όσοι πιστεύουν ορθόδοξα στον Υιό του Θεού, που έγινε και Υιός του ανθρώπου, αυτοί πιστεύουν και τιμούν ορθόδοξα και τη Μητέρα του σαρκωθέντος Υιού και Λόγου του Θεού.

Το μεγάλο της δώρημα
Η δεύτερη ευχαριστία μας στην Παναγία είναι για το μεγάλο δώρημά της στον κόσμο, που υπονοείται στον ύμνο: «Απολαύοντες, Πάναγνε, των σων δωρημάτων…».
Πολλά τα δωρήματα της Παναγίας. Ένα όμως το πρώτο και μοναδικό σε αξία και μεγαλείο δώρημά της. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει: «Πάσα δόσις αγαθή και πάν δώρημα τέλειον άνωθεν εστί καταβαίνον από του πατρός των φώτων…» (Ιακ. 1,17). Το μεγάλο δώρημα είναι «καταβαίνον», κατέβηκε από τον ουρανό, σταλμένο από το Θεό Πατέρα. Είναι η ύψιστη προσφορά του Θεού στον άνθρωπο. Είναι ο ίδιος η προσφορά αυτή. Ο Θεός αυτοπροσφέρεται.
Όταν σε επίσημη δεξίωση πρόκειται να σερβίρουν το ωραιότερο γλύκισμα, χρησιμοποιούν τον ακριβότερο και πολυτιμότερο δίσκο, ασημένιο ή χρυσαφένιο. Θαμπώνεσαι από τη λάμψη του απαστράπτοντα δίσκου. Και ο Θεός, όταν ευδόκησε να προσφέρει στους ανθρώπους τον σαρκωμένο Υιό του, που είναι το γλυκύτερο δώρο του κόσμου, χρησιμοποίησε τον ολόχρυσο και απαστράπτοντα δίσκο, που λέγεται Παρθένος Μαρία. Η  ατίμητη αγάπη του Θεού σερβίρεται στους ανθρώπους με το δίσκο της Παναγίας Θεοτόκου.
Η μεγάλη λοιπόν δωρεά, που προσφέρθηκε διά μέσου της Παναγίας, είναι η σάρκωση του Θεού. Έγινε ο Θεός άνθρωπος για μας. Την απολαμβάνουμε τη δωρεά αυτή;
Έχουμε κατανοήσει την αξία της δωρεάς του Χριστού; Έχουμε πιστέψει στη λύτρωση του Χριστού; Εάν ναι, θα ευχαριστούμε και την Παναγία, διότι είναι «η αιωνίαν τεκούσα λύτρωσιν».
Και τότε θα προσφέρουμε στην Παναγία και την τρίτη ευχαριστία. Είναι ο ευχαριστήριος ύμνος. «Ευχαριοτήριον αναμέλπομεν εφύμνιον οι γινώσκοντές σε Θεομήτορα».
Δυστυχώς πολλοί λεγόμενοι χριστιανοί, αντί ν’ αναπέμπουν ευχαριστήριο ύμνο στη Θεοτόκο, εκσφενδονίζουν μύδρους και εκτοξεύουν βέλη εναντίον της. Είναι οι φρικτές βλασφημίες για την πάναγνη Κόρη της Ναζαρέτ.
Εάν τιμούμε και αγαπάμε την Παναγία, τότε, όπως με το στόμα την υμνούμε, έτσι με το στόμα και να την ομολογούμε. Να διαμαρτυρόμαστε για τις βλασφημίες που ακούγονται. Όπως με τα χέρια μας ανάβουμε λαμπάδες στη Χάρη της, έτσι με τα χέρια μας να σφραγίζουμε τα στόματα των βλάσφημων, που βρίζουν τη Θεοτόκο όσο δεν βρίζουν τις πιό διεφθαρμένες γυναίκες του υπόκοσμου!
* * *
 Τριπλή η ευχαριστία μας στη Παναγία. Να την πιστεύουμε ως Θεοτόκο, να τη δοξολογούμε γιατί έγινε η γέφυρα «δι’ ης κατέβη ο Θεός», και ν’ αγωνισθούμε να εξαλειφθεί η βλασφημία της.
Η Παντάνασσα και Σκέπη του κόσμου ας προστατεύει όλους τους χριστιανούς.

(Αρχιμ. Δανιήλ Γ. Αεράκη, «Κλίματα της Αμπέλου»

ΕΜΜΕΤΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή)


7. Εις την Κυρίαν Θεοτόκον
Παντάνασσα, Μητέρα μου, γλυκεία Παναγία,
του κόσμου η βασίλισσα, η πάντων σωτηρία,
η μόνη μου παράκλησις, η μόνη μου ελπίδα,
γλυκειά παρηγορία μου, Θεοτόκε Μαρία.
Η μόνη μου καταφυγή σ΄ όλας τας περιστάσεις
που συναντά ο μοναχός σ΄ όλας τας καταστάσεις.
Η των αγγέλων Άνασσα και πάντων ανωτέρα
των Χερουβείμ και Σεραφείμ όντως τιμιωτέρα·
του Παραδείσου άρωμα, τ΄ ουρανού η λαμπρότης
και των αγίων απάντων όλη η ώραιότης·
η σύλληψίς σου θαυμαστή, η γέννησις αγία
ανάπτυξις κι΄ ανατροφή εστάθης Παναγία.
Ω άμωμος περιστερά, εις τ΄ άγια των Αγίων
οι άγγελοι σε έτρεφαν από μάννα το θείον
προορισμένη απ΄ άνωθεν ότι θες να μας σώσης
κι΄ από του άδου τα δεσμά θα μας ελευθέρωσης.
Τον Λόγον η κυήσασα Πατρός του Προανάρχου
και φέρουσα δευτέρεια Θεού Τρισυπόστατου.
Εσύ γαλακτοτρόφησας τον Κτίστην των απάντων
και παρρησίαν έλαβες ως υπέρ πάντας λόγον,
να μεσιτεύης προς Θεόν εις τον Υιόν και Λόγον,
να προστάτευης τους πιστούς ως Μήτηρ ούσα όλων.
Δώσε μου λόγια, Δέσποινα, να σε υμνογραφήσω
και την μεγαλωσύνην σου γλυκά να μελωδήσω.
Ωσαύτως δος μου φωτισμόν, την γνώσιν, την σοφίαν,
την σύνεσιν, την φρόνησιν και θείαν ομιλίαν
και ό,τι λόγια αγαπάς, αυτά να μου χαρίσης,
να μελετώ να χαίρεται η χθαμαλή μου φύσις.
Διότι πάντα δύνασαι ως του Θεού Μητέρα,
αγγέλων η βασίλισσα και πάντων υπερτέρα.
Επάκουσον την δέησιν, Μητρόθεε Μαρία,
και φώτισόν μου την αχλύν, γλυκειά μου Παναγία·
κι΄ αφού εκαθοδήγησας και μ΄ έφερες ενθάδε,
μη με αφήσης, Δέσποινα, στου πάθους το σκοτάδι,
αλλά συ με καθάρισον, εσύ και φώτιζέ με
κι΄ από τους νοητούς εχθρούς, εσύ απάλλαξε με·
και χάρισόν μοι ένδυμα του γάμου, Δέσποινά μου,
το νοητόν και άυλον φόρεμα, Άνασσά μου,
διά να εισέλθω, Δέσποινα, στους γάμους του Νυμφίου,
μη τύχει και με διώξουνε ωσάν γυμνόν κι΄ αχρείον,
Ναι, Θεοτόκε Μαριάμ, ο πόθος της ψυχής μου,
η μόνη μου παράκλησις, η καθαρά ελπίς μου,
μη με αφήσης δέομαι, αλλά προστάτευέ με
και εις τους κόλπους του Χριστού εσύ παράστησε με·
κι΄ εν ώρα του θανάτου μου πλησίον μου να είσαι,
μην τρέμει η ψυχούλα μου, όταν το σώμα ΄φήνη·
πως δε και τα τελώνεια εκείθεν θα παρέλθω,
αν δεν σταθής πλησίον μου, πως έχω να διέλθω;
Οίμοι, γλυκειά Μητέρα μου, πολλά διανοούμαι,
μα πολεμίους έχω τρεις, που πάντα με νικούνε·
δαίμονες και συνήθεια κι΄ η ασθενής μου φύσις,
αυτά με κυριεύουνε, αν συ δεν βοηθήσης.
Το σώμα ρέπει διαρκώς σ΄ όλας τας αναπαύσεις,
η δε κακή συνήθεια τα θέλει ως νόμων τάξεις,
ο δε κακός διάβολος στέκει πάντα πλησίον
και πολεμεί με διαρκώς ως άγριον θηρίον.
Με παγιδεύει δεξιά, κι΄ αν δη ότι τον είδα,
στρέφει ευθύς αριστερά, μου φτιάχνει άλλη παγίδα·
αν του χαλάσω και αυτή, εξ όπισθεν με πιάνει,
μου κλείει το μνημονικόν, εις λήθην με γυρνάει·
κακείθεν αν πολεμηθή, απ΄ έμπροσθεν γυρνάει,
χειρώνει το φανταστικόν κι΄ άπειρα μου φαντάζει·
ει δε κακείθεν γνωριστεί, κάτωθεν κατεβαίνει
και εξεγείρει πόλεμον σαρκικόν παμμεγέθη,
κι΄ αφού κακεί η δύναμις του Χριστού τον νικήση,
ευθύς το διανοητικόν έξωθεν περισφίγγει,
μη συγχωρών ουδέ στιγμήν τον λογισμόν σταθήναι,
αλλά φθαρτά και μάταια πάντα διανοηθήναι,
προς δε και την καρδίαν μου ολόγυρα την κλείει
κι΄ όλο το περικάρδιο σφικτά το περικλείει,
μη συγχωρών ουδέ πνοή ελαφρά ν΄ αναπνεύσω,
αλλά βαριά, σκότους πικρά πνοή εβγαίνει έξω.
Πως δύναμαι λοιπόν εγώ, Δέσποινα Παναγία,
να πολεμήσω μόνος μου με τούτα τα θηρία,
αν σεις δεν με διδάξετε μαζί με τον Υιόν σου
και να΄ ρθη ο Παράκλητος που πέμπει ο Πλαστουργός μου,
όπου ως αύρα θαυμαστή, πνοή λεπτή ευώδης,
εισέρχεται νοΐ, ψυχή, λούων αισθήσεις όλες,
χαρίζων γνώσιν, φωτισμόν, διαύγειαν τελείαν,
ειρήνην εις τους λογισμούς κι΄ όλην ψυχής υγείαν,
λόγον, σοφίαν, σύνεσιν, φρόνησιν και ανδρείαν,
πίστιν, ελπίδα στον Θεόν κι΄ αγάπησιν τελείαν·
αλλά τι με ωφέλησαν, αν ταύτα πάντα λέγω,
αφού, όταν μακρύνεσαι, τυφλώνομαι δεν βλέπω
και πράττω τα ενάντια και όλως αποκτείνω
και ως τυφλός περιπατώ, διάκρισιν δεν έχω,
αλλά και φυσιούμενος ως άλλος Φαρισαίος,
αλησμονώ που καταντά το έσχατόν μου τέλος.
Δι΄ αυτό θερμώς παρακαλώ, Δέσποινα Παναγία,
μη με υστερής φωτισμού, Παντάνασσα Μαρία,
αλλά ενθάδε σκέπαζε εσύ και φύλαττέ με
από δε τα τελώνια εκεί απάλλαξέ με
κι΄ οδήγησόν με, Δέσποινα, εις τον Υιόν και Λόγον
του Προανάρχου και Πατρός και Ποιητού των όλων,
να χαίρω, να αγάλλωμαι μετά πάντων οσίων,
μετά δικαίων ευσεβών, μαρτύρων και αγίων,
ταις ευπροσδέκτοις σου ευχαίς και μητρικαίς δεήσεσ΄,
που ιλαρύνουν τον Θεόν και χαίρει πάσα φύσις.
Αμήν.