Η οικονομική κρίση την οποία βιώνουμε έφερε και πάλι το προσκήνιο την σκληρότητα της ζωής. Είναι κατάσταση την οποία ο κάθε άνθρωπος βιώνει, από τη στιγμή που γεννιέται (ο τοκετός είναι ο χωρισμός του παιδιού από την μητέρα του) μέχρι και τη στιγμή που φεύγει από αυτόν τον κόσμο (ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, αλλά και ο χωρισμός του ανθρώπου από όλους τους συνανθρώπους του και τη ζωή όπως μέχρι τότε ο άνθρωπος τη γνωρίζει). Με τον ιδρώτα του προσώπου μας βγάζουμε τον «επιούσιο άρτο μας», με «ωδίνες» γεννούμε τα παιδιά μας, σταυρός είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, λιγότερες είναι οι χαρές από τις λύπες. Ακόμη και η όποια ηδονή την οποία γεύεται ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένη με την οδύνη. Συνήθως, την ύπαρξή μας ταλανίζει ένα ερώτημα: «γιατί» αυτή η σκληρότητα; Με ποιο τρόπο μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;
Στον προβληματισμό και τα ερωτήματα για την σκληρότητα της ζωής η Εκκλησία φέρνει ενώπιόν μας ένα πρόσωπο: αυτό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν μιλά για ιδέες, ούτε για
ψευτοφάρμακα, ούτε για υποκατάστατα που θα μας κάνουν να ξεγελαστούμε ότι δεν υπάρχει σκληρότητα και πόνος στη ζωή. Δεν λειτουργεί δηλαδή προσπαθώντας να ξεγελάσει τον άνθρωπο, υποσχόμενη παραδείσους σε όποιον πιστεύει στο Θεό. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός το επεσήμανε: «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14). Και αυτή η στενότητα και η θλίψη δεν πηγάζουν από το Θεό, αλλά από την εμπαθή κατάσταση του κόσμου λόγω της αμαρτίας, από τον χρόνο και την φύση που εκ των πραγμάτων συνδέονται με τη φθορά, από τον εαυτό μας που δεν μπορεί να βρει εύκολα τον αληθινό προσανατολισμό του, όντας εγωκεντρικός, από την ιδέα ότι σκοπός της ζωής είναι μόνο η ηδονή και η με κάθε τρόπο επιδίωξή της, αλλά και από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους που κι εκείνοι έτσι σκέπτονται, με γνώμονα την προσωπική τους ηδονή. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό καλείται να νικήσει την σκληρότητα της ζωής, να μην αποκαρδιωθεί ούτε από τα σφάλματα και τις αμαρτίες του, ούτε από τις δοκιμασίες τις οποίες βιώνει. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχει ρεαλισμός. Η όποια βοήθεια δεν είναι στερεωμένη σε ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά στην νέα πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν μπορεί να κοινωνήσει εν προσώπω με το Θεό.
ψευτοφάρμακα, ούτε για υποκατάστατα που θα μας κάνουν να ξεγελαστούμε ότι δεν υπάρχει σκληρότητα και πόνος στη ζωή. Δεν λειτουργεί δηλαδή προσπαθώντας να ξεγελάσει τον άνθρωπο, υποσχόμενη παραδείσους σε όποιον πιστεύει στο Θεό. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός το επεσήμανε: «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14). Και αυτή η στενότητα και η θλίψη δεν πηγάζουν από το Θεό, αλλά από την εμπαθή κατάσταση του κόσμου λόγω της αμαρτίας, από τον χρόνο και την φύση που εκ των πραγμάτων συνδέονται με τη φθορά, από τον εαυτό μας που δεν μπορεί να βρει εύκολα τον αληθινό προσανατολισμό του, όντας εγωκεντρικός, από την ιδέα ότι σκοπός της ζωής είναι μόνο η ηδονή και η με κάθε τρόπο επιδίωξή της, αλλά και από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους που κι εκείνοι έτσι σκέπτονται, με γνώμονα την προσωπική τους ηδονή. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό καλείται να νικήσει την σκληρότητα της ζωής, να μην αποκαρδιωθεί ούτε από τα σφάλματα και τις αμαρτίες του, ούτε από τις δοκιμασίες τις οποίες βιώνει. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχει ρεαλισμός. Η όποια βοήθεια δεν είναι στερεωμένη σε ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά στην νέα πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν μπορεί να κοινωνήσει εν προσώπω με το Θεό.