Κυριακή 24 Αυγούστου 2014

Η ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ & ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ .


Η οικονομική κρίση την οποία βιώνουμε έφερε και πάλι το προσκήνιο την σκληρότητα της ζωής. Είναι κατάσταση την οποία ο κάθε άνθρωπος βιώνει, από τη στιγμή που γεννιέται (ο τοκετός είναι ο χωρισμός του παιδιού από την μητέρα του) μέχρι και τη στιγμή που φεύγει από αυτόν τον κόσμο (ο θάνατος είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, αλλά και ο χωρισμός του ανθρώπου από όλους τους συνανθρώπους του και τη ζωή όπως μέχρι τότε ο άνθρωπος τη γνωρίζει). Με τον ιδρώτα του προσώπου μας βγάζουμε τον «επιούσιο άρτο μας», με «ωδίνες» γεννούμε τα παιδιά μας, σταυρός είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, λιγότερες είναι οι χαρές από τις λύπες. Ακόμη και η όποια ηδονή την οποία γεύεται ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένη με την οδύνη. Συνήθως, την ύπαρξή μας ταλανίζει ένα ερώτημα: «γιατί» αυτή η σκληρότητα; Με ποιο τρόπο μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;
Στον προβληματισμό και τα ερωτήματα για την σκληρότητα της ζωής η Εκκλησία φέρνει ενώπιόν μας ένα πρόσωπο: αυτό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν μιλά για ιδέες, ούτε για
ψευτοφάρμακα, ούτε για υποκατάστατα που θα μας κάνουν να ξεγελαστούμε ότι δεν υπάρχει σκληρότητα και πόνος στη ζωή. Δεν λειτουργεί δηλαδή προσπαθώντας να ξεγελάσει τον άνθρωπο, υποσχόμενη παραδείσους σε όποιον πιστεύει στο Θεό. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός το επεσήμανε: «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14). Και αυτή η στενότητα και η θλίψη δεν πηγάζουν από το Θεό, αλλά από την εμπαθή κατάσταση του κόσμου λόγω της αμαρτίας, από τον χρόνο και την φύση που εκ των πραγμάτων συνδέονται με τη φθορά, από τον εαυτό μας που δεν μπορεί να βρει εύκολα τον αληθινό προσανατολισμό του, όντας εγωκεντρικός, από την ιδέα ότι σκοπός της ζωής είναι μόνο η ηδονή και η με κάθε τρόπο επιδίωξή της, αλλά και από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους που κι εκείνοι έτσι σκέπτονται, με γνώμονα την προσωπική τους ηδονή. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό καλείται να νικήσει την σκληρότητα της ζωής, να μην αποκαρδιωθεί ούτε από τα σφάλματα και τις αμαρτίες του, ούτε από τις δοκιμασίες τις οποίες βιώνει. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχει ρεαλισμός. Η όποια βοήθεια δεν είναι στερεωμένη σε ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά στην νέα πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν μπορεί να κοινωνήσει εν προσώπω με το Θεό. 

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2014

Παναγία η Ιεροσολυμίτισσα: Η Αχειροποίητη Εικόνα του Θεομητορικού Μνήματος και η Ιστορία Της


Απολυτίκιον της Παναγίας της Ιεροσολυμιτίσσης
Ήχος α΄
Την σεπτήν σου εικόνα ως της δόξης σου σκήνωμα, Ιεροσολυμίτισσα Παρθένε, προσκυνούμεν Πανάχραντε. Εκ ταύτης γαρ πηγάζεις μυστικώς θαυμάτων ποταμούς τας δωρεάς• και αρδεύεις τας καρδίας και τας ψυχάς των πίστει κραυγαζόντων σοι• Δόξα τω Θείω Τόκω σου, Αγνή, δόξα τη παρθενία σου, δόξα τη προς ημάς σου ανεκφράστω προνοία, Άχραντε. 

Η Θαυματουργή Αγία Εικόνα της Παναγίας «Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ», έχει Αγιογραφηθεί τον 19ο αιώνα Θαυματουργικώς. Φέρει χρονολογία 1870 και έχει το εξής ιστορικό: 
Υπήρχε τον καιρό εκείνο μία αγιογράφος Μοναχή ονόματι Τατιανή, της Ρωσικής Ιεράς Μονής της Μυροφόρου Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, που βρίσκεται στους πρόποδες του απέναντι της Ιερουσαλήμ Όρους των Ελαιών. 
Είδε δε η Τατιανή καθώς κοιμόταν το εξής Όραμα: Είδε ότι την επισκέφθηκε στο κελλί της μία άγνωστη Μοναχή, η οποία της είπε: «Αδελφή Τατιανή, ήλθα να με ζωγραφίσεις». 
Η Τατιανή απάντησε: «Ευλόγησον, αδελφή, αλλά εγώ είμαι αγιογράφος και όχι ζωγράφος». Και η Επισκέπτρια της λέγει: «Τότε να με αγιογραφήσεις». 
Η Τατιανή εξεπλάγη με το θάρρος της ξένης και απεκρίθη: «Δεν έχω ξύλο (σανίδι), πού να σε ζωγραφίσω;». 
Και τότε η Επισκέπτρια Μοναχή της δίδει ένα σανίδι αγιογραφήσεως και λέγει: «Ζωγράφισε»! Αλλά ενώ ζωγράφιζε η Τατιανή την Μοναχή, είδε τα Άμφιά Της να γίνονται χρυσά, το Πρόσωπό Της να λάμπει πολύ, και Την άκουσε να λέγει: «Ω μακαρία Τατιανή, μετά τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Λουκά, θα με αγιογραφήσεις πάλι εσύ». 
Η Τατιανή αντελήφθη ότι αγιογραφούσε την Παναγία! Εταράχθη και ξύπνησε. Αμέσως έσπευσε στην Ηγουμένη και της διηγήθηκε το Όραμα. Η Ηγουμένη δυσπίστησε και της είπε να πάει να κοιμηθεί και αύριο να αγιογραφήσει μία Εικόνα της Παναγίας. 
Καθώς όμως επέστρεφε, είδε να βγαίνει από το κελλί της φως και αισθάνθηκε ευωδιά! Τότε ειδοποίησε την Ηγουμένη και μαζί εισήλθαν στο φωτεινό και ευωδιάζον κελλί, όπου είδαν εκπληκτικότερο Θαύμα. Η Εικόνα του Οράματος βρισκόταν μέσα στο κελλί πραγματική, Αχειροποίητη! Η Αγία αυτή Εικόνα της Παναγίας! (1) 
Μετά από όλα αυτά, παρουσιάζεται πάλι η Παναγία στη Μοναχή και λέγει: «Να με κατεβάσετε κάτω στο σπίτι μου, στη Γεθσημανή». Πράγμα που έγινε. 

Από τότε η Αχειροποίητη Αγία Εικόνα της Παναγίας «Η ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΣΣΑ», βρίσκεται στο Ιερό Προσκύνημα του Θεομητορικού Μνήματος της Γεθσημανής (2), και Θαυματουργεί. 

Και τις τρεις φορές που πλημμύρισε ο Ιερός Ναός στη Γεθσημανή, η Εικόνα ανέβηκε μόνη Της από τον μαρμάρινο θρόνο που βρίσκεται και στάθηκε στο σύστημα εξαερισμού, χωρίς να στηρίζεται πουθενά! Τα Θαύματά Της είναι αναρίθμητα, όπου και αν πήγε. 

Σημειώσεις
1) Η παρακάτω πληροφορία έχει ευρέως γνωστοποιηθεί (ειπωθεί και καταγραφεί), μέσα από τις διηγήσεις Αγίων Γερόντων της Πίστεώς μας (όπως για παράδειγμα του Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου), οι οποίοι είχαν την Ευλογία (όταν ζούσαν στον κόσμο αυτό) να δουν σε Οράματα την Υπεραγία Θεοτόκο. Οι Μαρτυρίες όλων συμφωνούν πως η Αγία αυτή Εικόνα της «Ιεροσολυμίτισσας», είναι εκείνη που απεικονίζει ακριβέστερα από οποιαδήποτε άλλη, τα Χαρακτηριστικά της Αγίας Μορφής της Παναγίας. 

2) Το Θεομητορικό Μνήμα αποτελεί τον Κενό Τάφο της Παναγίας μας (το ονομαζόμενο Κενοτάφιο), αφού το Σώμα Της Ανελήφθη στους Ουρανούς την τρίτη ημέρα από την Κοίμησή Της, διότι «δεν ήταν δυνατό να παραμείνει κάτω από τη γη το Σώμα Εκείνης, χάριν της Οποίας ο Θεός έπλασε όλο τον κόσμο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μέγας Βασίλειος. 

Η Είσοδος του Ιερού Προσκυνήματος της Παναγίας μας στη Γεθσημανή. Σε αυτό το μέρος, το οποίο ήταν ο κήπος των γονέων Της, βρίσκεται σήμερα ο Ιερός Ναός με το Θεομητορικό Μνήμα. 
Από ξενάγηση του Ηγουμένου του Θεομητορικού Μνήματος
www.doyriosippos.blogspot.com

Η Αγία Σκέπη


agia_skephΓιορτάζουμε κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου την εορτή της αγίας Σκέπης. Και για την γιορτή αυτή συμβαίνει αυτό που λέγει ο άγιος Χρυσόστομος για τις μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας μας, ότι πολλοί γιορτάζουν τις μεγάλες γιορτές, ξέρουν το όνομά τους, δεν ξέρουν όμως το βαθύτερο νόημά τους, ούτε το μήνυμα που θέλει να εξαγγείλει η Εκκλησία μας μέσω των εορτών αυτών. Και αυτό γιατί οι περισσότεροι, λέγει ο ιερός πατήρ, έρχονται στην Εκκλησία από συνήθεια και όχι από ευσέβεια. Γι’ αυτό ας ασχοληθούμε σήμερα με την υπόθεση της γιορτής καθώς και για το μήνυμά της προς το λαό του Θεού.

Πως καθιερώθηκε η γιορτή της αγίας Σκέπης.

Στα χρόνια του βασιλέως Λέοντος του Μεγάλου (457-474 μ. Χ.) ζούσε στην Κων/πολη ο όσιος Ανδρέας, ο κατά Χριστόν σαλός. Σαλός είναι ο τρελλός και κατά Χριστόν σαλοί ονομάζονται κάποιοι άγιοι, οι οποίοι κάνανε κάποια περίεργα και παράλογα πράγματα, με απώτερο σκοπό να τους θεωρούν παλαβούς ή παλιανθρώπους και να μη τους τιμούν οι άνθρωποι· και έτσι αυτοί να ζουν εν ταπεινώσει και αφανεία. Μια νύχτα που γινότανε αγρυπνία στο ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, ο όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του Επιφάνιο, που έγινε αργότερα πατριάρχης Κων/πόλεως (520-536 μ. Χ.), είδαν την Υπεραγία Θεοτόκο οφαλμοφανώς, όχι σε όραμα, να μπαίνει από την κεντρική πύλη του ναού. Την συνόδευαν οι παρθένοι Ιωάννης ο Πρόδρομος και Ιωάννης ο Θεολόγος και πλήθος αγγέλων. Αφού μπήκε μέσα στο ναό προχώρησε στον σολέα. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε πολλή ώρα με θερμά δάκρυα υπέρ της σωτηρίας των πιστών, ενώ την βλέπανε μόνο ο Ανδρέας και ο Επιφάνιος. Αφού προσευχήθηκε για πολύ η Θεοτόκος σηκώθηκε και μπήκε μέσα στο ιερό, όπου φυλασσόταν το μαφόριο της δηλαδή το τσεμπέρι της, το πήρε στα χέρια της και βγαίνοντας έξω το άπλωσε πάνω από τους πιστούς, για να δείξει ότι τους σκέπει και τους προστατεύει.

Αυτό είναι το γεγονός το οποίο στάθηκε αφορμή η Εκκλησία μας να καθιερώσει την γιορτή της αγίας Σκέπης δηλαδή τη γιορτή προς τιμή της Παναγίας, η οποία σαν τη φωτοφόρο νεφέλη που σκέπαζε τη μέρα και φώτιζε τη νύχτα τους Ισραηλίτες στην έρημο, σκέπει και προστατεύει το λαό του Θεού και φωτίζει τους πιστούς στο δρόμο για την τελείωση. Πως μας σκεπάζει και πως μας προστατεύει η Παναγία μας; Με τις προσευχές της, με τις παρακλήσεις της και με τα δάκρυά της.


Μα θα μου πείτε, είναι τόσο μεγάλο το γεγονός που η Παναγία μας προσεύχεται για μας, ώστε η Εκκλησία μας να έχει ιδιαίτερη γιορτή γι’ αυτό το γεγονός; Ναι μάλιστα είναι μεγάλο και σπουδαίο και ζωτικής σημασίας. Λέγει κάπου ο ιερός Χρυσόστομος ότι πάντοτε έχουμε την ανάγκη των προσευχών των άλλων όσο και ενάρετοι και ευσεβείς κι αν είμαστε.

Παράδειγμα χαρακτηριστικό γι’ αυτό είναι ο απόστολος Παύλος, αυτός που ανέβηκε μέχρι τρίτου ουρανού κι άκουσε άρρητα ρήματα, αυτός που ονομάσθηκε στόμα Χριστού, αυτός που είχε «νουν Χριστού», αυτός που «αναπλήρωνε τα υστερήματα των θλίψεων του Χριστού στο σώμα του», αυτός λοιπόν ο γίγας της αρετής και της ευσέβειας, πάντα ζητούσε τις προσευχές των χριστιανών. Αν και αυτοί που θα προσευχότανε για τον Παύλο δεν ήταν ούτε ανώτεροι του ούτε ισάξιοί του. Μοιάζει το γεγονός σαν ένας στρατιώτης να μιλά στον πρόεδρο της δημοκρατίας για τον στρατηγό. Κι όμως ο Παύλος όχι μόνο δεν αρνήθηκε τις προσευχές των χριστιανών, αλλά αντίθετα τους προέτρεψε και τους παρακαλούσε να προσεύχονται για κείνον.

Στην προς Ρωμαίους (15,30) γράφει· «Παρακαλώ δε υμάς αδελφοί μου … συναγωνίσασθαί μοι εν ταις προσευχαίς υπέρ εμού προς τον Θεόν». Στους Εφεσίους (6,18-19) συνιστά δέηση περί «πάντων των αγίων» και περί εαυτού. Τους Κολοσσαείς (4,2-3) παροτρύνει «τη προσευχή προσκαρτερείτε … προσευχόμενοι άμα και περί ημών». Τους Θεσσαλονικείς (Α΄ Θεσ. 5,25 · Β΄ Θεσ. 3,1) παρακαλεί «αδελφοί προσεύχεσθε υπέρ ημών».

Όχι δε μόνο ζητά να προσεύχονται γι’ αυτόν και για τους συνεργάτες του, αλλά και πιστεύει ότι ήδη το κάνουν και στις προσευχές τους οφείλει την υγεία του και τη σωτηρία από μεγάλους κινδύνους (πρβλ. Φιλημ. 22 · Β΄ Κορ. 1,10-11).

Αλλά και ο Πέτρος δεν είπε τι μου χρειάζεται η προσευχή των άλλων αφού είμαι απόστολος, αφού ομολόγησα το θεανθρώπινο του Χριστού, αφού πάνω στην ομολογία μου στηρίχθηκε η Εκκλησία. Έτσι όταν ήταν στη φυλακή από τον Ηρώδη τον Αγρίππα τον Α΄, οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων προσευχόταν γι’ αυτόν με αποτέλεσμα να τον ελευθερώσει άγγελος Κυρίου κατά θαυμαστόν τρόπο.

Λοιπόν κι αν είσαι Παύλος κι αν είσαι Πέτρος έχεις ανάγκη των προσευχών των άλλων και μάλιστα των αγίων και μάλιστα της Παναγίας. Βέβαια οι αιρετικοί διαφωνούν στο σημείο αυτό και λένε να προσευχόμαστε κατ’ ευθείαν στο Θεό και όχι να επιζητούμε τις δεήσεις των αγίων. Ήδη τα παραδείγματα που αναφέραμε δίδουν την απάντηση, γιατί, αν μας χρειάζονται οι προσευχές των ζώντων και μη τελειωθέντων αδελφών μας, πόσο περισσότερο ωφέλιμες είναι οι προσευχές των αγίων. Ας αναφέρουμε όμως κι ένα χωρίο που είναι χαρακτηριστικό για το πόσο αναγκαία είναι η δέηση των δικαίων ζώντων και τεθνεώτων. Στον Αβιμέλεχ ένα βασιλιά της Αιγύπτου, που είχε υποπέσει σ’ ένα σοβαρό παράπτωμα, ο Θεός του είπε να προσφύγει στον Αβραάμ, που ήταν τότε στην Αίγυπτο, και να ζητήσει την προσευχή του. «Προφήτης εστί και προσεύξεται περί σου και ζήση» (Γεν. 20,7).


Πως είναι ωφέλιμη η προσευχή των αγίων.

Αλλά ενώ η προσευχή έχει τεράστια δύναμη, ενώ είναι αναγκαία όσο ενάρετοι κι αν είμαστε, χρειάζεται μια προϋπόθεση για να καρποφορήσει. Και η προϋπόθεση είναι να προσπαθούμε κι εμείς· ν’ αγωνιζόμαστε· να μετανοούμε για τις αμαρτίες μας· να βιάζουμε τον εαυτό μας προς εξάσκηση της αρετής. Μη περιμένουμε τα πάντα από την προσευχή των αγίων, ενώ εμείς οι ίδιοι οκνεύουμε και τεμπελιάζουμε. Η αγιότητα δεν μεταδίδεται κατά μαγικό τρόπο· απαιτεί και ενεργό προσπάθεια εκ μέρους μας.
Έτσι ενώ ο Ιερεμίας προσευχήθηκε τρεις φορές για τους Εβραίους και στις τρεις φορές άκουσε το Θεό να λέγει· «Μη προσεύχου, μηδέ αξίου περί του λαού τούτου ότι ουκ εισακούσομαί σου» (7,16). Και ο Ιεζεκιήλ άκουσε το εξής· «και εάν ώσιν (είναι) οι τρεις ούτοι εν μέσω αυτής, Νώε και Δανιήλ και Ιώβ, αυτοί εν τη δικαιοσύνη αυτών σωθήσονται … η δε γη έσται εις όλεθρον» (14, 14-16). Και στον Ιερεμία είπε ο Θεός· «εάν στη (σταθεί) Μωσής και Σαμουήλ προ προσώπου μου, ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς» (15,1). Και τα λέγει αυτά ο Θεός στον Ιερεμία και στον Ιεζεκιήλ για να τους δείξει όχι ότι δεν δέχεται την ικεσία τους και τους περιφρονεί, αλλά δεν αξίζουν οι Ιουδαίοι για να τους βοηθήσει. Γι’ αυτό και αναφέρει τα ονόματα του Νώε, του Δανιήλ, του Ιώβ, του Μωϋσή, και του Σαμουήλ, που είχαν καθιερωθεί ως άγιοι μεγάλου βεληνεκούς, θεοπρόβλητοι και θεάρεστοι. Είναι σαν να λέγει ο Θεός σήμερα· «Ακόμη και η Παναγία και οι απόστολοι και ο Χρυσόστομος και ο Αθανάσιος να προσευχηθούν για σας, δεν σας βοηθώ. Η κακία σας είναι απροσμέτρητη και φοβερή.

Είναι χαρακτηριστική και η λεπτομέρεια ότι η Παναγία μας άπλωσε το μαφόριο της εντός του ναού και σκέπασε όσους αγρυπνούσαν και προσευχόταν. Θέλει να πει ότι πρέπει να έχουμε ουσιαστική σχέση με την Εκκλησία για να μας σκεπάσει με τις πρεσβείες της.

Την έχουμε αυτή τη σχέση; Πηγαίνουμε στην Εκκλησία, κοινωνούμε, εξομολογούμαστε, αγρυπνούμε, νηστεύουμε, ελεούμε, συγχωρούμε, προσπαθούμε να τηρήσουμε τις εντολές; Ο καθένας ας ρωτήσει τον εαυτό του και ας δώσει προσωπικά και υπεύθυνα την απάντηση.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου


eisodiaΑγαπητοί μου αδελφοί!  η Ορθόδοξος Εκκλησία μας γιορτάζει τα Εισόδια της Θεοτόκου. Όλοι γνωρίζομε το συμπαθέστατο βιβλικό ζευγάρι του Ιωακείμ και της Άννας. Ζευγάρι πιστό στον ένα και αληθινό Θεό των πατέρων τους. Ήταν και οι δύο  τους  άνθρωποι  καλόγνωμοι  καί   ειρηνικοί  και  η συμβίωσή τους κυλούσε ήρεμα.  Ωστόσο μια μελαγχολία βάραινε  τις ψυχές τους.  Και  στων  δύο  τις καρδιές φώλιαζε η  ίδια λαχτάρα. Να γίνουν γονείς,  να αποκτήσουν  έστω καί  ένα παιδί''   Η  Άννα με  τις θερμές προσευχές που καθημερινά έστελνε στον Θεό  της, είχε τάξει να προσφέρει, να αφιερώσει  το παιδί που θα της  χάριζε  ο Κύριος στην υπηρεσία την  δική  του.
Είχε  διαβάσει  η  Άννα στα  ιερά γράμματα  για μια άλλη  Άννα την γυναίκα του   Ελκανά  που πριν  εκατοντάδες  χρόνια είχε και αυτή τον   ίδιο καημό, νά  αποκτήσει  ένα παιδί. Ό Κύριος  των  Δυνάμεων  είχε  εισακούσει τότε την  θερμή προσευχή της  Άννας του Ελκανά και  της  χάρισε  ένα αγοράκι.  Όλοι   ξέρουμε τον  μεγάλο προφήτη Σαμουήλ, το ευλογημένο παιδί  της προσευχής. Αυτά σκεφτόταν η  Άννα του   Ιωακείμ με τη  μεγάλη πίστη της στον Θεό και  ήλπιζε. Μήπως λιγόστεψε η δύναμις του Κυρίου της; Μήπως  εμίκρυνε  το παντοδύναμο  χέρι του;
Καί  έτσι  μ' όλο που  τα  χρόνια κυλούσαν  αφήνοντας πάνω στην  Άννα τ' αχνάρια τους, εκείνη δεν έπαψε να προσεύχεται  θερμά και  να περιμένει το θαύμα.   Μα το πότε θα γίνει  το θαύμα που  ο  καθένας  μας περιμένει,  μόνον  ο Θεός το γνωρίζει,   Εκείνος  ξέρει την κατάλληλη στιγμή και  όχι   εμείς  οι  ανυπόμονοι. Ο κόσμος  πλήγωνε  το αγαπημένο ζευγάρι  και δεν το  άφηναν  ούτε θυσίες να προσφέρει στον  Θεό,   γιατί τότε  επικρατούσε η γνώμη  ότι   οι   άνθρωποι  που  δεν γεννούσαν παιδιά δεν  είχανε  το  δικαίωμα της προσφοράς θυσιών. Μα να,   το πλήρωμα του χρόνου φθάνει  σε  μιά εποχή που  οι   ανθρώπινες ελπίδες έχουνε σβύσει.
Και  η  Άννα γέννησε την  μονάκριβη στον κόσμο θυγατέρα της,   όταν το κεφάλι της ήταν  άσπρο   από  τα γερατειά καί  τα όργανά της  νεκρωμένα λόγω της ηλικίας,   γέννησε την κόρη της,   την  μικρή Μαρία,   την  εκλεκτή  του Θεού.   Στις 8 Σεπτεμβρίου γιορτάζουμε την γέννηση  της μικρής Παναγίτσας μας. Χαρά γέμισε το  σπιτικό  και  τις ψυχές  του πιστού  ζευγαριού.   Στήν   δύση  της ζωής τους   ανέτειλε και  γι' αυτούς  ο ήλιος της  χαράς!! Μα μέσα στη  χαρά τους  δεν ξεχάσανε το μεγάλο τους τάμα,   "να αφιερώσουν  τήν  κόρη  τους στον Ναό,   στην υπηρεσία του Θεού".
Τα πρώτα χρόνια της  ζωής της Μαρίας πέρασαν  γρήγορα για  την  Άννα και έφθασε  η ώρα της  εκπληρώσεως  του  τάματός  της.  Αυτή  την  όμορφη επέτειο  γιορτάζομε  στις  21  Νοεμβρίου.   Χαρούμενο καί  βαθειά συγκινημένο  το γερασμένο  ζευγάρι, περιτριγυρισμένο  από φίλους,  συγγενείς και  κοπέλες  γιορτινά ντυμένες με άσπρες λαμπάδες στα χέρια,  προχωρεί το  δρόμο που φέρνει  στον Ναό.     Η μικρή Μαρία ντυμένη στα άσπρα,   ανάμεσα στον πατέρα και  την  μητέρα της,  προχωρεί  χαρούμενη στην αφιέρωση.  Προχωρεί σαν  να μαντεύει τον   ευλογημένο προορισμό  της. Η εκκλησία μας  με  ωραιότατα τροπάρια λαμπρύνει την γιορτή  αυτή:
Έτσι  η Μαρία ταμένη  από την  μητέρα της,   αφιερώθηκε  και   αφοσιώθηκε  στον Θεό,   ο  οποίος  την  αντάμειψε  όσο καμιά  άλλη γυναίκα στον  κόσμο.  Μέσα στα αγνά σπλάχνα της  εσκήνωσε  ο  Ίδιος  ο Θεός.   Έγινε η μάνα  Θεού  και   έμεινε η  αειπάρθενος μητέρα εις  τους  αιώνας.  Γιατί  όταν   ο  άγγελος Γαβριήλ της  έφερε τό θείον  μήνυμα, έσκυψε το κεφάλι ταπεινά και  είπε:  « Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κοιτά τό ρήμα σου». Τελεία υποταγή,  Και  ήξερε πώς   αυτό που  ζητούσε  απ' αυτήν  ο Κύριος, δηλαδή το  να  βρεθεί η  μνηστευμένη Μαρία έγκυος,   τιμωρείτο  με  λιθοβολισμό.   Το ήξερε και  όμως  έσκυψε το κεφάλι  της μπροστά στο θέλημα του Θεού με πλήρη  υποταγή  και  εμπιστοσύνη.
Εμείς  όλοι  που  αγοραστήκαμε  από τον  Χριστό,   με  τίμημα το   άγιον  αίμα Του τί κάνουμε;  Του ανήκουμε στ’ αληθινά; Αυτό θα το  ψάξουμε μέσα μας.   Θα το ψάξουμε στον τρόπο της  ζωής  μας.   Αφήσαμε το τιμόνι του πλοίου  μας,   που   είναι η ίδια η  ζωή μας,   με εμπιστοσύνη  στα  χέρια του  μεγάλου και   αλάθητου  καραβοκύρη  μας; Δεχόμαστε τίς φουρτούνες  και  τις μπόρες   (αρρώστιες,   θάνατοι,   αντιξοότητες)   με υποταγή λέγοντας: "Γεννηθήτω το θέλημά σου Κύριε", όπως  δεχόμαστε τις μπουνάτσες και το πρίμο   αγέρι (τις καθημερινές  ευλογίες);
Αν τώρα μετά το ψάξιμο που  θα κάνουμε,   βρούμε  πως τις  χαρές και τις  ευλογίες  τις  δεχόμαστε υμνούντες  τον Κύριο,   τις  δε  δοκιμασίες  αγανακτούντες καί ζητούντες τον λόγον  απ' αυτόν,  τότε  δεν  μπορούμε  να νοιώθουμε  σαν παιδιά δικά του,   αφού   δεν του  δινόμαστε ολοκληρωτικά. Εύχομαι η λαμπρή γιορτή των Εισοδίων να σταθεί η  αφορμή και  η  ευκαιρία για την   αυτοκριτική και  τον   αυτοέλεγχό  μας.  Έτσι  θα   διαπιστώσουμε  αν  έχουμε ή  όχι αφιερωθεί  ολοκληρωτικά στον Κύριο. Αν  "ναι"   ας συνεχίσουμε  τον  όμορφο  αγώνα μακάριοι. Αν  "όχι",   ας  αρχίσουμε  αυτόν τον  αγώνα  όσο  είναι  ακόμα  καιρός. Αμήν
Απολυτίκιον: Σήμερον της  ευδοκίας Θεού  το προοίμιον  και  της των  ανθρώπων σωτηρίας η προκήρυξις`  εν  ναώ του Θεού τρανώς  η  παρθένος  δείκνυται  και τον Χριστόν  τοις πάσιν προκαταγγέλλεται. Αυτή  και  ημείς  μεγαλοφώνως  βοήσωμεν`   χαίρε  της  οικονομίας του κτίστου η εκπλήρωσις. Κοντάκιον:  Ο καθαρώτατος ναός  του Σωτήρος  η πολυτίμητος παστάς και  παρθένος το ιερόν θησαύρισμα της δόξης  του  Θεού,   σήμερον  εισάγεται   εν τω οίκω Κυρίου,   την  χάριν  συνεισάγουσα την  εν  πνεύματι  θείω ην   ανυμνούσιν άγγελοι  Θεού.  Αύτη υπάρχει   σκηνή  επουράνιος.

Γεθσημανή τω χωρίω

                                                                     αρχείο λήψης (9)                                   
    Υπό Δημητρίου Π. Λυκούδη
    Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου Αθηνών
Αύγουστος! Το Πάσχα του Καλοκαιριού! Περίοδος πνευματικής εγρήγορσης και περισυλλογής. Ακολουθίες Μεγάλου και Μικρού Παρακλητικού κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο, νηστεία, άσκηση, προσευχητική και εξομολογητική διάθεση των πιστών που κατακλύζουν τους ιερούς Ναούς και τους προμαχώνες της Ορθοδόξου Πίστεως μας, τις σεπτές  και Θεοφρούρητες ιερές Μονές, κατά την ένδοξη εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όλοι μαζί, «εν ενί στόματι» ως αναπόσπαστο «Σώμα Χριστού» υμνούν και δακρύβρεχτοι ψάλλουν: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε· Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα».Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα σχετικά με την απαρχή και το τέλος του βίου της Υπεραγίας Θεοτόκου. Από την ιερή παράδοση της Εκκλησίας μας αντλούμε πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η Κυρία Θεοτόκος, μετά την Ανάληψη του Σωτήρος Χριστού παρέμεινε στην πόλη της Ιερουσαλήμ, στην οικία του Ιωάννου του Ευαγγελιστού, ο οποίος συντηρούσε και την πατερική του εστία στη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Εκεί στην Ιερουσαλήμ η Κυρία Θεοτόκος υπήρξε το κέντρο των Αποστόλων αλλά και όλων εκείνων των γυναικών που διακονούσαν τον Κύριο και μετά την Ανάληψη του, αφοσιώθηκαν στην διακονία της εκκλησίας: « Ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει σύν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και σύν τοίς αδελφοίς αυτού»1.
Στην Ιερουσαλήμ, η Κυρία Θεοτόκος καλεί τους Αποστόλους, που είχαν διασκορπισθεί σε άλλες χώρες για να κηρύξουν το μήνυμα του ευαγγελίου, να συναθροισθούν και να την κηδεύσουν στην Γεθσημανή2, στον κήπο εκείνο όπου προσευχήθηκε ο Κύριος  κατά την νύκτα της προδοσίας. Η Γεθσημανή βρίσκεται στους δυτικούς πρόποδες του όρους των ελαιών και πήρε την ονομασία της από το τοπικό ελαιοτριβείο που υπήρχε παλαιότερα στη θέση αυτή.
Σύμφωνα πάντα με την Παράδοση, «νεφέλαι διήρπασαν» τους Αποστόλους και τους μετέφεραν από μακρινές αποστάσεις στην οικία του Ιωάννου του Ευαγγελιστού και αφού η Κυρία Θεοτόκος, προγνωρίζοντας την ακριβή ώρα της παναγίας εκδημίας της, «άπηυθυνε λόγους προς αυτούς εκοιμήθη».
«Οι Απόστολοι ενδεδυμένην αυτήν ως ήτο, χριστιανοπρεπώς και ευλαβώς, απέθηκαν το ιερόν σκήνος της είς τον εν Γεθσημανή τάφον της, από τον οποίον τη τρίτη ημέρα μετέστη είς ουρανούς· συναντήσασα τον απόστολον Θωμάν καθυστερήσαντα και δούσα είς αυτόν ως σημείον της μεταστάσεως της την Αγίαν Ζώνην της, η οποία φυλάσσεται έως σήμερον είς την Ιεράν Μονήν του Βατοπεδίου εν Αγίω Όρει»3.
Η Παναγία ως επίγειο πλάσμα, ως άνθρωπος αποθνήσκει. Η Πάναγνος Μητέρα του Κυρίου παραδίδει το πνεύμα της στα άχραντα χέρια του πολυαγαπημένου Υιού της και το Πανακήρατο σώμα της μένει ‘’άπνουν είς τον τάφον’’. «Τι παράδοξον! Η ζωηφόρος φαίνεται νεκροφόρος! Η θεόμιλος παρουσιάζεται άφωνος. Η Μήτηρ της ζωής, το σκήνωμα της δόξης του Θεού, η μεγαλώνυμος Θεοτόκος δέχεται νέκρωσιν»4. «Πώς ο τάφος εχώρησε το δοχείον του Θεού, τον ουρανόν του Παμβασιλέως τον έμψυχον;» ψάλλει ο ιερός Δαμασκηνός.
Εάν όμως με την ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο θάνατος έπαψε να κομίζει την απαισιοδοξία και την απόγνωση ανάμεσα στους ανθρώπους, τι δύναται ν’ αποτελέσει για την ίδια την Παναγία Μητέρα του;
Χωρίς αμφιβολία, ο θάνατος και ακολούθως η σεπτή μετάσταση της Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας αποτελεί διάβαση και κλίμαξ από τα γήϊνα προς τα ουράνια, από τα πρόσκαιρα και φθαρτά στα άφθαρτα και αιώνια, καθώς η Παναγία Μορφή της προβάλλει ως «μεθόριον αναμεταξύ της ακτίστου και κτιστής φύσεως»5 και κατά τον άγιο Κοσμά τον Μελωδό «ο θάνατος της γέγονε διαβατήριον Ζωής αϊδίου και κρείττονος».
Βέβαια, ας υπογραμμίσουμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν λατρεύουμε την Κυρία Θεοτόκο, πλήν όμως της αποδίδουμε τη μεγαλύτερη τιμή μετά τον Θεό, καθώς «ως ούσα μήτηρ αληθώς του Θεού έχει τα δευτερεία της Αγίας Τριάδος» και «αυτής της Θεομήτορος υπερφυώς χορηγούσης το πλασθήναι τω πλάστη και το ανθρωπισθήναι τω Θεώ και ποιητή του παντός θεούντι το πρόσλημμα, σωζούσης της ενώσεως τα ενωθέντα τοιαύτα, οία και ήνωνται»6. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αντικρούοντας τις ακρότητες της Μαριολατρείας των Δυτικών και του Αντιδικομαριανισμού7, προτάσσει και δογματικά αποδέχεται τόσο την φυσική γέννηση της Θεοτόκου, απορρίπτοντας όσα σχετικά περί της αναμαρτησίας της και καταλήγει στον φυσικό σωματικό θάνατο και την ιερή μετάστασή της. «Ούτω Θεού μητέρα την Παρθένον ταύτην γινώσκοντες, την ταύτης πανηγυρίζομεν κοίμησιν, ου Θεόν ταύτην φημίζοντες· άπαγε της ελληνιυής τεθρείας τα τοιαύτα μυθεύματα»8.
Αναφύεται όμως το ερώτημα: Αφού η Παναγία επρόκειτο να μεταστεί γιατί πέθανε; Δεν ήταν δυνατόν να μεταστεί ολόσωμος στον ουρανό όπως αναλήφθηκε ο προφήτης Ηλίας ή ο Δίκαιος Ενώχ;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται στην πλειονότητά τους ότι ο θάνατος της Κυρίας Θεοτόκου είναι αποτέλεσμα της εκούσιας και ελεύθερης θελήσεως της. Όλος ο βίος της Παναχράντου κοσμείται από την αβίαστη και εκούσια αυταπάρνησή της και ευαγγελίζεται σ’ όλη την σύμπασα κτίση την υψοποιό και αγιαστική της ταπείνωση ως ορθοπραξία και δωρεά. «Απέθανε διότι το ηθέλησε λόγω θείας και τελείας αγάπης. Εξήλθε της ζωής θαυματουργικώς ως και εισήλθεν είς την ζωήν ούτως».
Η Κυρία Θεοτόκος ‘’μετέστη προς την ζωήν αλλά τον κόσμον ού κατέλιπε’’. Ως ‘’βασιλέως καθέδρα’’ κατέχει ιδιαίτερη θέση στο Ουράνιο σκήνωμα παρά του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Παρέστη η Βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη»9. Ας στρέψουμε το νού και ας εμπιστευτούμε στην Υπεραγία Θεοτόκο, στην Παναγία Μητέρα μας καθώς σκέψη και λογισμό, κάθε αγωνία και μέριμνα, ολόκληρη τη ζωή μας ψάλλοντας ταπεινά και ικετευτικά μαζί με τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη στην Πανάχραντη χάρη της, που είναι «ένδοξη και ολόφωτη Σελήνη, λαμπρή άλωνα, ουράνια και πολύαστρη σφαίρα, επτάστερη άρκτος, αγλαόμορφη Παρθένα, ωραία Πλειάδα και ποικιλόχροη Ίριδα»10.
 Υποσημειώσεις:
  1. Πραξ. 1, 14.
  2. Κολιτσάρα Ι., Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν της Αγίας Γραφής, εκδ. ΖΩΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1975, σελ. 88-90.
  3. Νησιώτου Άγγελου, Ιερέως, Τα κείμενα, Α΄ τόμος, Ορθόδοξοι Χριστιανικαι Ενώσεις, Αθήνα 1997, σελ. 472-473.
  4. Χριστοδουλια Π., Αρχιμ. Η Παναγία, εκδ. ΖΩΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1999, σελ. 177.
  5. Αγ. Νικοδήμου του Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, εκδ. Φως, Αθήνα, σελ. 176.
  6. Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, (μτφρ. Ν. Ματσούκας), εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2009, σελ. 256.
  7. Ζήση Θ., Πρωτοπρέσβ., Η Αγιότητα και η Αναμαρτησία της Θεοτόκου, περιοδ. ‘’ Θεοδρομία’’ τεύχ. 1, 1999, σελ. 8-19.
  8. Αγ. Ιω. Δαμασκηνού, Λόγος είς την Κοίμησιν 2, 15, PG. 96, 7444, Πρβλ., του Ιδίου, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, 3, 41, PG, 94, 1357: «Προσκυνήσωμεν και λατρεύσωμεν μόνω τώ κτίστη και Δημιουργώ ως φύσει προσκυνητώ τώ Θεώ. Προσκυνήσωμεν και τη αγία Θεοτόκω, ούχ ως Θεώ, αλλά ως μητρί Θεού κατά σάρκα».
  9. Ψαλμ., 44, 10.
      10. Αγ. Νικοδήμου Αγιορ., Παρακλητικός κανών εις την Υπεραγίαν          Θεοτόκον την Γοργοϋπήκοον της Ι. Μ. Δοχειαρείου, εκδ., ‘’ Περιβόλι         της Παναγίας’’, σελ. 15.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΥΠΗΚΟΟΣ ΜΕΧΡΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ π. ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΜΟΥΡΤΖΑΝΟΣ




Οι άνθρωποι δυσκολευόμαστε πολύ όταν στη ζωή μας γίνεται λόγος για υπακοή, είτε αυτή έχει να κάνει με πρόσωπα, θεσμούς και νόμους, είτε με ιδέες, είτε με την καθημερινότητά μας. Η έννοια της υπακοής φαίνεται ότι έρχεται σε αντίθεση μ’ αυτό που ονομάζουμε «θέλημα», αυτό που πηγάζει από τη βούλησή μας να αισθανόμαστε ελεύθεροι και να το δείχνουμε. Η υπακοή προϋποθέτει ένταξή μας σε αυτό που ονομάζουμε κοινωνία, είτε με την μορφή της μικρότερης κοινότητας (οικογένεια, χώρος εργασίας, διαπροσωπικές σχέσεις, σχολείο), είτε με την ευρύτερη μορφή της (θρησκεία, κράτος, πατρίδα, οικουμένη). Η υπακοή προϋποθέτει την αποδοχή κάποιων ευρύτερης σημασίας αξιών, που εκφράζονται μέσω του θελήματος των θεσμών ή σημαντικών προσώπων και που αποσκοπεί στην παιδαγωγία, στην συνύπαρξη και στην ποιότητα της προσωπικής ζωής, η οποία γίνεται κτήμα για την σύνολη κοινωνία. Η υπακοή προϋποθέτει «εκκοπή», θυσία του ιδίου θελήματος, πνεύμα μαθητείας, αλλά και σταθερή απόφαση υπέρβασης των όποιων αντιξοοτήτων. Τα αποτελέσματά μας όμως δεν είναι πάντοτε ευχάριστα. Μπορεί η υπακοή να κρύβει θάνατο, ακόμη κι αν αυτός γίνεται ζωή.
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της εορτής της Κοιμήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου η Εκκλησία μας αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού, ο Οποίος έλαβε σάρκα από την Παναγία Μητέρα Του, επέλεξε ο Ίδιος για τον Εαυτό Του την ταπείνωση, όχι μόνο κατά την κένωση -πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης, αλλά και κατά την ανάπτυξή Του κατά άνθρωπον, και υπάκουσε στο θέλημα του Θεού «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»(Φιλιπ. 2, 7-8). Τα πάντα στο Χριστό ήταν υπακοή στο θέλημα του Πατρός. Η υπακοή του Χριστού δεν ήταν αποτέλεσμα εξαναγκασμού, ούτε ιδεολογική επιλογή, επειδή αυτό θα ήταν το καλύτερο για Εκείνον και για τον κόσμο, αλλά η μέγιστη έκφραση της αγάπης προς τον Πατέρα από την μία, και η μέγιστη έκφραση της αγάπης προς το ανθρώπινο γένος από την άλλη. Μέσα από την υπακοή ο Χριστός σηματοδότησε μία οδό αιώνιου νοήματος και αιώνιας κοινωνίας για την ανθρώπινη ύπαρξη. Όποιος επιλέγει την υπακοή της αγάπης στο θέλημα του Πατρός από την μία και την υπακοή της αγάπης στη δίψα για σωτηρία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης από την άλλη, νικά ακόμη και το θάνατο, ακόμη κι αν περάσει από το θάνατο.
Ο δρόμος του Χριστού ακολουθήθηκε και από την Παναγία Μητέρα Του. Μόνο που ο Χριστός, επειδή ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, είχε τελικά την δύναμη, μέσα από την κοινωνία με την θεότητα, να νικήσει το θάνατο, να αναστηθεί και να οδηγήσει την ανθρώπινη φύση συνολικά στην υπέρβαση του θανάτου και την αιώνια κοινωνία με το Θεό. Η Παναγία δεν είχε αυτή τη δύναμη από μόνη της. Την έλαβε όμως ως δωρεά μέσα από τη σχέση με τον Υιό της και έτσι κατέστη «μετά θάνατον ζώσα», το τέλος έγινε Πάσχα για εκείνην, αξιώθηκε να δει και να βιώσει και την μετάσταση του σώματός της στον ουρανό, όπου ζει ως σύνολη ύπαρξη την αιωνιότητα. Η δωρεά αυτή ήρθε ως μέγιστη απάντηση στην επιλογή της Παναγίας να υπακούσει στο θέλημα του Θεού, καθόλη της τη ζωή.
Η Παναγία είχε, όπως όλοι οι άνθρωποι, θέλημα. Η επιλογή της υπακοής δεν ήταν αυτόματη, μηχανιστική διαδικασία. Πάλεψε με τον εαυτό της, με το λογισμό της, με τη φύση της, με ό,τι γνώριζε για τον άνθρωπο και τις δυνατότητές του. Όμως δε νικήθηκε από το θέλημά της. Επέλεξε να είναι μέλος της κοινότητας που γεννά η σχέση με το Θεό, ακόμη κι αν αυτή η σχέση θα την έφερνε σε ρήξη με τον περίγυρό της, τις μικρότερες ή μεγαλύτερες κοινότητες στις οποίες και εκείνη ήταν ενταγμένη. Δεν ήταν μία ιδεολογική προτίμηση η επιλογή της Παναγίας να υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Δεν ήταν αποδοχή κάποιων αξιών ή εξαναγκασμός. Ήταν η κατάφαση στην κλήση του Θεού να γίνει η Μητέρα του Υιού Του. Γιατί η σχέση στο βάθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ΝΑΙ του ανθρώπου στο κάλεσμα του Θεού ή/και του συνανθρώπου για κοινωνία. Και η αποδοχή της κλήσης λειτουργεί ως «δρόσος» που καταλαμβάνει την σύνολη ανθρώπινη ύπαρξη και την κάνει να μην μπορεί να ζήσει αλλιώς. Η υπακοή δεν είναι συμμόρφωση, αλλά ελεύθερη και συνεχής ανταπόκριση στο κάλλος του Θεού. Στην αγάπη του Θεού. Στο Πρόσωπο του Θεού. Μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει χωρίς το Θεό. Να επιλέξει τον εαυτό του, τις μέριμνές του, την καταξίωσή του, την ανάπτυξη του «εγώ» του. Όμως ζει την κένωση της παραίτησης από όλα αυτά, γιατί είναι ατελεύτητη η χαρά της κοινωνίας με το Θεό, που όλα γίνονται σκύβαλα.
Η υπακοή της Παναγίας δεν ήταν μία στατική επιλογή, που κράτησε στιγμιαία. Όλη της η ζωή ήταν μία επιβεβαίωση αυτής της υπακοής, η οποία καλλιεργήθηκε μέσα από την εμβάθυνση στην παιδαγωγία που την συνοδεύει. Κρατούσε στην καρδιά της τα λόγια του Υιού της. Ζητούσε από τον Υιό της, χωρίς να απαιτεί. Εμπιστευόταν. Ακολούθησε τον Υιό της, εγκαταλείποντας το σπίτι της, όσα είχε, μη δίδοντας σημασία στην επιβίωσή της. Τον είδε να απογαλακτίζεται από αυτήν και να λέει ότι «δεν είναι μόνο μακαρία η κοιλία η βαστάσασα Αυτόν», αλλά «μακάριοι είναι οι ακούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11, 27) και δεν άφησε τον εαυτό της να παρασυρθεί από την αίσθηση της κτητικότητας, ότι δηλαδή μόνο για εκείνην υπήρχε ο Υιός της. Αποδέχθηκε ότι ήταν ο Υιός σύνολου του ανθρώπινου γένους. Τον είδε να υποφέρει και να πεθαίνει, πόνεσε, αλλά δεν έχασε την εμπιστοσύνη της. Πορεύθηκε στο μνημείο και έλαβε τη χαρά της Ανάστασης ως δώρο ζωής. Και έδειξε, με την συμμετοχή της στη ζωή της Εκκλησίας, ότι η υπακοή δεν γεννά υπερηφάνεια ή αυτάρκεια, αλλά ένταξη στη ζωή του κόσμου και μαρτυρία σωτηρίας και αιωνιότητας. Και ακόμη και μετά το θάνατο παραμένει η «μεσίτρια προς τον φιλάνθρωπον Θεόν» για τον καθένα που το ζητά. Η υπακοή της αναθερμαινόταν και καλλιεργούνταν συνεχώς. Και την καθιστά μέτοχο της αιώνιας κοινωνίας με το Θεό.
Η υπακοή της Παναγίας γέννησε στην ίδια και τη ζωή του κόσμου χαρά ανεκλάλητη. Την καταξίωσε ως Μητέρα, ως Γυναίκα, ως Άνθρωπο. Μέσα από την υπακοή μας δείχνει το αληθινό νόημα της συνύπαρξης, που έγκειται πρώτα στην αποκατάσταση του κατ’ εικόνα Θεού εντός μας και στη συνέχεια στη θέασή του στο πρόσωπο του κάθε ανθρώπου. Όταν επιλέγουμε την οδό της θέωσης κατά χάριν, σ’ αυτή την οδό χωρούν και οι άλλοι, όσοι ελεύθερα το επιθυμούν. Γι’ αυτό και η συνάντηση μαζί τους αποτελεί αφορμή μοναδικής χαράς. Αλλά ακόμη κι αν οι άλλοι δεν το θέλουν, ούτε το επιζητούν, η υπακοή γεννά τόση αγάπη που γίνεται προσευχή, δάκρυ, μνημόνευση στο Θεό και για εκείνους. Γι’ αυτό και η Εκκλησία λειτουργεί όπως η Παναγία. Διασώζοντας την υπακοή στο θέλημα του Θεού, όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ευαγγέλιο και την παράδοση ανά τους αιώνες, ακολουθώντας την οδό της συνεχούς επανεβαίωσης εν παιδαγωγία και ζώντας την συνύπαρξη της αγάπης για τους άλλους, μέχρι θανάτου. Και, τελικά, ο θάνατος γίνεται ανάσταση και ζωή, ως δωρεά για το κάθε μέλος της Εκκλησίας.
Ζούμε σε μία εποχή ανυπακοής και αποστασίας από το θέλημα του Θεού. Συνήθως προσπαθούμε να προσαρμόσουμε το θέλημά Του στο δικό μας θέλημα, δυσανασχετούμε με τις παιδαγωγίες που υφιστάμεθα, δεν μας συνέχει η δίψα για συνεχή κοινωνία μαζί Του, αλλά δίδουμε ένα μικρό μέρος του χρόνου μας σ’ Εκείνον στην καλύτερη των περιπτώσεων, επιλέγοντας θρησκευτικά και όχι αφιερώνοντας την καρδιά μας, και σταθμίζουμε τις ανθρώπινες χαρές ως σημαντικές. Γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε να αγαπήσουμε και να συνυπάρξουμε. Να μοιραστούμε και να συμπαρασταθούμε. Ο πολιτισμός και ο κόσμος στον οποίο ζούμε θεοποιεί την ελευθερία και την αυτοδιάθεση ως ιδέα, μόνο όμως σε ό,τι αφορά στην ικανοποίηση του ιδίου θελήματος και στη δικαίωση των παθών. Αρνείται την υπακοή στο Θεό και επιβάλλει άλλες υπακοές, οι οποίες τελικά οδηγούν τον άνθρωπο στη μεγαλύτερη υποδούλωση: την ήττα της ψυχής από την επιβίωση και την θεοποίηση των αγαθών που καθιστούν το θάνατο κυρίαρχο.
Η Παναγία μας υπενθυμίζει την κλήση του Θεού, η οποία μας δίδει ζωή και εν τω παρόντι και εν τω μέλλοντι αιώνι. Και μεσιτεύει για τον καθένα μας να λάβει, εφόσον το επιλέξει, την δρόσο της κοινωνίας μ’ Εκείνον. Στη χαρά της γιορτής λοιπόν ας επαναθεωρήσουμε τους προσανατολισμούς μας και ας ξαναδούμε, με τη βοήθειά της, τι σημαίνει κοινωνία με το Θεό στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού, όχι απλώς ως ιδέα, αξίες, θρησκεία, αλλά ως επανεύρεση της οδού της αγάπης που γίνεται Ζωή.

Κέρκυρα, Δεκαπενταύγουστος 2012

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Α΄ Στάσις τῶν Χαιρετισμῶν. Θέλεις τὴ χαρά; (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)


Θέλεις τὴ χαρά;
«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκαθ. ὕμν. Α1α΄)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἐχθροί, ποὺ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία μας, ὅτι μισεῖ τὴ χαρὰ καὶ καλλιεργεῖ τὴ λύπη καὶ τὴ μελαγχολία. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς . Ναί, τῆς χαρᾶς. Ποιές ἀποδείξεις ἔχουμε; Ἀφήνουμε ὅλες τὶς ἄλλες· ἂς πάρουμε μόνο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Εἶνε ὅλο χαρά. Καὶ τὸ πρῶτο «χαῖρε» , ποὺ ἀκούσαμε ἀπόψε, ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» · Χαῖρε, Παναγία, ποὺ ἔφερες στὸν κόσμο τὴ χαρά (Ἀκαθ. ὕμν. Α1α΄).

Τὸ ἱερὸ βιβλίο ποὺ περιγράφει τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεταιΕὐαγγέλιο . Γιατί Εὐαγγέλιο; Τι σημαίνει εὐαγγέλιο ; Εἴδησις. Τί εἴδησις; Εὐχάριστη εἴδησις. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ εὐχάριστη εἴδησι, ποὺ σκορπάει χαρά; Πολλὲς εὐχάριστες εἰδήσεις ὑπάρχουν.Εὐχάριστες εἰδήσεις εἶνε γιὰ ἕνα χρεωμένο παραδείγματος χάριν ν᾿ ἀκούσῃ, ὅτι τοῦ χαρίστηκαν τὰ χρέη· γιὰ ἕνα φυλακισμένο καὶ κατάδικο, ὅτι ὑπεγράφη γι᾿ αὐτὸν διάταγμα χάριτος καὶ εἶνε πλέον ἐλεύθερος· γιὰ ἕναν ἄρρωστο, ὅτι ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακο ποὺ θὰ τὸν θεραπεύσῃ· γιὰ ἕναν ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ ταξίδι μακρινὸ νὰ συναντήσῃ τοὺς δικούς του, ὅτι ἐκδόθηκε τὸ διαβατήριό του· γιὰ ἕνα πάμπτωχο, ὅτι κέρδισε τὸν πρῶτο ἀριθμὸ στὸ λαχεῖο…Εὐχάριστες εἰδήσεις αὐτές. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλες, ποιά εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη στὸν κόσμο; Ἂν τὴν αἰσθανθοῦμε, καλῶς· διαφορετικά, δὲν θὰ καταλάβουμε τὴ χαρὰ ποὺ χαρίζει τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιά εἶνε ἡ εἴδησις αὐτή;Ὅτι ἦρθε – ποιός ἦρθε; ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ὁ συγγενής μας; Ἦρθε – ποιός ἦρθε; Τὸ νιώσαμε; Εἶνε γεγονός – ἦρθε ὁ Χριστός!

Ακάθιστος Ύμνος. Η ωραιότης της παρθενίας. (+Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτου)




Ἡ ὡραιότης τῆς παρθενίας
«Τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καὶ τὸ ὑπέρλαμπρον τὸ τῆς ἁγνείας σου ὁ Γαβριὴλ καταπλαγεὶς ἐβόα σοι, Θεοτόκε· Ποῖόν σοι ἐγκώμιον προσαγάγω ἐπάξιον; τί δὲ ὀνομάσω σε; ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι.Διὸ ὡς προσετάγην βοῶ σοι· Χαῖρε, ἡ Κεχαριτωμένη» (Ἀκάθ. ὕμν.)
Ὁ ὕμνος αὐτός, ἀγαπητοί μου, ψάλλεται τελευταῖος στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου. Εἶνε ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ἐγκώμια τῆς Παρθένου Μαρίας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἀθάνατο ἐγκώμιοτῆς παρθενίας. Εἶνε ἀκόμη ὁ ἔμμεσος ἔλεγχος ὅσων ἐγκατέλειψαν τὰ διδάγματα τοῦΕὐαγγελίου καὶ ὡς χοῖροι κυλίονται στὸ τέλμα τῶν αἰσχροτάτων παθῶν καὶ ἡδονῶν.
Μᾶς λέει, ὅτι ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ στάθηκε μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὴν Παρθένο. Τί ἐθαύμασε;
Τὸ κάλλος, τὴν «ὡραιότητα τῆς παρθενίας».Τὸ κάλλος εἶνε δύο εἰδῶν · ἔχουμε κάλλος φυσικὸ καὶ κάλλος ὑπερφυσικό, ἔχουμε κάλλος σωματικὸ καὶ κάλλος πνευματικό.
Τὸ σωματικὸ κάλλος εἶνε ἡ ἁρμονία ἡ τάξις ἡ συμμετρία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα. Εἶνε ἐπίσης ἡ τάξις καὶ ἡ ἁρμονία ποὺ ὑπάρχει στὰ ἔμψυχα ἀγάλματα, ὅπως εἶνε οἱ ὡραῖες γυναῖκες καὶ οἱ ὡραῖοι ἄνδρες.Αὐτὸ ὅμως τὸ κάλλος εἶνε μικρᾶς ἀξίας.Γιατί μικρᾶς; Πρῶτον, διότι εἶνε φθαρτό . Ἦρθε στὴ μητρόπολι μία γριὰ 85 ἐτῶν μὲ τὸ μπαστουνάκι. Τὸ κεφάλι της ἀπὸ τὸ σκύψιμο ἄγγιζε τὰ σκαλοπάτια. Τὴν ἔβαλα νὰ καθήσῃ. Βγάζει μιὰ φωτογραφία καὶ μοῦ τὴ δείχνει. Ἦταν μιὰ ὡραιοτάτη κοπέλλα. –Εἶνε ἡ ἐγγονή σου; ρώτησα. –Ποιά ἐγγονή μου· ἐγώ εἶμαι. Πρὶν ἀπὸ 60χρόνια δὲν ὑπῆρχε ἄλλη ὡραιότερη. Τώρα κατήντησα ἔτσι…Καὶ δὲν εἶνε μόνο φθαρτὸ τὸ κάλλος αὐτό·εἶνε καὶ ἐπιζήμιο . Ἐξ αἰτίας τοῦ γυναικείου κάλλους δημιουργοῦνται ζηλοτυπίες, διαζύγια, φόνοι, οἰκογενειακὰ δράματα, παγκόσμιοι πόλεμοι καὶ συρράξεις. Ἡ ὡραία Ἑλένη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος ἔγινε αἰτία τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου. Καὶ ἡ Κλεοπάτρα, μὲ τὰ κάλλη της, ἔγινε τὸ μῆλο τῆς ἔριδος, ἕνεκα τοῦ ὁποίου διασπάσθηκε ἡ Ῥωμαϊκὴ αὐτοκρατορία…

Αὔγουστος, ὁ μῆνας τῆς Παναγίας μας (Μητρ. Πατρῶν Χρυσοστόμου)




ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, Ο ΜΗΝΑΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ
Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. Χρυσοστόμου
            Ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ μῆνας τῆς Παναγίας μας. Οἱ δεκαπέντε πρῶτες ἡμέρες του εἶναι ἀφιερωμένες στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν Θεοτόκο Μαρία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ Μητέρα ὅλων μας ὅσοι εἴμεθα βαπτισμένοι στό ὄνομα τοῦ ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ ἡμῶν καί ζοῦμε σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του.
            Οἱ ἡμέρες ἀπό 1ης ἕως 15ης Αὐγούστου εἶναι ἡμέρες νηστείας, προσευχῆς, περισυλλογῆς, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά τιμήσωμε τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά τήν μιμηθοῦμε στίς ἀρετές, ἀφοῦ Ἐκείνη ἦταν μέ ὅλες τίς ἀρετές κεκοσμημένη.
            Ἄς ἀναφερθοῦμε στό πρῶτο. Στήν τιμή δηλαδή πρός τήν Παναγία μας.
            Ἡ Θεοτόκος Μαριάμ τιμᾶται ὡς ἀειπάρθενος, ὡς πανακήρατος, ὡς παναμώμητος, ὡς ἀληθής καί ὄντως Θεοτόκος, ὡς τιμιωτέρα τῶν Χερουβίμ καί ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ.

            Αὐτή ἡ τιμή πρός τήν Παναγία μας εἶναι κατωχυρωμένη ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὡς ἐκ τούτου ἀποδεκτή ἀπό ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, ἀφοῦ οἱ ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Συνόδων ἐλήφθησαν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀπό τούς θεοφωτίστους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας.
            Ὅποιος δέν τιμᾶ καί δέν σέβεται τήν Παναγία μας, ὡς ἀειπάρθενον καί ὄντως Θεοτόκον καί ὅπως ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ὁρίζει, τυγχάνει αἱρετικός καί ἐπικατάρατος ὡς ἡ Ἐκκλησία ἀπεφάνθη καί ἀποφαίνεται, ἀφοῦ μέ τήν μή παραδοχή τῆς ἀπό τόν Θεό ἀποκεκαλυμμένης αὐτῆς ἀληθείας, ἡ ὁποία μή παραδοχή ἀποτελεῖ ὕβριν πρός τό πρόσωπον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, δέν παραδέχεται καί αὐτήν ταύτην τήν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος διά τῶν ἁγίων αἱμάτων τῆς Κυρίας Θεοτόκου ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνῷ παρέμεινε Θεός, πρός σωτηρίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
            Δυστυχῶς ὑπάρχουν μέχρι σήμερα οἱ θλιβεροί ἀπόγονοι τῶν παλαιῶν αἱρεσιαρχῶν, τοῦ Ἀρείου, τοῦ Νεστορίου καί τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τήν ὁδόν τῆς ἀπωλείας, ὄντες υἱοί γεέννης διπλότεροι τῶν θεομάχων, παναγιομάχων καί ἁγιομάχων προγόνων τους.
            Ἄς μείνωμε πιστοί, ἀδελφοί μου, εἰς τήν μίαν, ἁγίαν, Ὀρθόδοξον καί ἀμώμητον Πίστιν, τήν ἀπό τόν Θεό ἀποκαλυφθεῖσαν καί διά τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων παραδοθεῖσαν ἀλήθεια, ὥστε κατέχοντες τῆς ἀληθοῦς Πίστεως τήν ἄγκυρα καί ζῶντες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Ἱερῶν Μυστηρίων, νά φθάσωμεν ἀσφαλῶς στήν σωτηρία.
            Τό δεύτερον ἀφορᾶ στήν μίμηση τῶν ἀρετῶν τῆς Παναγίας μας. Αὐτή ἡ ὁδός ἀπαιτεῖ ἀγῶνα πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἔχει τίς δικές του δυσκολίες, ἀφοῦ τά ἐμπόδια προέρχονται α) ἀπό τόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό, ὁ ὁποῖος πολλάκις δέν ἐπιθυμεῖ τόν πνευματικό κόπο, β) ἀπό τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ, καί γ) ἀπό τόν μισόκαλο διάβολο, ὁ ὁποῖος τροφοδοτεῖ καί τά προηγούμενα μέτωπα.
            Στά πλαίσια αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος  ἡ  Ἐκκλησία μας προβάλλει:
            α) Τήν νηστεία, ἡ ὁποία εἶναι θεσμός θεοΐδρυτος καί ὁδηγεῖ στήν πνευματική ἀνάταση, ἀφοῦ μᾶς βοηθάει νά συνειδητοποιήσωμε τήν ἀνάγκη καί τῆς πνευματικῆς τροφοδοσίας, ὑπενθυμίζουσα ὅτι «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ’, 4).
            Οἱ δεκαπέντε ἡμέρες πρό τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας μας εἶναι ἡμέρες νηστείας. Δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν νηστεύουν πλέον καί πολλοί, ἐκ μιᾶς κακῆς συνηθείας παρακινούμενοι, ἡ ὁποία κατήντησε λαίλαπα τά τελευταῖα χρόνια, καταλύουν τήν νηστεία τῆς Παναγίας  τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, χωρίς νά περιμένουν νά τελειώσῃ ἀνήμερα στήν γιορτή της ἡ Θεία Λειτουργία. Αὐτό γίνεται ἐξ αἰτίας τῶν κοσμικῶν καί ὄχι, ὡς δῆθεν διαφημίζονται, «θρησκευτικῶν» πανηγύρεων, πού δυστυχῶς, παρά τήν Ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας ἐπεκράτησαν, ὡς μή ὤφελεν, στήν Πατρίδα μας ἐσχάτως. Νά νηστεύωμε καί νά νηστεύσωμε ὅλοι, ἀδελφοί μου, ὥστε νά ἔχωμε πλούσια τά ἐλέη τοῦ Κυρίου μας, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας μας. 
            β) Τήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό, ἀφοῦ εἶναι ἡ μυστική ὁδός τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ καρδιά μας, ὥστε νά συνομιλῇ μέ τόν οὐράνιο Πατέρα καί Δημιουργό μας.
            Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Πρέπει δηλαδή νά μνημονεύωμε τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπό τό νά ἀναπνέωμε.
            Στίς πρός Θεόν δεήσεις μας μεσίτρια ἔχομε τήν Παναγία μας, πρός τήν ὁποία ἱκετευτικά ἀπευθυνόμεθα πάντοτε, ἰδιαιτέρως κατά τίς ἡμέρες τοῦ Δεκαπενταυγούστου, ἀφοῦ κάθε ἀπόγευμα μετά τόν Ἑσπερινό, τελεῖται σέ ὅλους τούς Ἱεροῦς Ναούς μας ἡ ἱερά Παράκλησις πρός τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
            γ) Τήν σεμνότητα καί τήν σύνεση στήν ζωή. Πόσο ἐπίκαιρο εἶναι τό μήνυμα πού ἐκπέμπει τό πανσεβάσμιο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἰδιαιτέρως σήμερα πού ἐξέλιπε ἀκόμη καί ἴχνος σεμνότητος, ἀπό ἄνδρες καί ἀπό γυναῖκες, καί μάλιστα καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας εἰσερχομένων! Πόσο ἐπίκαιρο εἶναι τό δίδαγμά της στούς ἀπνευμάτιστους καιρούς μας!   
            δ) Τήν συμμετοχή μας στήν Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς εἶναι δυνατόν νά εἴμεθα κατ’ οὐσίαν Χριστιανοί, ἐάν δέν ἐξομολογούμεθα, ἐάν δέν κοινωνοῦμε τῶν Θείων καί Ἀχράντων Μυστηρίων, ἐάν δέν συμμετέχωμε πραγματικά στήν ζωή τοῦ Κυρίου μας;

Ορθόδοξα Μηνύματα - Οι δύο παρακλητικοί κανόνες


Ομιλία του  π. Αυγουστίνου Μύρου  με θέμα “Οι δύο παρακλητικοί κανόνες” στην εκπομπή “Ορθόδοξα Μηνύματα” του τηλεοπτικού σταθμού της Κοζάνης West Channel
στις  

Η Κοίμησις της Θεοτόκου (+ Αρχιμ. Γεωργίου Καψάνη)


koimisi_theotokou_4
Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
(Ὁμιλία τοῦ ἀειμνήστου Ἁγιορείτου Ἡγουμένου  π.Γεωργίου Καψάνη)
Οἱ ἑορτές τῆς Παναγίας μας, οἱ Θεομητορικές Ἑορτές καί μέσα σ' αὐτές ἡ μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ἕνα Πάσχα μικρό, ἕνα Πάσχα μές τό καλοκαίρι, μᾶς δίνει τήν εὐκαιρία νά ἐκφράσωμε τήν βαθειά μας εὐγνωμοσύνη πρός τήν Μητέρα τοῦ Λυτρωτοῦ μας καί δική μας Μητέρα γιά ὅτι ἔχει κάνει γιά τό ἀνθρώπινο γένος καί γιά τόν κάθε ἕνα ἀπό μᾶς. Διότι, χωρίς τή δική της συνέργεια καί προσφορά εἰς τόν Ἅγιον Τριαδικόν Θεόν δέν θα ἐνσαρκοῦτο ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Περίμενε ὁ Θεός νά βρεθεῖ μία τέτοια ἁγία ψυχή, πανάσπιλη, πάναγνη, ἡ ὁποία θά προσέφερε ὅλη τήν ἐλευθερία της εἰς τόν Θεόν, ὥστε καί ὁ Θεός νά προσφερθῆ ὁλόκληρος σ' Αὐτήν.

Κι αὐτή ἦταν ἡ εὐλογημένη Μαρία, ἡ ταπεινή κόρη τῆς Ναζαρέτ. Τήν εὐγνωμονοῦμε. Μᾶς ἔδωσε ὅ,τι πολυτιμότερο ἔχουμε στή ζωή μας. Τόν Σωτῆρα μας. Τί θά εἴμαστε χωρίς τόν Σωτῆρα Χριστόν. Οἱ ἀπελπισμένοι κατάδικοι τοῦ θανάτου. Οἱ αἰώνιοι αἰχμάλωτοι τοῦ διαβόλου. Χωρίς ἐλπίδα. Ἐάν λοιπόν ἔχωμε Σωτῆρα καί Λυτρωτή καί Θεόν τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν Θεόν ἐνανθρωπήσαντα, αὐτό τό ὀφείλουμε εἰς τήν Κυρίαν Θεοτόκον.
Γι' αὐτό ὁ ἔπαινος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παντοτινός. Οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι παντοτινοί κι ἀνεξάντλητοι πρός τό πρόσωπον τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Κανένα πρόσωπο ἐπί τῆς γῆς δέν ἐτιμήθη μέ τόσους ὕμνους, μέ τόσες δοξολογίες, μέ τόσες διακοσμητικές ἐκφράσεις μέ ὅσες ἡ Παναγία μας...
Ἡ Ἐκκλησία ἤδη ἀπό τήν 3η Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς ἔδωσε τόν τίτλο Θεοτόκος, ὁ ὁποῖος ὅρος «Θεοτόκος» κατά τούς ἁγίους Πατέρες, τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο περικλείει ὅλο τό μυστήριο τῆς σωτηρίας καί τῆς εὐσεβείας. Διότι ἠρνοῦντο οἱ αἱρετικοί ὅτι ἡ κυρία Θεοτόκος ἔτεκε Θεόν ἐνανθρωπήσαντα. Ὅμως ἡ Ἐκκλησία διετράνωσε τήν πίστι της ὅτι ἡ κυρία Θεοτόκος ἐγέννησε Θεόν ἐνανθρωπήσαντα, τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὅτι ἔγινε τό ἐργαστήριον τῆς ἀπορρήτου ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρωπίνης. Διότι, μέσα εἰς τήν ἁγίαν κοιλίαν της ἀπό τήν ὥρα τῆς συλλήψεως τοῦ Μονογενοῦς της Υἱοῦ ἡνώθη ἡ ἀνθρωπίνη μέ τήν Θεία φύσι καί ἐκυοφορήθη ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Γι' αὐτό λοιπόν καί χαρακτηρίζεται ἐργαστήριον τῆς ἀπορρήτου ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων. Καί αὐτά ὅλα δέν πρέπει νά τά ξεχνᾶμε, δέν τά ξεχνάει ποτέ ἡ Ἐκκλησία˙ γι' αὐτό καί ὁσάκις ἡ Ἐκκλησία δοξάζει τόν Μονογενῆ της Υἱόν, δοξάζει καί τό πρόσωπο τῆς Παναγίας.Δέν ὑπάρχει Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας, σύναξι τῆς Ἐκκλησίας, πού νά μήν καλεῖται καί ἡ Κυρία Θεοτόκος νά παρίσταται κι ἐκείνη καί μᾶλλον καί νά προΐσταται τῆς Συνάξεως τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὅπως προΐστατο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ. Διότι, ὅταν ἀνελήφθη ὁ Κύριος εἰς τούς οὐρανούς ἡ Κυρία Θεοτόκος  ἐνεψύχωνε, ἐνεθάρρυνε, ἐδίδασκε, καθοδηγοῦσε τούς ἁγίους Ἀποστόλους. Ἦταν τρόπον τινά ἡ Γερόντισσά τους καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἡ Γερόντισσα, ἡ πνευματική Μητέρα ὅλων τῶν Χριστιανῶν, ὅσων ὀρθοδόξως πιστεύουν εἰς τόν Τριαδικόν Θεόν. Καί ἰδιαιτέρως νά εἶναι ἡ Γερόντισσα καί ἡ Μητέρα τῶν Μοναχῶν καί δή τῶν Ἁγιορειτῶν...

Πρωτοπρ. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος, Ὁ Θεοτοκόφιλος Γέρων Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης καί ἡ αἵρεσις τοῦ Προτεσταντισμοῦ




Ἐν Πειραιεῖ 8-8-2014 
Ο ΘΕΟΤΟΚΟΦΙΛΟΣ ΓΕΡΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ο ΙΒΗΡΙΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΥ
 ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Μιά ἀπό τίς ἐλάχιστα προβεβλημένες, ἀλλά ἐξαιρετικῆς θεολογικῆς ἐμβριθείας καί πνευματικότητος περιπτώσεις Ἁγιορειτῶν Γερόντων, ὑπῆρξε καί ὁ μακαριστός Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος ὁ Ἰβηρίτης, τοῦ ὁποίου τήν ζωή καί τήν ἐργογραφία ἔχει γράψει ὁ ἐπίσης μακαριστός λόγιος μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, στό βιβλίο του  μέ τίτλο «Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Ἰβηρίτης˙ ὁ θερμός λάτρης τῆς Πορταΐτισσας 1885-1973».

Οἱ Χαιρετισμοί τῆς Θεοτόκου καί τό Θεοτοκάριον
Ὁ μακαριστός Γέρων Ἀθανάσιος τόνιζε συνεχῶς τήν προσευχητική ἀξία τῶν Χαιρετισμῶν στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Σέ μία μικρή ἐπιστολή, πού ἀπέστειλε ὁ Γέρων Ἀθανάσιος στόν ἄρρωστο Γέροντα Θεόκλητο, πού βρισκόταν σέ ἀνάρρωση, ἀναφέρει τά ἑξῆς : «Χαίρω διά τήν βελτίωσιν τῆς ὑγείας σου, πού τήν εἶχα καταδικασμένην μετά τήν τελευταίαν συνάντησίν μας. Οἱ Χαιρετισμοί καί εἰς τοῦτο. Ὅταν ἔλθης θά διαβάσεις τοῦ Μηνιάτου τάς φράσεις. Τάς εἶχα δώσει τοῦ Ἱεροθέου καί τάς ἐτύπωσε εἰς τό Περιοδικόν τῆς Ἐκκλ. Σπάρτης «Γαλήνη». «Ἐλπίδα μου καταφυγή μου, Μητέρα μου, ἕνα νεῦμα νά κάμης πρός τόν Υἱόν σου δι'ἐμέ, ἐγώ εἶμαι σωσμένος. Μαρία, ὅποιος εἰς σέ ἐλπίζει, ἀδύνατον εἶναι νά χαθῆ». «Ἄς εἶναι δόξα ἰδική μου, λέγει ὁ Χριστός, ἡ δόξα τῆς Μητέρας μου». Ἔτσι λέγει ὁ Νικομηδείας Γεώργιος : «Τήν σήν γάρ δόξαν ὁ Κτίστης, ἰδίαν οἰόμενος, ἐκπληροῖ τάς αἰτήσεις»[1].
Καθίσταται σαφές ὅτι καί αὐτή ἀκόμη τήν βελτίωση τῆς ὑγείας τοῦ σοβαρά ἀσθενοῦντος Γέροντος Θεοκλήτου, τήν ἀποδίδει ὁ Γέρων Ἀθανάσιος στούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, γεγονός πού ἀποδεικνύει τήν ἰδιαίτερα μεγάλη σημασία, πού ἀπέδιδαν οἱ Ἁγιορεῖτες Γέροντες στούς Χαιρετισμούς τῆς Θεοτόκου.
Ἐξάλλου ὁ ἴδιος προέτρεπε τόν ἀοίδιμο Γέροντα Θεόκλητο σέ ἄλλη ἐπιστολή του τό 1961 τά κάτωθι :«Ἀπό Παναγίας ἄρχεσθαι… Νά ἀφήσης ἕνα Χαιρετισμόν ἀπό τούς τρεῖς καί νά εἰσαγάγης τό Θεοτοκάριον καθ'ἡμέραν. Θά εὐαρεστήσης τῆ Δεσποίνη καί τῷ συλλέκτη Ἁγίω Νικοδήμω. Πρόσεξε τήν σκέψιν ταύτην, πού μοῦ ἐπήλθεν ἐν στιγμῆ ἀναγνώσεως τοῦ Θεοτοκαρίου. Οἱ Χαιρετισμοί καί τό Θεοτοκάριον, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ νά παρέλθουν, αὐτά ὅμως νά μήν λείψουν καμμίαν ἡμέραν τοῦ ἔτους. Καί εἰς ποίαν οἱ ὕμνοι οὗτοι; Εἰς τήν ταμίαν ὅλων τῶν χαρίτων τοῦ Θεοῦ...»[2].

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου καί οἱ εὐεργεσίες της (Οἱ ἄπιστοι ἀντιλογίες καί ἐχθρικά διακείμενοι στόν Υἱόν της)


Ἡ   Κοίμησις τῆς Θεοτόκου  καί  οἱ  εὐεργεσίες της
(Οἱ ἄπιστοι ἀντιλογίες καί ἐχθρικά διακείμενοι στόν Υἱόν της)
Περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο θέμα χρεωστοῦμε ἤ καλύτερα ὀφείλουμε μέ ἀγάπη, νά διηγούμαστε τά μεγαλεῖα τῆς Θεομήτορος καί Ἀειπαρθένου Μαριάμ. Κατ’ἐξοχήν δέ, τόν μήνα τῆς Παναγίας, τόν Αὔγουστο.

Ἡ γλυκειά μας ἡ Παναγιά, μέ ἄπειρη χαρά καί ὑπακοή προσέφερε τόν ἑαυτό Της στά παντοδύναμα χέρια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τό ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Μέ πόθο, λοιπόν, καί λαχτάρα, οἱ Ὀρθόδοξοι ἄς ἐπιδοθοῦμε σέ ὕμνους δοξολογίας πρός τήν Παρθένο Μαρία, σ’ Ἐκείνην πού τό Ἅγιον Πνεῦμα κατέβηκε νωρίτερα ἀπ’ὅ,τι στούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τήν κατέστησε Κυρία Ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, ἔχουσα τά δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὡς Ἐκκλησία, δηλ. ὡς μιά συντροφιά Ἁγίων πού εἶχαν ὁμοψυχία, κοινή Ὀρθόδοξη πίστη καί κοινό ὀρθόδοξο φρόνημα, δέχτηκαν τό Ἅγιο Πνεῦμα πού κατέβηκε σ’αὐτούς κατά τήν Πεντηκοστή καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο οὐδέποτε ἡμάρτησαν. Ἀναλυτικότερα αὐτό σημαίνει, καθαρίσθησαν ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἔλαβαν τόν ὕψιστον Θεῖον φωτισμόν, δηλαδή τήν κατά Χάριν θέωσιν.Ἔτσι ὄντες κεκαθαρμένοι ἔλαβαν τό χάρισμα τῶν γλωσσῶν[1], ὥστε στή συνέχεια νά πορευθοῦν καί νά μαθητεύσουν πάντα τά ἔθνη, μέ ποιόν τρόπο;  διδάσκοντας καί βαπτίζοντας στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ Ἁγνή Παρθένος Μαριάμ δέχτηκε καί αὐτή μέ ὑπακοή καί ταπείνωση τό Πνεῦμα τό Ἅγιον[2]πού κατέβηκε σ’Αὐτήν, ὡς σέ ἐκλεκτόν σκεῦος,κατά τόν Εὐαγγελισμό, ὅπου ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ τῆς ἀνακοίνωσε ὅτι διά τῆς δυνάμεως τοῦ Παρακλήτου, θά φέρει τόν Πανένδοξο Καρπό, πού τό ἄρωμά του θά διαπερνᾶ γῆ καί οὐρανό καί ἀπό τόν Ὁποῖον θά τρέφονται ὅλοι οἱ πιστοί[3], ἀπό τόν πρῶτον ὡς τόν τελευταῖον. Τοιουτοτρόπως, ἀπαλλάσσεται ἡ Θεοτόκος,ἅμα τῇ συλλήψει τοῦ Υἱοῦ της, ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα[4], ἀλλά γίνεται ταυτοχρόνως καί ἡ μεσίτρια μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπων.
Ἀναδεικνύονται ἔτσικαί οἱ πιστοί διά τῆς ἀκτίστου Χάριτος, μέσῳ τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων μας Ἀποστόλων, Ἅγιοι, ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, φῶς τοῦ κόσμου, ἅλας τῆς γῆς, ἀποκτῶντες τήν ἴδια ἄκτιστη ἐνέργεια μέ Ἐκείνου, τοῦ Παρακλήτου. Μεταμορφώνονται σέ Ἄνθη μυρίπνοα τοῦ Παραδείσου καί κληρονόμους τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.