Ἐμφανίσεις καὶ θαύματα τῆς Παναγίας.
Ετικέτες ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ
Τὰ θαύματα τῆς Παναγίας πού, δειγματοληπτικὰ μόνο, συμπεριλαμβάνουμε στην ανάρτηση αυτή, προέρχονται ἀπὸ διάφορες πηγές. Τὰ προσφέρουμε διασκευασμένα καὶ ἐμπλουτισμένα μὲ τ᾿ ἀπαραίτητο γεωγραφικὰ καὶ ἱστορικὰ στοιχεῖα, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώνουμε καθόλου τὴν οὐσία τους.
Στὰ θαύματα αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἔρχεται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ προβλήματά τους. Συχνὰ ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο ἡ σὲ ἐγρήγορση. Ἄλλοτε ἡ παρουσία της γίνεται αἰσθητὴ μόνο μὲ τὴ φωνὴ ἢ μὲ κάποια εὐωδιά.
Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ἐπεμβαίνει θαυματουργικὰ καὶ θεραπεύει ἀρρώστιες, ἐνθαρρύνει πολεμιστές, ἱκανοποιεῖ ἀνάγκες, σώζει ἀπὸ κινδύνους, δίνει λύσεις σὲ προβλήματα καὶ ἀδιέξοδα. Ἄλλοτε πάλι καθοδηγεῖ γιὰ τὴν εὕρεση ἱερῶν τῆς εἰκόνων καὶ ἄλλοτε εὐαγγελίζεται εὐεργεσίες ἤ, ἀντίθετα, προμηνύει συμφορές. Μὲ ἀνάλογο τρόπο στιγματίζει τὴν ἀταξία καὶ ἀσέβεια ἡ βραβεύει τὴν ἀρετή. Τέλος, ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, μεταστρέφει ἀλλόθρησκους καὶ τιμωρεῖ παραδειγματικὰ τοὺς βλάσφημους.
Ἡ ζωντανὴ ὅμως αὐτὴ παρουσία τῆς Θεοτόκου τόσο στὴν ἀτομικὴ ὅσο καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ καὶ ἀποδεκτή, προϋποθέτει καὶ ἐξίσου ζωντανὴ πίστη.
Παναγία ἡ Πορταΐτισσα
«Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος»
Ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα, ἡ ἐξέχουσα μεταξύ τῶν θεομητορικῶν εἰκόνων τοῦ Ἄθω, ἦταν ἀρχικὰ φυλαγμένη, καθώς διασώζει ἡ παράδοση, στὴ μικρασιατικὴ Νίκαια. Μιὰ εὐσεβής γυναίκα μέ τὸν μοναχογιό της τὴν εἶχαν τοποθετήσει μέσα στὴν ἰδιόκτητη ἐκκλησία τους καὶ τὴν τιμοῦσαν.
Στὰ χρόνια τῆς δεύτερης εἰκονομαχίας βασιλικοὶ κατάσκοποι ἀνακάλυψαν τὴν εἰκόνα καὶ ἀπείλησαν τὴ γυναίκα πὼς θὰ τὴν σκοτώσουν ἂν δὲν τοὺς δωροδοκήσει. Ἐκείνη ὑποσχέθηκε ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τοὺς ἔδινε τὰ χρήματα. Καὶ τὴ νύχτα, ἀφοῦ προσευχήθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, τὴ σήκωσε μέ εὐλάβεια, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα λέγοντας:
– Δέσποινα Θεοτόκε, ἐσύ ἔχεις τὴ δύναμη κι ἐμᾶς νὰ διασώσεις ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα σου ἀπὸ τὸν καταποντισμό.
Τότε πραγματικὰ ἔγινε κάτι θαυμαστό. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα στάθηκε ὄρθια στὰ κύματα καὶ κατευθύνθηκε πρός τὴ δύση. Συγκινημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸ γεγονὸς γυρίζει στὸν γιό της καὶ τοῦ λέει:
–Ἐγώ, παιδί μου, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη νὰ πεθάνω. Ἐσύ νὰ φύγεις. Νὰ πᾶς στὴν Ἑλλάδα.
Χωρὶς ἀργοπορία τὸ παιδὶ ἑτοιμάστηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, κι ἀπὸ κεῖ γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὅπου ἐμόνασε. Σὰν μοναχὸς ἀσκήτεψε στὸν τόπο πού ἀργότερα ἱδρύθηκε ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἔτσι πληροφορήθηκαν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ τὸ ἱστορικὸ τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας.
Πέρασε καιρός. Ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴ Νίκαια πέθανε, καὶ τὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων ἱδρύθηκε καὶ ὁλοκληρώθηκε. Ἦταν βράδυ, ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀντίκρυσαν ἕνα παράξενο θέαμα: Ἕνα πύρινο στῦλο πού ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ θάλασσα κι ἔφθανε στὸν οὐρανό.
Τὸ ὅραμα συνεχίστηκε ἡμέρες καὶ νύχτες. Κατεβαίνουν οἱ ἀδελφοὶ στὴν παραλία καὶ βλέπουν μέ θαυμασμὸ στὴ βάση τοῦ πύρινου στύλου μιὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὅσο ὅμως τὴν πλησίαζαν ἐκείνη ἀπομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακάλεσαν μέ δάκρυα τὸν Κύριο νὰ χαρίσει στὸ μοναστήρι τους τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ θησαυρό.
Μεταξύ τῶν μοναχῶν ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής ἀσκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ᾿ αὐτὸν παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ τοῦ λέει:
– Νὰ πεῖς στὸν ἡγούμενο καὶ στούς ἀδελφούς ὅτι θὰ σᾶς παραδώσω τὴν εἰκόνα μου, γιὰ νὰ σᾶς προστατεύει. Θὰ μπεῖς κατόπιν στὴ θάλασσα, θὰ περπατήσεις πάνω στὰ κύματα, κι ἔτσι θὰ καταλάβουν ὅλοι τὴν εὔνοιὰ μου γιὰ τὸ μοναστήρι σας.
Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα σὰν σὲ στερεὰ γῆ, παρέλαβε μέ εὐλάβεια τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ ἐπέστρεψε στὴν παραλία. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ μοναχοὶ τῆς ἐπιφύλαζαν τιμητικὴ ὑποδοχή. Ὕστερα τὴν παρέλαβαν καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ.
Ὅταν τὴν ἑπομένη ὁ ἐκκλησιαστικός πῆγε ν᾿ ἀνάψει τὰ καντήλια, ἡ εἰκόνα ἔλειπε. Ἐρεύνησε παντοῦ καὶ τὴν ἀνακάλυψε στὸ τεῖχος, πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς. τὴν ἐπανέφεραν στὸ καθολικό, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ἔφυγε καὶ πάλι. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ἡ Παναγία παρουσιάζεται στὸν γέροντα Γαβριήλ καὶ τοῦ λέει:
– Νὰ πεῖς στούς ἀδελφούς νὰ μὴ μ᾿ ἐνοχλοῦν. Δέν ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ φυλάγομαι ἀπὸ σᾶς, ἀλλὰ νὰ σᾶς φυλάω. Ὅσοι ζεῖτε στὸ Ὄρος τοῦτο ἐνάρετα, νὰ ἐλπίζετε στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Υἱοῦ μου. Γιατί, ὅσο ὑπάρχει ἡ εἰκόνα μου μέσα στὴ μονὴ σας, ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του θὰ σᾶς ἐπισκιάζουν πάντοτε.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν παρεκκλήσι κοντὰ στὴν πύλη κι ἐκεῖ τοποθέτησαν τὴν ἱερὴ εἰκόνα.
Πράγματι ἡ Πορταΐτισσα, καθώς ὑποσχέθηκε, προστατεύει τὴ μονὴ καὶ οἰκονομεῖ κάθε της ἀνάγκη.
Ἡ θεραπεία τῆς πριγκίπισσας
Τὸ 1651 οἱ 365 Ἰβηρίτες μοναχοὶ δοκίμαζαν οἰκονομικὴ στενότητα, γι᾿ αὐτὸ ἀνέθεσαν στὴ Θεοτόκο νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴ συντήρησή τους. Ἀμέσως ἡ φιλόστοργη Μητέρα ἔτρεξε γιὰ ἐξεύρεση πόρων μέ τὸ ἀκόλουθο χαριτωμένο θαῦμα.
Ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν βαριὰ ἄῤῥωστη ἡ κόρη τοῦ τσάρου τῆς Ρωσίας Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τὰ πόδια της ἦταν παράλυτα καὶ γιὰ τοὺς γιατροὺς ἀθεράπευτα.
Τὴ θλίψη τῆς πριγκίπισσας καὶ τῶν βασιλέων γονέων της ἔρχεται τώρα νὰ μεταβάλει σέ χαρὰ ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μιὰ νύχτα στὸν ὕπνο της, κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε θάῤῥος καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τὴ θεραπεύσει τῆς λέει:
– Νὰ πεῖς στὸν πατέρα σου νὰ φέρει ἀπὸ τὴν μονὴ τῶν Ἰβήρων τὴν εἰκόνα μου τὴν Πορταΐτισσα.
Τὸ πρωὶ ἡ ἄῤῥωστη διαβίβασε τὴν ἐντολὴ κι ἀμέσως ξεκίνησε ἔκτακτη ἀποστολή, γιὰ νὰ μεταφέρει στοὺς Ἰβηρίτες μοναχούς τὴν ἐπιθυμία τοῦ τσάρου. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν μήπως ἡ εἰκόνα δέν ἐπιστραφεῖ, καὶ ἀποφάσισαν νὰ στείλουν ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο μέ τιμητικὴ συνοδεία τεσσάρων ἱερομονάχων.
Μόλις μαθεύτηκε ὁ ἐρχομός τῆς σεπτῆς εἰκόνας στὴ Μόσχα, ἡ πόλη ἄδειασε. Ὅλοι, βασιλεῖς καὶ λαός, ἔτρεξαν νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Στ᾿ ἀνάκτορα ὅμως ἡ πριγκίπισσα κοιτόταν στὸ κρεβάτι, χωρίς νὰ γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμὴ ζήτησε τὴ μητέρα της καὶ τότε πληροφορήθηκε τὸ μεγάλο γεγονός.
– Τί; φώναξε. Ἔρχεται ἡ Παναγία, κι ἐμένα μέ ἄφησαν ἐδῶ;
Πηδᾶ ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ντύνεται καὶ τρέχει νὰ ὑποδεχθεῖ κι ἐκείνη τὴν Παναγία. Ὁ κόσμος εἶδε την παράλυτη πριγκίπισσα καὶ τὰ ἔχασε. Ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε, ὅταν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔφθασε ἡ ἁγία εἰκόνα κι ἔγινε ἡ τελετὴ τῆς ὑποδοχῆς καὶ τῆς προσκυνήσεως.
– Μεγαλειότατε, εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι, προσφέρουμε τὴ σεπτὴ αὐτὴ εἰκόνα σάν δῶρο στὸ εὐσεβές ρωσικὸ ἔθνος.
– Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε συγκινημένος ὁ τσάρος. Σέ ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης μου σᾶς παραχωρῶ μία ἀπὸ τὶς καλύτερες μονές τῆς πρωτεύουσας, τὸν ἅγιο Νικόλαο. Ἐπίσης ἐτήσιο ἐπίδομα ἀπὸ 2.500 ρούβλια, ἀτέλεια σέ ὅ,τι εἰσάγετε ἀπὸ τὴν χώρα μου, καθώς καὶ δωρεάν μετακίνηση τῶν ἀπεσταλμένων σας.
Τὸ μετόχι αὐτὸ παρέμεινε στὴν κυριότητα τῆς μονῆς Ἰβήρων μέχρι τὸ 1932 καὶ τῆς ἐξασφάλιζε τόσες προσόδους, ὥστε κάλυπτε ὅλες σχέδον τίς ὑλικές της ἀνάγκες.
Ὁ πεινασμένος ὁδοιπόρος
Ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων εἶναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτὸ ἀποδίδεται καὶ στὸ ἀκόλουθο περιστατικό:
Ἕνας φτωχός ἐργάτης, κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔφθασε τὸ μεσημέρι πεινασμένος στὴν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸν πορτάρη, γιατὶ βιαζόταν νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του.
Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί, δέν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχός ἀναστέναξε βαθιὰ κι ἔφυγε νηστικός.
Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές, σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ σκιὰ ἑνός δέντρου. Λυπημένος καὶ κουρασμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς. Ξεφνικὰ ἀκούει βήματα νὰ πλησιάζουν. Ἀνασηκώνεται καὶ βλέπει κοντὰ του μιὰ γυναίκα μ᾿ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος συμπαθητικὸ καὶ φωνὴ γλυκειὰ τὸν ἐρωτᾶ:
– Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄῤῥωστος;
– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλὰ πεινῶ. Παρακάλεσα τὸν θυρωρὸ τῆς μονῆς Ἰβήρων νὰ μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλὰ δέν μοῦ ἔδωσε.
– Ἄκου, παιδί μου. Δέν πρέπει νὰ παραπονεῖσαι γιὰ τὸν θυρωρό. Θυρωρὸς τῆς μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἐπιστρέψεις ἀμέσως καὶ νὰ ζητήσεις ψωμὶ ἐκ μέρους μου. Κι ἂν δὲν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα. Σὲ περιμένω ἐδῶ.
Λέγοντας αὐτὰ ἔδωσε στὸν ἐργάτη τρία φλουριά. Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔβλεπε καὶ ἄκουγε, ξεκίνησε γιὰ τὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πύλη καὶ κρατώντας ἐπιδεικτικὰ τὰ χρήματα ζήτησε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ψωμί, χωρὶς νὰ παραλείψει ν᾿ ἀναφέρει τὴ συνομιλία μὲ τὴ γυναίκα.
Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιὰ γυναίκα καὶ εἶδε τὰ σπάνια νομίσματα, κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ θαῦμα. Χτύπησε τὴν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἄκουσαν μέ θαυμασμὸ τὸ παράδοξο γεγονός.
Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τὰ νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερωμένα πρίν ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, τὰ παρέλαβε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε μέ μητρικὴ εὐσπλαγχνία.
Οἱ μοναχοὶ μέ φόβο καὶ εὐλάβεια τὰ ἐπανέφεραν στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, ἡ ὁποία μέ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺς δίδαξε τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας.
Παναγία ἡ Νιαμονίτισσα
Ἡ μυροβόλος Χίος, ἡ «παιπαλόεσσα», κατὰ τὸν Ὅμηρο, γιὰ τὸ βραχῶδες καὶ ὀρεινὸ ἔδαφός της, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους «ὡς μία τῶν Μακάρων νήσων» γιὰ τὰ φυσικὰ τῆς πλεονεκτήματα
Αὐτὴ ἡ ὀνομασία θὰ τῆς ταιρίαζε μεταφορικὰ καὶ γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν κατοίκων της. Στὴν ἀρχαιότητα ἦταν γεμάτη ἀγάλματα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐποχὴ τὸ πλῆθος τῶν ἱερῶν ναῶν τῆς κινεῖ τὴν περιέργεια κάθε ἐπισκέπτου. «Ἡ χιακὴ κοινωνία, σημειώνει ὁ Μ. Ἴουσηνιανης τὸ 1606, εἶναι εὐλαβέστατη, ἐνῶ ὁ κλῆρος τῆς πολὺ πιὸ ἀξιόλογος ἀπὸ ἄλλων περιοχῶν». Ἔχει ἐπίσης νὰ ἐπιδείξει πολλοὺς ἁγίους καὶ πολλὰ μοναστήρια.
Λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ, στοὺς πρόποδες τοῦ Προβάπου ὅρους, προβάλλει τὸ πιὸ ἀξιόλογο μοναστήρι τῆς Χίου, ἡ παλαίφατη Νέα Μονή. Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σταυροπήνιο, μὲ τὰ βασιλικὰ χρυσόβουλα καὶ τὰ περίφημα ψηφιδωτά, εἶναι ὀχυρωμένο ἀπὸ φυσικὰ καὶ τεχνητὰ τείχη καὶ πύργους, τμήματα τῶν ὁποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
Οἱ κτιριακὲς ἐργασίες τῆς μονῆς ἄρχισαν τὸ 1034 ἀπὸ τοὺς Χιῶτες ἀσκητὲς Νικήτα, Ἰωσὴφ καὶ Ἰωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στὴν προσπάθεια τοὺς αὐτὴ εἶχαν τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ τὸν Μονομάχο.
Στὰ ἱστορικά της μονῆς εἶναι διάχυτη ἡ παράδοση γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὕρεση τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αὐτὴ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀνακάλυψαν μέσα σὲ πυκνὸς δάσος οἱ τρεῖς κτήτορες, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀδιαπέραστα βάτα καὶ χαμόκλαδα.
Ἡ θεία μορφὴ τῆς Θεοτόκου παριστάνεται σὲ μία ἰδιότυπη καὶ μοναδικὴ στάση: Κρατᾶ στὰ χέρια τὸ θεῖο Βρέφος, ἀλλὰ εἰκονίζεται ὄρθια, μὲ ἀνοιχτῆ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιὰ καὶ τὰ πόδια σὲ στάση βηματισμοῦ.
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Νιαμονίτισσας σώζεται συχνὰ ἡ ἴδια θαυματουργικὰ ἀπὸ πυρκαγιές, ἀλλὰ καὶ σώζει ἀπὸ σφαγές, ἐπιδρομὲς καὶ λοιπὲς περιπέτειες, ποὺ δοκίμασε ἡ Νέα Μονὴ στὴν ἱστορικὴ διαδρομή της.
Ὁ χρυσοχόος
Κάποτε οἱ μοναχοὶ ἀνέθεσαν σ᾿ ἕνα Χιώτη χρυσοχόο νὰ ἐπενδύσει μὲ χρυσὸ ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς εἰκόνας, γιὰ νὰ τὴν προφυλάξουν ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ ἐκκλησιάρχης τὴν τοποθέτησε στὸν κυρίως ναό, καὶ ὁ τεχνίτης ἄρχισε τὴν ἐργασία του μὲ εὐλάβεια.
Ξαφνικὰ ἀκούει μία γλυκεία φωνὴ νὰ τοῦ λέει ψιθυριστά:
Ἐλαφρὰ χτύπα, ἐλαφρά» νἄχῃς τὴν εὐχή μου, γιατὶ ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιά!
Σηκώνει τὰ μάπα ὁ χρυσοχόος καὶ βλέπει μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ ὁλόχρυση φορεσιά. Δὲν πρόλαβε νὰ τὴ ρωτήσει ποιὰ ἦταν, γιατὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ ἱερὸ βῆμα ἀπὸ τὴ νότια πύλη. Τρέχει νὰ τὴν προφθάσει, ἀλλὰ Ἐκείνη εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Μπαίνει στὸ ἱερό, καὶ τότε ἀναγνωρίζει στὴ μορφὴ τῆς πλατυτέρας τὴ γυναίκα, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ εἶχε φανερωθεῖ.
Ἡ καμπάνα.
Τὸ καμπαναριὸ τῆς Νέας Μονῆς μοιάζει μὲ τετράγωνο πύργο καὶ ὑψώνεται σχεδὸν τριώροφο μέχρι τὸν θόλο τοῦ καθολικοῦ. Εἶναι στεγασμένο μὲ μολύβι καὶ στολίζεται στὴν κορυφὴ μὲ ὡραῖο σιδερένιο σταυρό. Ἀρχικὰ εἶχε τέσσερις καμπάνες καὶ δυὸ πολυτελέστατα ρολόγια. Ὅλα ὅμως ἐξαφανίσθηκαν τὸ 1822 ἀπὸ τὶς ἀσιατικὲς ὀρδές.
Κάποτε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οἱ μοναχοὶ τὴ φόρτωσαν σ᾿ ἕνα βενετσιάνικο πλοῖο καὶ τὴν ἔστειλαν στὴ Βενετία γιὰ νὰ τὴν ξαναχύσουν.
Τὸ πλοῖο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα κουρσάρικο τῶν πειρατῶν τοῦ Βαρβαρόσσα καὶ κινδύνεψε νὰ βουλιάξει. Οἱ ναῦτες, στὴ δύσκολη ἐκείνη στιγμή, ἐπικαλέστηκαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ὕστερα ἔσπασαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν καμπάνα, τὸ ἔβαλαν γιὰ μπάλα μέσα στὸ κανόνι καὶ χτύπησαν τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο. Τὸ χτύπημα ἦταν καίριο καὶ τὸ πειρατικὸ βυθίστηκε.
Τὸ βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τὸ ταξίδι κι ἔφθασε στὸν προορισμό του. Ὁ καπετάνιος, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐφτίαξε μὲ δικά του ἔξοδα τὴν καμπάνα καὶ τὴν πρόσφερε στὴν Παναγία. Λέγεται μάλιστα πὼς ἡ καμπάνα αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μελωδικὴ ἀπ᾿ ὅλες.
Τὸ ξύλο καὶ τὸ σκοινί
Ἕνα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ὁ καπετάνιος, μπροστὰ στὸν κίνδυνο, φώναξε μὲ τὴ θερμὴ νησιώτικη πίστη του:
- Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σῶσε μας! Καὶ σοῦ τάζω μία λαμπάδα τόσο ψηλή, ὅσο τὸ κατάρτι τοῦ πλοίου!
Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸν λόγο του, καὶ βλέπει πάνω στὴν ἀφρισμένη θάλασσα τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο, νὰ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα ξύλο κι ἕνα σκοινί. Ὕστερα βυθίστηκε στὸ κύμα.
Ἀμέσως ἡ τρικυμία κόπασε καὶ τὸ πλοῖο προσορμίστηκε σῶο στὸ λιμάνι. Ἐκεῖ, μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη, ἀνακάλυψαν σία ὕφαλα τοῦ μία τρύπα. Ἡ τρύπα αὐτὴ ἦταν φραγμένη μ᾿ ἕνα κομμάτι ξύλο κι ἕνα κομμάτι σκοινί...
Τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἦταν ὁλοφάνερο. Ἀμέσως ξεκίνησαν ὅλο τὸ πλήρωμα γεμάτοι εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ Νέα Μονή. Προσκύνησαν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, πρόσφεραν τὸ τάμα τους, μία πελώρια λαμπάδα, κι ἄφησαν στὸν ἐξωνάρθηκα τὸ σωτήριο ξύλο καὶ τὸ σκοινί, τὰ ὁποῖα σώζονται ἐκεῖ μέχρι σήμερα.
Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, καθὼς λέγεται, ὑπάρχει στὸν ἔξω νάρθηκα κι ἕνα σφουγγάρι. Μὲ τὴ χάρη τῆς Νιαμονίτισσας τὸ σφουγγάρι αὐτὸ ἔφραξε τὴ σχισμὴ ἑνὸς ἱστιοφόρου πλοίου, ποὺ κινδύνευε νὰ κανταποντιστεῖ.
Τὸ μουλάρι
Τὸν 17ο αἰώνα, καθὼς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ἡ Νέα Μονὴ ἀριθμοῦσε 100 ἕως 150 μοναχούς, κι ἔμοιαζε μὲ μικρὴ πόλη. Ἀνάλογος ἦταν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑποζυγίων γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν πολλῶν εἰσοδημάτων.
Κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη παρέδωσε στὸν βουρδουνάρη -ἐπιστάτη τῶν ζώων -τῆς Νέας Μονῆς ἕνα φορτίο λάδι γιὰ τὸ μοναστήρι. Ὁ βουρδουνάρης φόρτωσε ἕνα μουλάρι καὶ ξεκίνησε.
Ὅταν ἔφθασαν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Φανουρίου, σὲ μία κακοτοπιά, τὸ ζῶο παραπάτησε καὶ γκρεμίστηκε στὸ βάραθρο μέχρι τὸ ποτάμι. Ὁ βουρδουνάρης, βέβαιος πὼς σκοτώθηκε, δὲν ἀσχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε ὅμως στοὺς μοναχοὺς τὸ θλιβερὸ ἐπεισόδιο.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἀκούστηκαν στὴν πύλη τῆς μονῆς χτυπήματα καὶ χλιμιντρίσματα. Τρέχει ὁ πορτάρης ν᾿ ἀνοίξει, καὶ ἄντικρυζει τὸ μουλάρι ποὺ εἶχε γκρεμιστεῖ. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν, πὼς εἶχε φορτωμένα στὴν πλάτη τὰ τουλούμια μὲ τὸ λάδι ἀκέραια. Ὁ πορτάρης τὸ ἔβαλε μέσα καὶ τὸ ξεφόρτωσε. Τότε ὅμως συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὸ ζῶο ἔπεσε ἀμέσως στὴ γῆ νεκρό. Εἶχε πιὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή του.
Ἡ εὐλαβὴς δωρήτρια. Κάποια εὐλαβὴς χιώτισα, ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλιμασσιά, ἀφιέρωσε ὅλη τὴν περιουσία της στὴ Νέα Μονή. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε καὶ βρέθηκε σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἀνάγκη. Τότε οἱ συγγενεῖς της, ἀντὶ νὰ τὴ βοηθήσουν, τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ τὴν πίκραιναν μὲ λόγια σκληρά:
«Ἂς ἔρθει, τῆς ἔλεγαν, νὰ σὲ κοιτάξει ἡ Νέα Μονή, ἀφοῦ τῆς ἔγραψες τὴν περιουσία σου.
Ἐκείνη δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία ζητώντας τὴ βοήθειά της. Κι ἕνα βράδυ, μέσα στὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία της, βλέπει στὸν ὕπνο τῆς μία γυναίκα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ τὴν πλησίασε, τὴν παρηγόρησε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε:
- Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ ἀσθένειά σου θεραπεύτηκε. Πάρε αὐτὸ τὸ φλουρὶ καὶ θὰ φροντίζω ἐγὼ γιὰ σένα.
- Ποιὰ εἶσαι; ρώτησε ἡ ἄρρωστη.
- Εἶμαι ἡ Νέα Μονή.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ξύπνησε ἡ γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στὸ δεξί της χέρι τὸ φλουρί. Πῆγε στὸ μοναστήρι, διηγήθηκε τ᾿ ὄνειρό της στὸν ἡγούμενο Ἄνθιμο καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ φλουρί, ποὺ τῆς εἶχε χαρίσει ἡ Παναγία.
Παναγία ἡ Κασσιωπία
Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.
- Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.
Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.
- Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:
- Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.
Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.
- Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;
Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:
- Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;
- Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:
- Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!
Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:
- Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;
- Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!
Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.
Στὰ θαύματα αὐτὰ ἡ Θεοτόκος ἔρχεται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ προβλήματά τους. Συχνὰ ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο ἡ σὲ ἐγρήγορση. Ἄλλοτε ἡ παρουσία της γίνεται αἰσθητὴ μόνο μὲ τὴ φωνὴ ἢ μὲ κάποια εὐωδιά.
Μὲ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους ἐπεμβαίνει θαυματουργικὰ καὶ θεραπεύει ἀρρώστιες, ἐνθαρρύνει πολεμιστές, ἱκανοποιεῖ ἀνάγκες, σώζει ἀπὸ κινδύνους, δίνει λύσεις σὲ προβλήματα καὶ ἀδιέξοδα. Ἄλλοτε πάλι καθοδηγεῖ γιὰ τὴν εὕρεση ἱερῶν τῆς εἰκόνων καὶ ἄλλοτε εὐαγγελίζεται εὐεργεσίες ἤ, ἀντίθετα, προμηνύει συμφορές. Μὲ ἀνάλογο τρόπο στιγματίζει τὴν ἀταξία καὶ ἀσέβεια ἡ βραβεύει τὴν ἀρετή. Τέλος, ὁδηγεῖ στὴ μετάνοια, μεταστρέφει ἀλλόθρησκους καὶ τιμωρεῖ παραδειγματικὰ τοὺς βλάσφημους.
Ἡ ζωντανὴ ὅμως αὐτὴ παρουσία τῆς Θεοτόκου τόσο στὴν ἀτομικὴ ὅσο καὶ τὴν κοινὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, γιὰ νὰ γίνει ἀντιληπτὴ καὶ ἀποδεκτή, προϋποθέτει καὶ ἐξίσου ζωντανὴ πίστη.
Παναγία ἡ Πορταΐτισσα
«Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος»
Ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα, ἡ ἐξέχουσα μεταξύ τῶν θεομητορικῶν εἰκόνων τοῦ Ἄθω, ἦταν ἀρχικὰ φυλαγμένη, καθώς διασώζει ἡ παράδοση, στὴ μικρασιατικὴ Νίκαια. Μιὰ εὐσεβής γυναίκα μέ τὸν μοναχογιό της τὴν εἶχαν τοποθετήσει μέσα στὴν ἰδιόκτητη ἐκκλησία τους καὶ τὴν τιμοῦσαν.
Στὰ χρόνια τῆς δεύτερης εἰκονομαχίας βασιλικοὶ κατάσκοποι ἀνακάλυψαν τὴν εἰκόνα καὶ ἀπείλησαν τὴ γυναίκα πὼς θὰ τὴν σκοτώσουν ἂν δὲν τοὺς δωροδοκήσει. Ἐκείνη ὑποσχέθηκε ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τοὺς ἔδινε τὰ χρήματα. Καὶ τὴ νύχτα, ἀφοῦ προσευχήθηκε μπροστὰ στὴν εἰκόνα, τὴ σήκωσε μέ εὐλάβεια, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα λέγοντας:
– Δέσποινα Θεοτόκε, ἐσύ ἔχεις τὴ δύναμη κι ἐμᾶς νὰ διασώσεις ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ βασιλιᾶ, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰκόνα σου ἀπὸ τὸν καταποντισμό.
Τότε πραγματικὰ ἔγινε κάτι θαυμαστό. Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα στάθηκε ὄρθια στὰ κύματα καὶ κατευθύνθηκε πρός τὴ δύση. Συγκινημένη ἡ γυναίκα ἀπὸ τὸ γεγονὸς γυρίζει στὸν γιό της καὶ τοῦ λέει:
–Ἐγώ, παιδί μου, γιὰ τὴν ἀγάπη τῆς Παναγίας εἶμαι ἕτοιμη νὰ πεθάνω. Ἐσύ νὰ φύγεις. Νὰ πᾶς στὴν Ἑλλάδα.
Χωρὶς ἀργοπορία τὸ παιδὶ ἑτοιμάστηκε καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, κι ἀπὸ κεῖ γιὰ τὸν Ἄθωνα, ὅπου ἐμόνασε. Σὰν μοναχὸς ἀσκήτεψε στὸν τόπο πού ἀργότερα ἱδρύθηκε ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων. Αὐτὸ ἦταν οἰκονομία Θεοῦ, γιατὶ ἔτσι πληροφορήθηκαν οἱ ἄλλοι μοναχοὶ τὸ ἱστορικὸ τῆς θαυματουργῆς εἰκόνας.
Πέρασε καιρός. Ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴ Νίκαια πέθανε, καὶ τὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων ἱδρύθηκε καὶ ὁλοκληρώθηκε. Ἦταν βράδυ, ὅταν οἱ μοναχοὶ ἀντίκρυσαν ἕνα παράξενο θέαμα: Ἕνα πύρινο στῦλο πού ξεκινοῦσε ἀπὸ τὴ θάλασσα κι ἔφθανε στὸν οὐρανό.
Τὸ ὅραμα συνεχίστηκε ἡμέρες καὶ νύχτες. Κατεβαίνουν οἱ ἀδελφοὶ στὴν παραλία καὶ βλέπουν μέ θαυμασμὸ στὴ βάση τοῦ πύρινου στύλου μιὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ὅσο ὅμως τὴν πλησίαζαν ἐκείνη ἀπομακρυνόταν. Συγκεντρώθηκαν τότε στὴν ἐκκλησία καὶ παρακάλεσαν μέ δάκρυα τὸν Κύριο νὰ χαρίσει στὸ μοναστήρι τους τὸν ἀνεκτίμητο αὐτὸ θησαυρό.
Μεταξύ τῶν μοναχῶν ὑπῆρχε ἕνας εὐλαβής ἀσκητής, πού λεγόταν Γαβριήλ. Σ᾿ αὐτὸν παρουσιάζεται ἡ Παναγία καὶ τοῦ λέει:
– Νὰ πεῖς στὸν ἡγούμενο καὶ στούς ἀδελφούς ὅτι θὰ σᾶς παραδώσω τὴν εἰκόνα μου, γιὰ νὰ σᾶς προστατεύει. Θὰ μπεῖς κατόπιν στὴ θάλασσα, θὰ περπατήσεις πάνω στὰ κύματα, κι ἔτσι θὰ καταλάβουν ὅλοι τὴν εὔνοιὰ μου γιὰ τὸ μοναστήρι σας.
Ἔτσι κι ἔγινε. Ὁ π. Γαβριήλ περπάτησε πάνω στὴ θάλασσα σὰν σὲ στερεὰ γῆ, παρέλαβε μέ εὐλάβεια τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ ἐπέστρεψε στὴν παραλία. Ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ μοναχοὶ τῆς ἐπιφύλαζαν τιμητικὴ ὑποδοχή. Ὕστερα τὴν παρέλαβαν καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ἱερὸ βῆμα τοῦ καθολικοῦ.
Ὅταν τὴν ἑπομένη ὁ ἐκκλησιαστικός πῆγε ν᾿ ἀνάψει τὰ καντήλια, ἡ εἰκόνα ἔλειπε. Ἐρεύνησε παντοῦ καὶ τὴν ἀνακάλυψε στὸ τεῖχος, πάνω ἀπὸ τὴν πύλη τῆς μονῆς. τὴν ἐπανέφεραν στὸ καθολικό, ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ἔφυγε καὶ πάλι. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε πολλές φορές. Τέλος ἡ Παναγία παρουσιάζεται στὸν γέροντα Γαβριήλ καὶ τοῦ λέει:
– Νὰ πεῖς στούς ἀδελφούς νὰ μὴ μ᾿ ἐνοχλοῦν. Δέν ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ φυλάγομαι ἀπὸ σᾶς, ἀλλὰ νὰ σᾶς φυλάω. Ὅσοι ζεῖτε στὸ Ὄρος τοῦτο ἐνάρετα, νὰ ἐλπίζετε στὴν εὐσπλαχνία τοῦ Υἱοῦ μου. Γιατί, ὅσο ὑπάρχει ἡ εἰκόνα μου μέσα στὴ μονὴ σας, ἡ χάρη καὶ τὸ ἔλεός Του θὰ σᾶς ἐπισκιάζουν πάντοτε.
Ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸ οἱ μοναχοὶ ἔχτισαν παρεκκλήσι κοντὰ στὴν πύλη κι ἐκεῖ τοποθέτησαν τὴν ἱερὴ εἰκόνα.
Πράγματι ἡ Πορταΐτισσα, καθώς ὑποσχέθηκε, προστατεύει τὴ μονὴ καὶ οἰκονομεῖ κάθε της ἀνάγκη.
Ἡ θεραπεία τῆς πριγκίπισσας
Τὸ 1651 οἱ 365 Ἰβηρίτες μοναχοὶ δοκίμαζαν οἰκονομικὴ στενότητα, γι᾿ αὐτὸ ἀνέθεσαν στὴ Θεοτόκο νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴ συντήρησή τους. Ἀμέσως ἡ φιλόστοργη Μητέρα ἔτρεξε γιὰ ἐξεύρεση πόρων μέ τὸ ἀκόλουθο χαριτωμένο θαῦμα.
Ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν βαριὰ ἄῤῥωστη ἡ κόρη τοῦ τσάρου τῆς Ρωσίας Ἀλεξίου Μιχαήλοβιτς. Τὰ πόδια της ἦταν παράλυτα καὶ γιὰ τοὺς γιατροὺς ἀθεράπευτα.
Τὴ θλίψη τῆς πριγκίπισσας καὶ τῶν βασιλέων γονέων της ἔρχεται τώρα νὰ μεταβάλει σέ χαρὰ ἡ θαυματουργὴ Πορταΐτισσα. Παρουσιάζεται μιὰ νύχτα στὸν ὕπνο της, κι ἀφοῦ τῆς ἔδωσε θάῤῥος καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τὴ θεραπεύσει τῆς λέει:
– Νὰ πεῖς στὸν πατέρα σου νὰ φέρει ἀπὸ τὴν μονὴ τῶν Ἰβήρων τὴν εἰκόνα μου τὴν Πορταΐτισσα.
Τὸ πρωὶ ἡ ἄῤῥωστη διαβίβασε τὴν ἐντολὴ κι ἀμέσως ξεκίνησε ἔκτακτη ἀποστολή, γιὰ νὰ μεταφέρει στοὺς Ἰβηρίτες μοναχούς τὴν ἐπιθυμία τοῦ τσάρου. Ἐκεῖνοι φοβήθηκαν μήπως ἡ εἰκόνα δέν ἐπιστραφεῖ, καὶ ἀποφάσισαν νὰ στείλουν ἕνα πιστὸ ἀντίγραφο μέ τιμητικὴ συνοδεία τεσσάρων ἱερομονάχων.
Μόλις μαθεύτηκε ὁ ἐρχομός τῆς σεπτῆς εἰκόνας στὴ Μόσχα, ἡ πόλη ἄδειασε. Ὅλοι, βασιλεῖς καὶ λαός, ἔτρεξαν νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Στ᾿ ἀνάκτορα ὅμως ἡ πριγκίπισσα κοιτόταν στὸ κρεβάτι, χωρίς νὰ γνωρίζει τίποτε. Κάποια στιγμὴ ζήτησε τὴ μητέρα της καὶ τότε πληροφορήθηκε τὸ μεγάλο γεγονός.
– Τί; φώναξε. Ἔρχεται ἡ Παναγία, κι ἐμένα μέ ἄφησαν ἐδῶ;
Πηδᾶ ἀμέσως ἀπὸ τὸ κρεβάτι, ντύνεται καὶ τρέχει νὰ ὑποδεχθεῖ κι ἐκείνη τὴν Παναγία. Ὁ κόσμος εἶδε την παράλυτη πριγκίπισσα καὶ τὰ ἔχασε. Ἡ συγκίνηση κορυφώθηκε, ὅταν ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἔφθασε ἡ ἁγία εἰκόνα κι ἔγινε ἡ τελετὴ τῆς ὑποδοχῆς καὶ τῆς προσκυνήσεως.
– Μεγαλειότατε, εἶπαν οἱ ἀπεσταλμένοι, προσφέρουμε τὴ σεπτὴ αὐτὴ εἰκόνα σάν δῶρο στὸ εὐσεβές ρωσικὸ ἔθνος.
– Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπε συγκινημένος ὁ τσάρος. Σέ ἔνδειξη τῆς εὐγνωμοσύνης μου σᾶς παραχωρῶ μία ἀπὸ τὶς καλύτερες μονές τῆς πρωτεύουσας, τὸν ἅγιο Νικόλαο. Ἐπίσης ἐτήσιο ἐπίδομα ἀπὸ 2.500 ρούβλια, ἀτέλεια σέ ὅ,τι εἰσάγετε ἀπὸ τὴν χώρα μου, καθώς καὶ δωρεάν μετακίνηση τῶν ἀπεσταλμένων σας.
Τὸ μετόχι αὐτὸ παρέμεινε στὴν κυριότητα τῆς μονῆς Ἰβήρων μέχρι τὸ 1932 καὶ τῆς ἐξασφάλιζε τόσες προσόδους, ὥστε κάλυπτε ὅλες σχέδον τίς ὑλικές της ἀνάγκες.
Ὁ πεινασμένος ὁδοιπόρος
Ἡ μονὴ τῶν Ἰβήρων εἶναι πολύ φιλόξενο μοναστήρι. Αὐτὸ ἀποδίδεται καὶ στὸ ἀκόλουθο περιστατικό:
Ἕνας φτωχός ἐργάτης, κουρασμένος ἀπὸ τὸν δρόμο, ἔφθασε τὸ μεσημέρι πεινασμένος στὴν πύλη τῆς μονῆς. Ζητήσε μόνο λίγο ψωμὶ ἀπὸ τὸν πορτάρη, γιατὶ βιαζόταν νὰ συνεχίσει τὴν πορεία του.
Ὁ πορτάρης, ἄγνωστο γιατί, δέν τοῦ ἔδωσε, ὁπότε ὁ φτωχός ἀναστέναξε βαθιὰ κι ἔφυγε νηστικός.
Ἀνεβαίνοντας πρός τίς Καρυές, σταμάτησε γιὰ λίγο στὴ σκιὰ ἑνός δέντρου. Λυπημένος καὶ κουρασμένος καθώς ἦταν, ξάπλωσε καταγῆς. Ξεφνικὰ ἀκούει βήματα νὰ πλησιάζουν. Ἀνασηκώνεται καὶ βλέπει κοντὰ του μιὰ γυναίκα μ᾿ ἕνα βρέφος στὴν ἀγκαλιά. Μέ ὕφος συμπαθητικὸ καὶ φωνὴ γλυκειὰ τὸν ἐρωτᾶ:
– Τί ἔχεις; Μήπως εἶσαι ἄῤῥωστος;
– Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος, ἀλλὰ πεινῶ. Παρακάλεσα τὸν θυρωρὸ τῆς μονῆς Ἰβήρων νὰ μοῦ δώσει ψωμί, ἀλλὰ δέν μοῦ ἔδωσε.
– Ἄκου, παιδί μου. Δέν πρέπει νὰ παραπονεῖσαι γιὰ τὸν θυρωρό. Θυρωρὸς τῆς μονῆς αὐτῆς εἶμαι ἐγώ. Νὰ ἐπιστρέψεις ἀμέσως καὶ νὰ ζητήσεις ψωμὶ ἐκ μέρους μου. Κι ἂν δὲν σοῦ δώσουν, πλήρωσέ το μ᾿ αὐτὰ τὰ χρήματα. Σὲ περιμένω ἐδῶ.
Λέγοντας αὐτὰ ἔδωσε στὸν ἐργάτη τρία φλουριά. Ἐκεῖνος, ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔβλεπε καὶ ἄκουγε, ξεκίνησε γιὰ τὸ μοναστήρι. Χτύπησε τὴν πύλη καὶ κρατώντας ἐπιδεικτικὰ τὰ χρήματα ζήτησε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν θυρωρὸ ψωμί, χωρὶς νὰ παραλείψει ν᾿ ἀναφέρει τὴ συνομιλία μὲ τὴ γυναίκα.
Ὅταν ἄκουσε ὁ μοναχός γιὰ γυναίκα καὶ εἶδε τὰ σπάνια νομίσματα, κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ θαῦμα. Χτύπησε τὴν καμπάνα, συγκεντρώθηκαν οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἄκουσαν μέ θαυμασμὸ τὸ παράδοξο γεγονός.
Διαπίστωσαν μάλιστα ὅτι τὰ νομίσματα ἐκεῖνα ἦταν ἀφιερωμένα πρίν ἀπὸ πολλὰ χρόνια στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα. Βλέποντας ὅμως ἡ Παναγία τὴν ἀνάγκη τοῦ φτωχοῦ, τὰ παρέλαβε καὶ τοῦ τὰ ἔδωσε μέ μητρικὴ εὐσπλαγχνία.
Οἱ μοναχοὶ μέ φόβο καὶ εὐλάβεια τὰ ἐπανέφεραν στὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Πορταΐτισσας, ἡ ὁποία μέ τὸ θαῦμα αὐτὸ τοὺς δίδαξε τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας.
Παναγία ἡ Νιαμονίτισσα
Ἡ μυροβόλος Χίος, ἡ «παιπαλόεσσα», κατὰ τὸν Ὅμηρο, γιὰ τὸ βραχῶδες καὶ ὀρεινὸ ἔδαφός της, ἐθεωρεῖτο ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους «ὡς μία τῶν Μακάρων νήσων» γιὰ τὰ φυσικὰ τῆς πλεονεκτήματα
Αὐτὴ ἡ ὀνομασία θὰ τῆς ταιρίαζε μεταφορικὰ καὶ γιὰ τὴν εὐλάβεια τῶν κατοίκων της. Στὴν ἀρχαιότητα ἦταν γεμάτη ἀγάλματα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Ἀλλὰ καὶ στὴ χριστιανικὴ ἐποχὴ τὸ πλῆθος τῶν ἱερῶν ναῶν τῆς κινεῖ τὴν περιέργεια κάθε ἐπισκέπτου. «Ἡ χιακὴ κοινωνία, σημειώνει ὁ Μ. Ἴουσηνιανης τὸ 1606, εἶναι εὐλαβέστατη, ἐνῶ ὁ κλῆρος τῆς πολὺ πιὸ ἀξιόλογος ἀπὸ ἄλλων περιοχῶν». Ἔχει ἐπίσης νὰ ἐπιδείξει πολλοὺς ἁγίους καὶ πολλὰ μοναστήρια.
Λίγα χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ, στοὺς πρόποδες τοῦ Προβάπου ὅρους, προβάλλει τὸ πιὸ ἀξιόλογο μοναστήρι τῆς Χίου, ἡ παλαίφατη Νέα Μονή. Τὸ πατριαρχικὸ αὐτὸ σταυροπήνιο, μὲ τὰ βασιλικὰ χρυσόβουλα καὶ τὰ περίφημα ψηφιδωτά, εἶναι ὀχυρωμένο ἀπὸ φυσικὰ καὶ τεχνητὰ τείχη καὶ πύργους, τμήματα τῶν ὁποίων σώζονται μέχρι σήμερα.
Οἱ κτιριακὲς ἐργασίες τῆς μονῆς ἄρχισαν τὸ 1034 ἀπὸ τοὺς Χιῶτες ἀσκητὲς Νικήτα, Ἰωσὴφ καὶ Ἰωάννη. Πολύτιμο συμπαραστάτη στὴν προσπάθεια τοὺς αὐτὴ εἶχαν τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ´ τὸν Μονομάχο.
Στὰ ἱστορικά της μονῆς εἶναι διάχυτη ἡ παράδοση γιὰ τὴ θαυμαστὴ εὕρεση τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Αὐτὴ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα ἀνακάλυψαν μέσα σὲ πυκνὸς δάσος οἱ τρεῖς κτήτορες, τριγυρισμένη ἀπὸ ἀδιαπέραστα βάτα καὶ χαμόκλαδα.
Ἡ θεία μορφὴ τῆς Θεοτόκου παριστάνεται σὲ μία ἰδιότυπη καὶ μοναδικὴ στάση: Κρατᾶ στὰ χέρια τὸ θεῖο Βρέφος, ἀλλὰ εἰκονίζεται ὄρθια, μὲ ἀνοιχτῆ τὴ μητρικὴ ἀγκαλιὰ καὶ τὰ πόδια σὲ στάση βηματισμοῦ.
Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Νιαμονίτισσας σώζεται συχνὰ ἡ ἴδια θαυματουργικὰ ἀπὸ πυρκαγιές, ἀλλὰ καὶ σώζει ἀπὸ σφαγές, ἐπιδρομὲς καὶ λοιπὲς περιπέτειες, ποὺ δοκίμασε ἡ Νέα Μονὴ στὴν ἱστορικὴ διαδρομή της.
Ὁ χρυσοχόος
Κάποτε οἱ μοναχοὶ ἀνέθεσαν σ᾿ ἕνα Χιώτη χρυσοχόο νὰ ἐπενδύσει μὲ χρυσὸ ἕνα μέρος τῆς ἱερῆς εἰκόνας, γιὰ νὰ τὴν προφυλάξουν ἀπὸ τὴ φθορά. Ὁ ἐκκλησιάρχης τὴν τοποθέτησε στὸν κυρίως ναό, καὶ ὁ τεχνίτης ἄρχισε τὴν ἐργασία του μὲ εὐλάβεια.
Ξαφνικὰ ἀκούει μία γλυκεία φωνὴ νὰ τοῦ λέει ψιθυριστά:
Ἐλαφρὰ χτύπα, ἐλαφρά» νἄχῃς τὴν εὐχή μου, γιατὶ ἡ εἰκόνα εἶναι παλαιά!
Σηκώνει τὰ μάπα ὁ χρυσοχόος καὶ βλέπει μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ ὁλόχρυση φορεσιά. Δὲν πρόλαβε νὰ τὴ ρωτήσει ποιὰ ἦταν, γιατὶ μπῆκε ἀμέσως στὸ ἱερὸ βῆμα ἀπὸ τὴ νότια πύλη. Τρέχει νὰ τὴν προφθάσει, ἀλλὰ Ἐκείνη εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Μπαίνει στὸ ἱερό, καὶ τότε ἀναγνωρίζει στὴ μορφὴ τῆς πλατυτέρας τὴ γυναίκα, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τοῦ εἶχε φανερωθεῖ.
Ἡ καμπάνα.
Τὸ καμπαναριὸ τῆς Νέας Μονῆς μοιάζει μὲ τετράγωνο πύργο καὶ ὑψώνεται σχεδὸν τριώροφο μέχρι τὸν θόλο τοῦ καθολικοῦ. Εἶναι στεγασμένο μὲ μολύβι καὶ στολίζεται στὴν κορυφὴ μὲ ὡραῖο σιδερένιο σταυρό. Ἀρχικὰ εἶχε τέσσερις καμπάνες καὶ δυὸ πολυτελέστατα ρολόγια. Ὅλα ὅμως ἐξαφανίσθηκαν τὸ 1822 ἀπὸ τὶς ἀσιατικὲς ὀρδές.
Κάποτε μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες καμπάνες ράγισε. Οἱ μοναχοὶ τὴ φόρτωσαν σ᾿ ἕνα βενετσιάνικο πλοῖο καὶ τὴν ἔστειλαν στὴ Βενετία γιὰ νὰ τὴν ξαναχύσουν.
Τὸ πλοῖο ταξιδεύοντας χτυπήθηκε ἀπὸ ἕνα κουρσάρικο τῶν πειρατῶν τοῦ Βαρβαρόσσα καὶ κινδύνεψε νὰ βουλιάξει. Οἱ ναῦτες, στὴ δύσκολη ἐκείνη στιγμή, ἐπικαλέστηκαν τὴ βοήθεια τῆς Παναγίας Νιαμονίτισσας. Ὕστερα ἔσπασαν ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὴν καμπάνα, τὸ ἔβαλαν γιὰ μπάλα μέσα στὸ κανόνι καὶ χτύπησαν τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο. Τὸ χτύπημα ἦταν καίριο καὶ τὸ πειρατικὸ βυθίστηκε.
Τὸ βενετσιάνικο καράβι συνέχισε τὸ ταξίδι κι ἔφθασε στὸν προορισμό του. Ὁ καπετάνιος, ἀπὸ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἐφτίαξε μὲ δικά του ἔξοδα τὴν καμπάνα καὶ τὴν πρόσφερε στὴν Παναγία. Λέγεται μάλιστα πὼς ἡ καμπάνα αὐτὴ ἦταν ἡ πιὸ μελωδικὴ ἀπ᾿ ὅλες.
Τὸ ξύλο καὶ τὸ σκοινί
Ἕνα χιώτικο καράβι, ταξιδεύοντας, συνάντησε μεγάλη θαλασσοταραχή. Ὁ καπετάνιος, μπροστὰ στὸν κίνδυνο, φώναξε μὲ τὴ θερμὴ νησιώτικη πίστη του:
- Παναγιά μου Νιαμονίτισσα, σῶσε μας! Καὶ σοῦ τάζω μία λαμπάδα τόσο ψηλή, ὅσο τὸ κατάρτι τοῦ πλοίου!
Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώσει τὸν λόγο του, καὶ βλέπει πάνω στὴν ἀφρισμένη θάλασσα τὴν ἴδια τὴ Θεοτόκο, νὰ κρατᾶ στὸ χέρι ἕνα ξύλο κι ἕνα σκοινί. Ὕστερα βυθίστηκε στὸ κύμα.
Ἀμέσως ἡ τρικυμία κόπασε καὶ τὸ πλοῖο προσορμίστηκε σῶο στὸ λιμάνι. Ἐκεῖ, μὲ μεγάλη τους ἔκπληξη, ἀνακάλυψαν σία ὕφαλα τοῦ μία τρύπα. Ἡ τρύπα αὐτὴ ἦταν φραγμένη μ᾿ ἕνα κομμάτι ξύλο κι ἕνα κομμάτι σκοινί...
Τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἦταν ὁλοφάνερο. Ἀμέσως ξεκίνησαν ὅλο τὸ πλήρωμα γεμάτοι εὐγνωμοσύνη γιὰ τὴ Νέα Μονή. Προσκύνησαν τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, πρόσφεραν τὸ τάμα τους, μία πελώρια λαμπάδα, κι ἄφησαν στὸν ἐξωνάρθηκα τὸ σωτήριο ξύλο καὶ τὸ σκοινί, τὰ ὁποῖα σώζονται ἐκεῖ μέχρι σήμερα.
Γιὰ τὴν ἴδια αἰτία, καθὼς λέγεται, ὑπάρχει στὸν ἔξω νάρθηκα κι ἕνα σφουγγάρι. Μὲ τὴ χάρη τῆς Νιαμονίτισσας τὸ σφουγγάρι αὐτὸ ἔφραξε τὴ σχισμὴ ἑνὸς ἱστιοφόρου πλοίου, ποὺ κινδύνευε νὰ κανταποντιστεῖ.
Τὸ μουλάρι
Τὸν 17ο αἰώνα, καθὼς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ἡ Νέα Μονὴ ἀριθμοῦσε 100 ἕως 150 μοναχούς, κι ἔμοιαζε μὲ μικρὴ πόλη. Ἀνάλογος ἦταν καὶ ὁ ἀριθμὸς τῶν ὑποζυγίων γιὰ τὴ μεταφορὰ τῶν πολλῶν εἰσοδημάτων.
Κάποτε ἕνας προσκυνητὴς ἀπὸ τὴ Μυτιλήνη παρέδωσε στὸν βουρδουνάρη -ἐπιστάτη τῶν ζώων -τῆς Νέας Μονῆς ἕνα φορτίο λάδι γιὰ τὸ μοναστήρι. Ὁ βουρδουνάρης φόρτωσε ἕνα μουλάρι καὶ ξεκίνησε.
Ὅταν ἔφθασαν στὸ ἐκκλησάκι τοῦ ἁγίου Φανουρίου, σὲ μία κακοτοπιά, τὸ ζῶο παραπάτησε καὶ γκρεμίστηκε στὸ βάραθρο μέχρι τὸ ποτάμι. Ὁ βουρδουνάρης, βέβαιος πὼς σκοτώθηκε, δὲν ἀσχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε ὅμως στοὺς μοναχοὺς τὸ θλιβερὸ ἐπεισόδιο.
Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα κι ἀκούστηκαν στὴν πύλη τῆς μονῆς χτυπήματα καὶ χλιμιντρίσματα. Τρέχει ὁ πορτάρης ν᾿ ἀνοίξει, καὶ ἄντικρυζει τὸ μουλάρι ποὺ εἶχε γκρεμιστεῖ. Τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν, πὼς εἶχε φορτωμένα στὴν πλάτη τὰ τουλούμια μὲ τὸ λάδι ἀκέραια. Ὁ πορτάρης τὸ ἔβαλε μέσα καὶ τὸ ξεφόρτωσε. Τότε ὅμως συνέβη τὸ ἑξῆς παράδοξο: Τὸ ζῶο ἔπεσε ἀμέσως στὴ γῆ νεκρό. Εἶχε πιὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολή του.
Ἡ εὐλαβὴς δωρήτρια. Κάποια εὐλαβὴς χιώτισα, ἀπὸ τὸ χωριὸ Καλιμασσιά, ἀφιέρωσε ὅλη τὴν περιουσία της στὴ Νέα Μονή. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε καὶ βρέθηκε σὲ μεγάλη οἰκονομικὴ ἀνάγκη. Τότε οἱ συγγενεῖς της, ἀντὶ νὰ τὴ βοηθήσουν, τὴν ἐγκατέλειψαν καὶ τὴν πίκραιναν μὲ λόγια σκληρά:
«Ἂς ἔρθει, τῆς ἔλεγαν, νὰ σὲ κοιτάξει ἡ Νέα Μονή, ἀφοῦ τῆς ἔγραψες τὴν περιουσία σου.
Ἐκείνη δὲν ἔπαυε νὰ προσεύχεται θερμὰ στὴν Παναγία ζητώντας τὴ βοήθειά της. Κι ἕνα βράδυ, μέσα στὸν πόνο καὶ τὴν ἀπελπισία της, βλέπει στὸν ὕπνο τῆς μία γυναίκα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ τὴν πλησίασε, τὴν παρηγόρησε καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων τῆς εἶπε:
- Μὴ φοβᾶσαι. Ἡ ἀσθένειά σου θεραπεύτηκε. Πάρε αὐτὸ τὸ φλουρὶ καὶ θὰ φροντίζω ἐγὼ γιὰ σένα.
- Ποιὰ εἶσαι; ρώτησε ἡ ἄρρωστη.
- Εἶμαι ἡ Νέα Μονή.
Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ξύπνησε ἡ γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στὸ δεξί της χέρι τὸ φλουρί. Πῆγε στὸ μοναστήρι, διηγήθηκε τ᾿ ὄνειρό της στὸν ἡγούμενο Ἄνθιμο καὶ τοῦ παρέδωσε τὸ φλουρί, ποὺ τῆς εἶχε χαρίσει ἡ Παναγία.
Θαυμαστὰ γεγονότα.
Ὅταν τὸ μοναστήρι μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο, οἱ μοναχὲς ἔζησαν ὁρισμένα θαυμαστὰ γεγονότα:
Τὸ 1959, τὰ μεσάνυχτα τῆς 4ης Ἀπριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Χτυποῦσαν μόνες τους, ἐνῶ συγχρόνως ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μία ἐκτυφλωτικὴ λάμψη.
Ἀρκετὲς φορὲς κινοῦνται μόνα τους τὰ καντήλια μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, καὶ συχνά, ἐνῶ οἱ μοναχὲς ψάλλουν στὸ ἀναλόγιο, ἀκούγονται βήματα στὸ ἱερό, δυνατοὶ θόρυβοι καὶ γλυκύτατες ψαλμωδίες. ἀκούγονται κυρίως ὅταν ψάλλεται ἡ Θ´ ὠδή, τὸ «Ἄξιόν ἐστι» καὶ οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας.
Μὲ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ σημεῖα ἡ Νιαμονίτισσα κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς στὸ μοναστήρι καὶ μεταδίδει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα.
Ὅταν τὸ μοναστήρι μετατράπηκε σὲ γυναικεῖο, οἱ μοναχὲς ἔζησαν ὁρισμένα θαυμαστὰ γεγονότα:
Τὸ 1959, τὰ μεσάνυχτα τῆς 4ης Ἀπριλίου, χτύπησαν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες. Χτυποῦσαν μόνες τους, ἐνῶ συγχρόνως ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία μία ἐκτυφλωτικὴ λάμψη.
Ἀρκετὲς φορὲς κινοῦνται μόνα τους τὰ καντήλια μπροστὰ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα, καὶ συχνά, ἐνῶ οἱ μοναχὲς ψάλλουν στὸ ἀναλόγιο, ἀκούγονται βήματα στὸ ἱερό, δυνατοὶ θόρυβοι καὶ γλυκύτατες ψαλμωδίες. ἀκούγονται κυρίως ὅταν ψάλλεται ἡ Θ´ ὠδή, τὸ «Ἄξιόν ἐστι» καὶ οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Παναγίας.
Μὲ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ σημεῖα ἡ Νιαμονίτισσα κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία τῆς στὸ μοναστήρι καὶ μεταδίδει χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα.
Παναγία ἡ Κασσιωπία
Στὰ 1530, στὴ βενετοκρατούμενη Κέρκυρα, ἕνας τίμιος νέος, ὁ Στέφανος, γύριζε κάποια μέρα ἀπὸ τὴν πόλη στὸ χωριό του.Στὸν δρόμο συνάντησε κι ἄλλους ὁδοιπόρους, κι ἔτσι βάδιζαν ὅλοι μαζὶ συντροφιά. Κάποια στιγμὴ διέκριναν μακριὰ μερικοὺς νεαρούς, ποὺ μετέφεραν ἀλεύρι ἀπὸ τὸν μύλο. Ἡ παρέα τοῦ Στέφανου μπῆκε σὲ πειρασμό.
- Δὲν τοὺς κλέβουμε τὸ ἀλεύρι; εἶπαν μεταξύ τους. Κανεὶς δὲν μᾶς βλέπει. Θὰ τὸ μοιραστοῦμε καὶ θὰ τὸ μεταφέρουμε στὰ σπίτια μας.
Ὅλοι συμφώνησαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Στέφανο.
- Εἶναι ἁμαρτία! διαμαρτυρήθηκε. Κι ὕστερα, δὲν θὰ ξεφύγουμε τὴ δικαιοσύνη. Θὰ τιμωρηθοῦμε σὰν ληστὲς καὶ κακοποιοί.
Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν ἀποφασισμένοι. Κι ὅταν πλησίασε ἡ λεία τους, ἐπιτέθηκαν στὰ παιδιά, τὰ ἔδειραν καὶ ἅρπαξαν τὸ ἀλεύρι. Οἱ νεαροί, δαρμένοι καὶ κακοποιημένοι, πῆγαν στὰ σπίτια τους καὶ διηγήθηκαν τὸ ἐπεισόδιο. «Ὕστερα εἰδοποίησαν τὸν διοικητή, τὸν Σίμωνα Μπάιλο, κι ἐκεῖνος ἔστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ συλλάβουν τοὺς κακοποιούς. οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν σὰν ὕποπτο μόνο τὸν Στέφανο, γιατὶ οἱ ἄλλοι εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Ἐκεῖνος βάδιζε ἀμέριμνος, ἔχοντας πεποίθηση στὴν ἀθωότητά του. Ἀπολογήθηκε στοὺς στρατιῶτες μὲ εἰλικρίνεια, ἀλλὰ δὲν τὸν πίστεψαν. Τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή.
Ὅταν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή, ὁμολόγησε πάλι τὴν ἀλήθεια:
- Βάδιζα μὲ τοὺς ληστές, ἀλλὰ μέρος στὴ ληστεία δὲν ἔλαβα. Ἄδικα μὲ κατηγορεῖτε.
Ὁ δικαστὴς ὅμως δὲν τὸν πίστεψε καὶ τὸν καταδίκασε.
- Ποιὰ τιμωρία προτιμᾶς, τὸν ρώτησε, νὰ σοῦ κόψουν τὰ χέρια ἡ νὰ σοῦ βγάλουν τὰ μάτια;
Κι ἐκεῖνος, περίλυπος, προτίμησε τὴ δεύτερη, γιατὶ τοῦ φάνηκε λιγότερο ὀδυνηρή. Μὲ θρήνους καὶ ὀδυρμοὺς ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς καταδίκης, ὅπου ἐκτελέστηκε ἡ φοβερὴ ἀπόφαση. Ὁ Στέφανος τώρα, ἀνίκανος γιὰ μετακινήσεις, χειραγωγεῖται ἀπὸ τὴ μητέρα του. Δεκαοχτὼ μίλια ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τοῦ νησιοῦ ἦταν χτισμένη ἡ παραθαλάσσια πόλη Κασσιόπη. Ἦταν γνωστὴ γιὰ ἕνα ναὸ τῆς Θεοτόκου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περνοῦσε πλῆθος λαοῦ καὶ προσκυνοῦσαν τὴ θαυματουργή της εἰκόνα. Ὁ Στέφανος ἀποφασίζει καὶ πηγαίνει στὴν πόλη αὐτή. Θὰ μένει στὸν ναὸ τῆς Θεοτόκου καὶ θὰ ζητᾶ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τοὺς φιλάνθρωπους. Προσκύνησε μὲ τὴ μητέρα τοῦ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα καὶ παρακάλεσε τὸν διακονητὴ μοναχὸ νὰ τοῦ παραχωρήσει ἕνα κελλάκι γιὰ τὴ διαμονή του. Τὴν πρώτη βραδιὰ ἔμειναν μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἡ μητέρα του, κατάκοπη, κοιμήθηκε ἀμέσως. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τοὺς πόνους. Κάποια στιγμὴ τὸν πῆρε ἕνας ὕπνος ἐλαφρός. Νοιώθει τότε δυὸ χέρια νὰ τὸν ἀκουμποῦν καὶ νὰ ψηλαφοῦν τὶς κόγχες τῶν ματιῶν του. Ἦταν τόσο αἰσθητό, ὥστε ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἀναρωτιόταν ποιὸς νὰ τὸν εἶχε ἀγγίξει. Καὶ τότε Βλέπει μπροστὰ τοῦ μία γυναίκα λαμπροφορεμένη καὶ λουσμένη στὸ φῶς. Στάθηκε λίγο κι ὕστερα ἐξαφανίστηκε. Γυρίζει ὁ Στέφανος καὶ βλέπει τὰ καντήλια ἀναμμένα. Ξυπνάει τὴ μητέρα του καὶ τὴ ρωτάει:
- Ποιὸς ἄναψε τὰ καντήλια;
- Σώπα καὶ κοιμήσου, τοῦ λέει ἐκείνη, νομίζοντας πὼς τὸ παιδὶ τῆς ὀνειρεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε:
- Βλέπω τὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Δὲν εἶναι φαντασίες αὐτὰ ποὺ σοῦ λέω!
Τότε ἡ μητέρα ἀνασηκώθηκε καὶ κοίταξε μὲ ἀνησυχία καὶ λαχτάρα τὸ πρόσωπό του. Ναί, δὲν τὴν ἀπατοῦσαν τὰ μάτια της. Ζοῦσε τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα: οἱ κόγχες τοῦ παιδιοῦ τῆς στολίζονταν ἀπὸ δυὸ γαλανὰ μάτια! Ἐνῶ, πρὶν τὴν τύφλωση, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου ἦταν μαῦρα! Ἀμέσως, μητέρα καὶ γιὸς εὐχαρίστησαν μὲ δάκρυα χαρᾶς τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ γρήγορη ἐπέμβασή της. Ἀπὸ τὸν θόρυβο πῆρε εἴδηση ὁ νεωκόρος μοναχὸς κι ἔτρεξε στὸν ναὸ γιὰ νὰ δεῖ τί συμβαίνει. Τὸ ὁλοφάνερο θαῦμα τὸν συγκλόνισε κι ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὴ χώρα, γιὰ ν᾿ ἀναγγείλει τὸ γεγονὸς στὸν διοικητή. Ἐκεῖνος, παραξενεμένος, πῆρε μαζί του τοὺς προκρίτους τῆς Κέρκυρας κι ἐπισκέφθηκε τὸν Στέφανο. Εἶδε τὰ νέα μάτια στὶς κόγχες τους καὶ θαύμασε. Εἶδε ἀκόμη, σὰν ἀπόδειξη, καὶ τὸ σημάδι στὰ βλέφαρά του ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο σίδερο. Μέσα του ὅμως ὁ διοικητὴς εἶχε καὶ κάποια ἀμφιβολία. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ἐπέστρεψε στὴ χώρα, καλεῖ τὸν δήμιο καὶ τὸν ρωτάει:
- Ἔβγαλες, πραγματικά, τὰ μάτια τοῦ Στέφανου, ὅπως εἶχα διατάξει;
- Βεβαίως τὰ ἔβγαλα. Βρίσκονται ἀκόμη μέσα σὲ μία λεκάνη. Ὁρίστε!
Ὁ Μπάιλος κοίταξε ἀνήσυχος τὴ λεκάνη. Πράγματι μέσα σ᾿ αὐτὴν ὑπῆρχαν δυὸ μάτια, καὶ μάλιστα μαῦρα μάτια, ὄχι γαλανά, σὰν κι αὐτὰ ποὺ εἶχε τώρα ὁ Στέφανος. Ἡ ἀλήθεια ἀποδείχθηκε μὲ τὸν πιὸ εὔγλωττο καὶ πειστικὸ τρόπο. Κι ὁ ἡγεμόνας, ἀφοῦ εἰδοποίησε νὰ φέρουν τὸν Στέφανο, τοῦ ζήτησε συγνώμη καὶ τὸν ἀποζημίωσε μὲ πλούσια δῶρα. Τέλος, ἀνακαίνισε μ᾿ ἐπιμέλεια τὸν περίβολο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου.
Παναγία ἡ Λιμνιά
Σὲ μία γραφικὴ παραλία στὸν βόρειο Εὐβοϊκό, ὅπου τὸ ἀρχαῖο Ἐλύμνιο, εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ κωμόπολη τῆς Λίμνης. Στὸν περικαλλῆ ναὸ τῆς εἶναι θησαυρισμένη ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς πολιούχου τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Στὰ 1560, καθὼς διασώζει ἡ παράδοση, ὅταν ἦταν σουλτάνος ὁ Σουλεϊμᾶν ὁ μεγαλοπρεπής, ἕνα τούρκικο πλοῖο ἔπλεε στὰ μέρη τῆς Κασσάνδρας μὲ κατεύθυνση τὴ Χαλκίδα. Στὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ ἦταν κι ἕνας χριστιανὸς ναύτης, ὁ λοστρόμος Δημητρός, ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ ἡλικιωμένος.
Τὸ καράβι πλησίαζε στὴ Σκιάθο μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ ἀπὸ τὸν σορόκο. Ξαφνικὰ ὁ ἄνεμος κόπασε. Τότε ὁ Δημητρὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὶς βάρκες στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ ρυμουλκήσουν τὸ καράβι. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βλέπει ὁ λοστρόμος στὸ πλάι τοῦ καραβιοῦ, πάνω στὰ κύματα, ἕνα μεγάλο εἰκόνισμα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, κατεβαίνει σὲ μία φελούκα, σηκώνει τὴν ἱερὴ εἰκόνα ἀπ᾿ τὸ νερό, καὶ προσκυνάει τὴν Παναγία ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη πάνω σ᾿ αὐτή. Ὕστερα ἀνεβάζει τὴν εἰκόνα στὸ κατάστρωμα καὶ τὴν παραδίδει στὸν πλοίαρχο, στὸν Τοῦρκο Μεχμέτ. Ἀμέσως σηκώνεται δυνατὸς βοριάς, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά. Τ᾿ ἄλμπουρα τριζοβολοῦν, ἐνῶ ἡ πλώρη σχίζει μὲ ὁρμὴ τ᾿ ἀφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τὶς Σποράδες, μπῆκαν στὸν Εὐβοϊκὸ κι ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὴ Χαλκίδα. Μόλις ὅμως ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Λίμνης, ὁ ἄνεμος κόπηκε ἀπότομα καὶ τὸ καράβι ἀκινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καὶ πάλι οἱ βάρκες στὴ θάλασσα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ ρυμουλκοῦν. Ὕστερα ἀπὸ ὦρες ἔφθασαν στὴ βάση τοῦ ὄρους Καντήλι. Ἐκεῖ ἀπροσδόκητα ξεσπᾶ καταιγίδα. Τὰ κύματα σηκώνονται ἀπειλητικὰ καὶ σπρώχνουν τὸ σκάφος πάλι στὴ Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν ἐκεῖ, ἡ τρικυμία σταματᾶ καὶ ἡ θάλασσα πάλι γαληνεύει. Τὸ πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια νὰ κατευθύνει τὸ καράβι στὸν προορισμό του. Ξεσπάει ὅμως νέα καταιγίδα, πιὸ ἀπειλητική, καὶ τοὺς σπρώχνει πάλι στὴ Λίμνη. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες ἔχουν ἀπελπιστεῖ. Δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν πίσω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θαλασσινὴ περιπέτεια τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Τότε φωτίστηκε ἐπὶ τέλους ὁ εὐλαβὴς λοστρόμος. Πλησιάζει τὸν καπετάνιο καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν πρόκειται ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία, ἂν δὲν βγάλουμε σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ στεριὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ὁ πλοίαρχος συμφώνησε καὶ εἰδοποίησε τὸ χωριὸ Καστριὰ - χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν παραλία - νὰ ἔρθουν νὰ τὴν παραλάβουν. Δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει ὁ πιστὸς λαός, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τοὺς ἱερεῖς, μὲ ἑξαπτέρυγα, σταυροὺς καὶ λαμπάδες. Στὴν παραλία τοὺς περίμενε ὁ Δημητρός, ποὺ τοὺς παρέδωσε τὴν ἱερὴ εἰκόνα σὰν ἀτίμητο θησαυρό. Ἀμέσως φύσηξε φρέσκο ἀεράκι κι ἔσπρωξε κατάπρυμα τὸ Ἱστιοφόρο με τοὺς ναῦτες, κατευθείαν γιὰ τὸν προορισμό τους. Ἦταν τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς Παναγίας, ἡ εὐαρέσκειά της γιὰ τὸν κόπο τους. Στὸ μεταξὺ ἡ πομπὴ ξεκίνησε μεγαλόπρεπα ἀπὸ τὴν παραλία γιὰ τὸ χωριό. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννης, τριγυρισμένον ἀπὸ γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καὶ κυπαρίσσια, ἀπόθεσαν τὴ σεπτὴ εἰκόνα. Ἔψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη δωρεά.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Τὴν ἀναζήτησαν παντοῦ, καὶ τὴ βρῆκαν στὴν τοποθεσία τῆς σημερινῆς Λίμνης. Τὴν ἐπανέφεραν στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννας, ἀλλὰ ἐκείνη ἐπέστρεψε στὸν ἴδιο τόπο. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μερικὲς φορές, κι ἔτσι κατάλαβαν οἱ κάτοικοι πὼς ἦταν θέλημά της νὰ παραμείνει ὁριστικὰ ἐκεῖ. Ἔχτισαν λοιπὸν μία μικρὴ ἐκκλησία καὶ τὴν τοποθέτησαν μέσα σ᾿ αὐτή. Τὴν Ἱερὴ εἰκόνα ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἴδιοι. Ἐγκατέλειψαν τὰ Καστριὰ καὶ μετοίκησαν στὴ Λίμνη. Ἀργότερα, στὴ θέση τοῦ πρώτου ναΐσκου ἔχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καὶ τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στὶς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας εἶναι 95 χ 65 ἐκ. Πάνω σ᾿ αὐτὴ εἰκονίζεται ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ζωγραφισμένη σὲ σκληρὸ καὶ βαρὺ ξύλο καὶ καλυμμένη μὲ ἀσημένια ἐπένδυση.
Ἡ Παναγία σώζει τὴ Λίμνη ἀπὸ τοὺς Γερμανούς
Ἕνα συγκινητικὸ θαῦμα συνέβη στὶς ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1944. Τὸ γερμανικὸ ἀπόσπασμα, ποὺ κατέστρεψε τὸ Δίστομο (10 Ἰουνίου 1944) κι ἔσφαξε μέσα σὲ δυὸ ἡμέρες πάνω ἀπὸ ἑξακόσιους κατοίκους, περνᾶ τώρα ἀπέναντι στὴν Εὔβοια. Σκοπός του ἡ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ τῆς Λίμνης. Ἡ φάλαγγα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως. Τότε ἀκριβῶς βλέπει ὁ Γερμανὸς διοικητὴς στὴ μέση του δρόμου ἕνα χέρι νὰ ἐμποδίζει τὴ διάβαση τῶν στρατιωτῶν, κι ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
- Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι δικός μου. Δὲν θὰ τὸν πειράξετε!
Ὁ διοικητὴς φοβισμένος κατεβαίνει στὴ Λίμνη καὶ συναντᾶ τὶς ἀρχές. Ζητᾶ γεμάτος ἀγωνία νὰ μάθει ποιὰ εἶναι ἡ Προστάτιδα τῆς πόλεως.
- Ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά, ἀποκρίνονται οἱ προύχοντες. Ἔχουμε ἐδῶ τὴ θαυματουργή της εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε μέσα στὴ θάλασσα.
- Μόνο θεϊκὴ δύναμη θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀνατρέψει τὰ σχέδιά μου, ὁμολόγησε ὁ διοικητής, κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λίμνη ἄπρακτος.
Ἡ σωτηρία ἑνὸς εὐλαβοῦς ναυτικοῦ.
Ὁ λιμνιὸς ναυτικὸς Εὐάγγελος Πανταζὴς διηγήθηκε στοὺς ἐφημέριους τῆς πόλεως τὸ ἑξῆς περιστατικό:
- Ἦταν 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1960, ὥρα 2.30´, καὶ ταξιδεύαμε στὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου μὲ τὸ πλοῖο «Παγκόσμιος Ἁρμονία» τῆς ἑταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στὴν καμπίνα μου, ὅταν ἄκουσα μία ὑπερκόσμια γυναικεία φωνὴ νὰ προστάζει:
- Πέσετε στὴ θάλασσα!
Πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιὰ εἶχα ἰδιαίτερη εὐλάβεια, καὶ τὴν παρακαλοῦσα πρωί-βράδυ νὰ μᾶς προστατεύει. Ξαφνικὰ νοιώθω ἕνα ἀπότομο τίναγμα. Τὸ πλοῖο τραντάχτηκε ὁλόκληρο. Κοιτάζω ἀπὸ τὸ φινιστρίνι καὶ βλέπω τὸ καράβι μας μέσα στὶς φλόγες. Εἴχαμε συγκρουστεῖ μ᾿ ἕνα γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, ποὺ μετέφερε μαζοὺτ καὶ βενζίνη ἀεροπλάνων. Ἀπὸ τὴ σφοδρὴ σύγκρουση ἡ πλώρη μας κόπηκε στὴ μέση, ἐνῶ τὸ ξένο πλοῖο ἔπαθε ρῆγμα βάθους εἴκοσι μέτρων. Ἐγὼ στὸ μεταξὺ ἑτοιμάστηκα καὶ ἔπεσα στὴ θάλασσα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας. Ἐνῶ κολυμπούσαμε, πολλὰ δελφίνια γύρω μας εἶχαν σχηματίσει κλοιὸ καὶ μᾶς προφύλαγαν ἔτσι ἀπὸ τοὺς καρχαρίες ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν περιοχή. Δυόμισι ὧρες πάλεψα μὲ τὰ κύματα κι ἔφθασα κάποτε στὶς τουρκικὲς ἀκτές. Ἀπὸ τὰ σαράντα ἕνα ἄτομα τοῦ πληρώματος σωθήκαμε μόνο ἕντεκα. Τὴ διάσωσή μας ἀποδίδουμε στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιά. Γι’ αὐτὸ ἤρθαμε ἀμέσως στὴ Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στὸν ἱερὸ ναό της καὶ τὴν εὐχαριστήσαμε γιὰ τὴ σωτηρία μας».
Σὲ μία γραφικὴ παραλία στὸν βόρειο Εὐβοϊκό, ὅπου τὸ ἀρχαῖο Ἐλύμνιο, εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ κωμόπολη τῆς Λίμνης. Στὸν περικαλλῆ ναὸ τῆς εἶναι θησαυρισμένη ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς πολιούχου τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Στὰ 1560, καθὼς διασώζει ἡ παράδοση, ὅταν ἦταν σουλτάνος ὁ Σουλεϊμᾶν ὁ μεγαλοπρεπής, ἕνα τούρκικο πλοῖο ἔπλεε στὰ μέρη τῆς Κασσάνδρας μὲ κατεύθυνση τὴ Χαλκίδα. Στὸ πλήρωμα τοῦ καραβιοῦ ἦταν κι ἕνας χριστιανὸς ναύτης, ὁ λοστρόμος Δημητρός, ἄνθρωπος εὐλαβὴς καὶ ἡλικιωμένος.
Τὸ καράβι πλησίαζε στὴ Σκιάθο μὲ φουσκωμένα τὰ πανιὰ ἀπὸ τὸν σορόκο. Ξαφνικὰ ὁ ἄνεμος κόπασε. Τότε ὁ Δημητρὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ρίξουν τὶς βάρκες στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ ρυμουλκήσουν τὸ καράβι. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ βλέπει ὁ λοστρόμος στὸ πλάι τοῦ καραβιοῦ, πάνω στὰ κύματα, ἕνα μεγάλο εἰκόνισμα. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, κατεβαίνει σὲ μία φελούκα, σηκώνει τὴν ἱερὴ εἰκόνα ἀπ᾿ τὸ νερό, καὶ προσκυνάει τὴν Παναγία ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη πάνω σ᾿ αὐτή. Ὕστερα ἀνεβάζει τὴν εἰκόνα στὸ κατάστρωμα καὶ τὴν παραδίδει στὸν πλοίαρχο, στὸν Τοῦρκο Μεχμέτ. Ἀμέσως σηκώνεται δυνατὸς βοριάς, ποὺ κολπώνει τὰ πανιά. Τ᾿ ἄλμπουρα τριζοβολοῦν, ἐνῶ ἡ πλώρη σχίζει μὲ ὁρμὴ τ᾿ ἀφρισμένο κύμα.
Παρέκαμψαν τὶς Σποράδες, μπῆκαν στὸν Εὐβοϊκὸ κι ἔβαλαν πλώρη γιὰ τὴ Χαλκίδα. Μόλις ὅμως ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Λίμνης, ὁ ἄνεμος κόπηκε ἀπότομα καὶ τὸ καράβι ἀκινητοποιήθηκε. Ρίχτηκαν καὶ πάλι οἱ βάρκες στὴ θάλασσα καὶ ἄρχισαν νὰ τὸ ρυμουλκοῦν. Ὕστερα ἀπὸ ὦρες ἔφθασαν στὴ βάση τοῦ ὄρους Καντήλι. Ἐκεῖ ἀπροσδόκητα ξεσπᾶ καταιγίδα. Τὰ κύματα σηκώνονται ἀπειλητικὰ καὶ σπρώχνουν τὸ σκάφος πάλι στὴ Λίμνη. Μόλις πλησιάζουν ἐκεῖ, ἡ τρικυμία σταματᾶ καὶ ἡ θάλασσα πάλι γαληνεύει. Τὸ πλήρωμα κάνει καινούργια προσπάθεια νὰ κατευθύνει τὸ καράβι στὸν προορισμό του. Ξεσπάει ὅμως νέα καταιγίδα, πιὸ ἀπειλητική, καὶ τοὺς σπρώχνει πάλι στὴ Λίμνη. Ὁ καπετάνιος καὶ οἱ ναῦτες ἔχουν ἀπελπιστεῖ. Δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν πίσω ἀπ᾿ αὐτὴ τὴ θαλασσινὴ περιπέτεια τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Τότε φωτίστηκε ἐπὶ τέλους ὁ εὐλαβὴς λοστρόμος. Πλησιάζει τὸν καπετάνιο καὶ τοῦ λέει:
- Δὲν πρόκειται ν᾿ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ταλαιπωρία, ἂν δὲν βγάλουμε σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴ στεριὰ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Ὁ πλοίαρχος συμφώνησε καὶ εἰδοποίησε τὸ χωριὸ Καστριὰ - χτισμένο λίγα χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ τὴν παραλία - νὰ ἔρθουν νὰ τὴν παραλάβουν. Δὲν ἄργησε νὰ καταφθάσει ὁ πιστὸς λαός, ἔχοντας ἐπικεφαλῆς τοὺς ἱερεῖς, μὲ ἑξαπτέρυγα, σταυροὺς καὶ λαμπάδες. Στὴν παραλία τοὺς περίμενε ὁ Δημητρός, ποὺ τοὺς παρέδωσε τὴν ἱερὴ εἰκόνα σὰν ἀτίμητο θησαυρό. Ἀμέσως φύσηξε φρέσκο ἀεράκι κι ἔσπρωξε κατάπρυμα τὸ Ἱστιοφόρο με τοὺς ναῦτες, κατευθείαν γιὰ τὸν προορισμό τους. Ἦταν τὸ «εὐχαριστῶ» τῆς Παναγίας, ἡ εὐαρέσκειά της γιὰ τὸν κόπο τους. Στὸ μεταξὺ ἡ πομπὴ ξεκίνησε μεγαλόπρεπα ἀπὸ τὴν παραλία γιὰ τὸ χωριό. Ἐκεῖ, στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννης, τριγυρισμένον ἀπὸ γέρικες βελανιδιές, πλατάνια καὶ κυπαρίσσια, ἀπόθεσαν τὴ σεπτὴ εἰκόνα. Ἔψαλαν Παράκληση, δοξολογία, καὶ εὐχαρίστησαν τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνεκτίμητη δωρεά.
Τὴν ἄλλη μέρα ἡ εἰκόνα ἔλειπε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Τὴν ἀναζήτησαν παντοῦ, καὶ τὴ βρῆκαν στὴν τοποθεσία τῆς σημερινῆς Λίμνης. Τὴν ἐπανέφεραν στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Ἄννας, ἀλλὰ ἐκείνη ἐπέστρεψε στὸν ἴδιο τόπο. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε μερικὲς φορές, κι ἔτσι κατάλαβαν οἱ κάτοικοι πὼς ἦταν θέλημά της νὰ παραμείνει ὁριστικὰ ἐκεῖ. Ἔχτισαν λοιπὸν μία μικρὴ ἐκκλησία καὶ τὴν τοποθέτησαν μέσα σ᾿ αὐτή. Τὴν Ἱερὴ εἰκόνα ἀκολούθησαν καὶ οἱ ἴδιοι. Ἐγκατέλειψαν τὰ Καστριὰ καὶ μετοίκησαν στὴ Λίμνη. Ἀργότερα, στὴ θέση τοῦ πρώτου ναΐσκου ἔχτισαν μεγαλόπρεπο ναό, καὶ τὸν ἀφιέρωσαν στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Κάθε χρόνο, στὶς 8 Σεπτεμβρίου, γίνεται πανηγυρικὸς ἑορτασμὸς πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς. Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας εἶναι 95 χ 65 ἐκ. Πάνω σ᾿ αὐτὴ εἰκονίζεται ἡ Παναγία ἡ Γλυκοφιλοῦσα, ζωγραφισμένη σὲ σκληρὸ καὶ βαρὺ ξύλο καὶ καλυμμένη μὲ ἀσημένια ἐπένδυση.
Ἡ Παναγία σώζει τὴ Λίμνη ἀπὸ τοὺς Γερμανούς
Ἕνα συγκινητικὸ θαῦμα συνέβη στὶς ἡμέρες τῆς γερμανικῆς κατοχῆς, τὸν Ἰούνιο τοῦ 1944. Τὸ γερμανικὸ ἀπόσπασμα, ποὺ κατέστρεψε τὸ Δίστομο (10 Ἰουνίου 1944) κι ἔσφαξε μέσα σὲ δυὸ ἡμέρες πάνω ἀπὸ ἑξακόσιους κατοίκους, περνᾶ τώρα ἀπέναντι στὴν Εὔβοια. Σκοπός του ἡ ὁλοσχερὴς καταστροφὴ τῆς Λίμνης. Ἡ φάλαγγα ἔφθασε στὴν εἴσοδο τῆς πόλεως. Τότε ἀκριβῶς βλέπει ὁ Γερμανὸς διοικητὴς στὴ μέση του δρόμου ἕνα χέρι νὰ ἐμποδίζει τὴ διάβαση τῶν στρατιωτῶν, κι ἀκούει μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει:
- Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι δικός μου. Δὲν θὰ τὸν πειράξετε!
Ὁ διοικητὴς φοβισμένος κατεβαίνει στὴ Λίμνη καὶ συναντᾶ τὶς ἀρχές. Ζητᾶ γεμάτος ἀγωνία νὰ μάθει ποιὰ εἶναι ἡ Προστάτιδα τῆς πόλεως.
- Ἡ Παναγία ἡ Λιμνιά, ἀποκρίνονται οἱ προύχοντες. Ἔχουμε ἐδῶ τὴ θαυματουργή της εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε μέσα στὴ θάλασσα.
- Μόνο θεϊκὴ δύναμη θὰ μποροῦσε ν᾿ ἀνατρέψει τὰ σχέδιά μου, ὁμολόγησε ὁ διοικητής, κι ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λίμνη ἄπρακτος.
Ἡ σωτηρία ἑνὸς εὐλαβοῦς ναυτικοῦ.
Ὁ λιμνιὸς ναυτικὸς Εὐάγγελος Πανταζὴς διηγήθηκε στοὺς ἐφημέριους τῆς πόλεως τὸ ἑξῆς περιστατικό:
- Ἦταν 14 Δεκεμβρίου τοῦ 1960, ὥρα 2.30´, καὶ ταξιδεύαμε στὰ στενὰ τοῦ Βοσπόρου μὲ τὸ πλοῖο «Παγκόσμιος Ἁρμονία» τῆς ἑταιρείας Νιάρχου. Κοιμόμουν στὴν καμπίνα μου, ὅταν ἄκουσα μία ὑπερκόσμια γυναικεία φωνὴ νὰ προστάζει:
- Πέσετε στὴ θάλασσα!
Πρέπει νὰ σημειώσω ὅτι στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιὰ εἶχα ἰδιαίτερη εὐλάβεια, καὶ τὴν παρακαλοῦσα πρωί-βράδυ νὰ μᾶς προστατεύει. Ξαφνικὰ νοιώθω ἕνα ἀπότομο τίναγμα. Τὸ πλοῖο τραντάχτηκε ὁλόκληρο. Κοιτάζω ἀπὸ τὸ φινιστρίνι καὶ βλέπω τὸ καράβι μας μέσα στὶς φλόγες. Εἴχαμε συγκρουστεῖ μ᾿ ἕνα γιουγκοσλάβικο πετρελαιοφόρο, ποὺ μετέφερε μαζοὺτ καὶ βενζίνη ἀεροπλάνων. Ἀπὸ τὴ σφοδρὴ σύγκρουση ἡ πλώρη μας κόπηκε στὴ μέση, ἐνῶ τὸ ξένο πλοῖο ἔπαθε ρῆγμα βάθους εἴκοσι μέτρων. Ἐγὼ στὸ μεταξὺ ἑτοιμάστηκα καὶ ἔπεσα στὴ θάλασσα ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Τουρκίας. Ἐνῶ κολυμπούσαμε, πολλὰ δελφίνια γύρω μας εἶχαν σχηματίσει κλοιὸ καὶ μᾶς προφύλαγαν ἔτσι ἀπὸ τοὺς καρχαρίες ποὺ ἀφθονοῦσαν στὴν περιοχή. Δυόμισι ὧρες πάλεψα μὲ τὰ κύματα κι ἔφθασα κάποτε στὶς τουρκικὲς ἀκτές. Ἀπὸ τὰ σαράντα ἕνα ἄτομα τοῦ πληρώματος σωθήκαμε μόνο ἕντεκα. Τὴ διάσωσή μας ἀποδίδουμε στὴν Παναγία μας τὴ Λιμνιά. Γι’ αὐτὸ ἤρθαμε ἀμέσως στὴ Λίμνη, λειτουργηθήκαμε στὸν ἱερὸ ναό της καὶ τὴν εὐχαριστήσαμε γιὰ τὴ σωτηρία μας».
Ἡ Παναγία τῆς Σκριποῦς
Σεπτέμβριος τοῦ 1943. οἱ Ἰταλοὶ συνθηκολογοῦν. Μία ὁμάδα ἀπὸ κατοίκους τοῦ Ὀρχομενοῦ Βοιωτίας πλησιάζουν στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Λειβαδιᾶς καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ ἰταλικὴ φρουρὰ νὰ παραδώσει τὸν ὁπλισμό της. Διαφορετικά, τοὺς ἀπειλοῦν πὼς θὰ δεχθοῦν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες ποὺ βρίσκονται στὴν περιοχὴ τοῦ Τζαμαλιοῦ (Διονύσου).
Οἱ Ἰταλοὶ ἀρνοῦνται νὰ παραδοθοῦν καὶ ἐνημερώνουν τοὺς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ κάψουν τὸν Ὀρχομενὸ καὶ νὰ τιμωρήσουν τοὺς κατοίκους.
Τὸ βράδυ τῆς 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οἱ Γερμανοὶ στὸν Ὀρχομενὸ καὶ συλλαμβάνουν ἑξακόσιους ὁμήρους. Ἕνα τμῆμα μένει στὴν πόλη, ἐνῶ ἕνα ἄλλο μὲ τρία τὰνκ προχωρεῖ πρὸς τὸν Διόνυσο.
Λίγο ἔξω ἀπὸ τὸν Ὀρχομενὸ εἶναι χτισμένη ἡ πιὸ ἀρχαία ἐκκλησία τῆς Βοιωτίας (874 μ.Χ.), ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου - παλιὸ μοναστήρι τῆς Σκριπούς.
Εἶναι ἀκόμη μεσάνυχτα. Ἡ φάλαγγα ἔχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τὸν ναό, ὅταν ξαφνικὰ τὸ πρῶτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται στὴ μέση του δρόμου. Μπροστὰ τοὺς οἱ Γερμανοὶ βλέπουν μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο σὲ ἀπαγορευτικὴ στάση. Τὸ δεύτερο τὰνκ προσπαθεῖ νὰ προσπεράσει τὸ πρῶτο, ἀλλὰ πέφτει σ᾿ ἕνα χαντάκι, ἐνῶ τὸ τρίτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται σ᾿ ἕνα χωράφι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ περάσει.
Ξημέρωσε ἡ 10η Σεπτεμβρίου. Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς Χόφμαν ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἕνα τρακτὲρ γιὰ νὰ τραβήξει τὰ τάνκ. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Τὰ βαριὰ αὐτὰ ἅρματα μετακινήθηκαν ἀπὸ τὸ τρακτὲρ σὰν ἄδεια σπιρτόκουτα!
- Θαῦμα, θαῦμα! φώναξε ὁ διοικητὴς καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους νὰ πάει στὴν ἐκκλησία.
Ἐκεῖνοι τὸν ὁδήγησαν πράγματι στὸν ναό. Ὁ Γερμανὸς στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισε τὴ γυναίκα ποὺ ἐμπόδισε τὴ φάλαγγα νὰ προχωρήσει!
Ἔπεσε ἀμέσως στὰ γόνατα καὶ φώναξε μὲ θαυμασμό:
- Αὐτὴ ἡ γυναίκα σᾶς ἔσωσε! Νὰ τὴν τιμᾶτε καὶ νὰ τὴ δοξάζετε.
Ὁ Ὀρχομενὸς σώθηκε. Ὁ Χόφμαν διατάζει νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ ἑξακόσιοι μελλοθάνατοι καὶ ὑπόσχεται πὼς μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἡ πόλη δὲν θὰ πάθει κανένα κακό. Οἱ κάτοικοι εὐχαριστοῦν καὶ δοξολογοῦν τὴν προστάτιδα Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία τους.
Ὁ ἥλιος γέρνει στὴ δύση. Τὰ τὰνκ φεύγουν μὲ τὰ πυροβόλα κατεβασμένα, γιατὶ νικήθηκαν ἀπὸ τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Ὀρχομενοῦ.
Ἀπὸ τότε ἡ 10η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε σὰν ἡμέρα πανηγύρεως. Ὅσο ζοῦσε ὁ Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αὐτὸς σχεδὸν κάθε χρόνο. Ἀφιέρωσε μάλιστα στὴν Παναγία ἕνα μεγάλο καντήλι καὶ χρηματοδότησε τὴν πρώτη ἀπεικόνιση τοῦ θαύματος.
Σεπτέμβριος τοῦ 1943. οἱ Ἰταλοὶ συνθηκολογοῦν. Μία ὁμάδα ἀπὸ κατοίκους τοῦ Ὀρχομενοῦ Βοιωτίας πλησιάζουν στὸν σιδηροδρομικὸ σταθμὸ τῆς Λειβαδιᾶς καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὴν ἐκεῖ ἰταλικὴ φρουρὰ νὰ παραδώσει τὸν ὁπλισμό της. Διαφορετικά, τοὺς ἀπειλοῦν πὼς θὰ δεχθοῦν ἐπίθεση ἀπὸ τοὺς ἀντάρτες ποὺ βρίσκονται στὴν περιοχὴ τοῦ Τζαμαλιοῦ (Διονύσου).
Οἱ Ἰταλοὶ ἀρνοῦνται νὰ παραδοθοῦν καὶ ἐνημερώνουν τοὺς Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ κάψουν τὸν Ὀρχομενὸ καὶ νὰ τιμωρήσουν τοὺς κατοίκους.
Τὸ βράδυ τῆς 9ης Σεπτεμβρίου μπαίνουν οἱ Γερμανοὶ στὸν Ὀρχομενὸ καὶ συλλαμβάνουν ἑξακόσιους ὁμήρους. Ἕνα τμῆμα μένει στὴν πόλη, ἐνῶ ἕνα ἄλλο μὲ τρία τὰνκ προχωρεῖ πρὸς τὸν Διόνυσο.
Λίγο ἔξω ἀπὸ τὸν Ὀρχομενὸ εἶναι χτισμένη ἡ πιὸ ἀρχαία ἐκκλησία τῆς Βοιωτίας (874 μ.Χ.), ἀφιερωμένη στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου - παλιὸ μοναστήρι τῆς Σκριπούς.
Εἶναι ἀκόμη μεσάνυχτα. Ἡ φάλαγγα ἔχει προσπεράσει πεντακόσια πενήντα μέτρα τὸν ναό, ὅταν ξαφνικὰ τὸ πρῶτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται στὴ μέση του δρόμου. Μπροστὰ τοὺς οἱ Γερμανοὶ βλέπουν μία μεγαλόπρεπη γυναίκα μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο σὲ ἀπαγορευτικὴ στάση. Τὸ δεύτερο τὰνκ προσπαθεῖ νὰ προσπεράσει τὸ πρῶτο, ἀλλὰ πέφτει σ᾿ ἕνα χαντάκι, ἐνῶ τὸ τρίτο τὰνκ ἀκινητοποιεῖται σ᾿ ἕνα χωράφι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσπαθοῦσε νὰ περάσει.
Ξημέρωσε ἡ 10η Σεπτεμβρίου. Ὁ Γερμανὸς διοικητὴς Χόφμαν ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους ἕνα τρακτὲρ γιὰ νὰ τραβήξει τὰ τάνκ. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό. Τὰ βαριὰ αὐτὰ ἅρματα μετακινήθηκαν ἀπὸ τὸ τρακτὲρ σὰν ἄδεια σπιρτόκουτα!
- Θαῦμα, θαῦμα! φώναξε ὁ διοικητὴς καὶ ζήτησε ἀπὸ τοὺς κατοίκους νὰ πάει στὴν ἐκκλησία.
Ἐκεῖνοι τὸν ὁδήγησαν πράγματι στὸν ναό. Ὁ Γερμανὸς στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισε τὴ γυναίκα ποὺ ἐμπόδισε τὴ φάλαγγα νὰ προχωρήσει!
Ἔπεσε ἀμέσως στὰ γόνατα καὶ φώναξε μὲ θαυμασμό:
- Αὐτὴ ἡ γυναίκα σᾶς ἔσωσε! Νὰ τὴν τιμᾶτε καὶ νὰ τὴ δοξάζετε.
Ὁ Ὀρχομενὸς σώθηκε. Ὁ Χόφμαν διατάζει νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ ἑξακόσιοι μελλοθάνατοι καὶ ὑπόσχεται πὼς μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἡ πόλη δὲν θὰ πάθει κανένα κακό. Οἱ κάτοικοι εὐχαριστοῦν καὶ δοξολογοῦν τὴν προστάτιδα Θεοτόκο γιὰ τὴν ἀνέλπιστη σωτηρία τους.
Ὁ ἥλιος γέρνει στὴ δύση. Τὰ τὰνκ φεύγουν μὲ τὰ πυροβόλα κατεβασμένα, γιατὶ νικήθηκαν ἀπὸ τὴν ὑπέρμαχο Στρατηγὸ τοῦ Ὀρχομενοῦ.
Ἀπὸ τότε ἡ 10η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε σὰν ἡμέρα πανηγύρεως. Ὅσο ζοῦσε ὁ Χόφμαν, παρευρισκόταν κι αὐτὸς σχεδὸν κάθε χρόνο. Ἀφιέρωσε μάλιστα στὴν Παναγία ἕνα μεγάλο καντήλι καὶ χρηματοδότησε τὴν πρώτη ἀπεικόνιση τοῦ θαύματος.
Παναγία ἡ Σπηλιώτισσα
Στὸ μοναστήρι τῆς Σπηλιᾶς τῶν Ἀγράφων ὑπάρχει μία θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ βρέθηκε τὸ 1904 μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Ἀθανάσιο καὶ Παρθένιο. Στὰ χρόνια της τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ὅλος ὁ θεσσαλικὸς κάμπος ἔχει προσκυνήσει τὸν Τοῦρκο. Στὸ μοναστήρι ὅμως τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιώτισσας, πυργωμένο σὰν ἀετοφωλιὰ σὲ μίαν ἀπρόσιτη κορυφὴ τῶν Ἄγραφων, δὲν ἔχει πατήσει ὁ κατακτητής.
Γιὰ νὰ φτάσεις ὡς ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ περάσεις ἕνα κατηφορικὸ μονοπάτι, ἀπότομο καὶ πλαγιαστό, ποὺ ἴσα-ἴσα χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος. Κάτω ἔχασκε ἡ ἄβυσσος.
Στὸ πανηγύρι τῆς μονῆς, τὸν Δεκαπενταύγουστο, μερικοὶ εὐλαβεῖς προσκυνητὲς ἔβλεπαν τὴν ἴδια τὴν Παναγία. Τὴν ἔβλεπαν νὰ στέκεται πελώρια στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ μὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια, τεῖχος γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν νὰ τὴν τιμήσουν, μὴν ξεγλιστρήσει κανεὶς στὸ βάραθρο. Λένε ἀκόμη πὼς κανεὶς ποτὲ δὲν χάθηκε ἀπ᾿ ὅσους κατευθύνονταν ἐκεῖ.
Τὸ μοναστήρι λοιπὸν εἶχε γίνει καρφὶ στὸ μάτι τῶν ἀπίστων. Τὸ εἶχαν καημό. Ὁλόκληρη τουρκιὰ νὰ σκοντάφτει σὲ λίγες πέτρες καὶ ντουβάρια!
Μὰ πῶς νὰ φτάσουν ὡς ἐκεῖ; Ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν κοπιαστικὴ πορεία -ἤθελαν δυὸ μέρες δρόμο ἀπὸ τὸ Μουζάκι σὲ μέρη ἄγνωστα καὶ ἀφιλόξενα -, ἔπρεπε νὰ περάσουν ἐκεῖνο τὸ ἀπόκρημνο μονοπάτι. Κι ἂν κυλήσει κανεὶς στὸν κατήφορο καὶ παρασύρει κι ἄλλους, καὶ γίνει πανικὸς καὶ χαθοῦν οἱ γενίτσαροι;
Σκέφτηκαν νὰ τοὺς κάνουν ἀποκλεισμό. Πόσο ὅμως θὰ κρατοῦσαν; Θὰ ῾ρχόταν ὁ χειμώνας, θὰ ἔπεφτε ἕνα μπόι χιόνι καὶ θά ῾πρεπε νὰ φύγουν. Ὕστερα ἐκεῖνοι οἱ κατσικάνθρωποι τῶν γύρω χωριῶν θὰ σκαρφάλωναν ἀπὸ ἄλλου καὶ θὰ ἔφταναν ὡς ἐκεῖ. Ἄσε ποὺ τὰ κελάρια τῆς μονῆς θὰ ἦταν γεμάτα. Μὰ κι ἐκεῖνα τὰ σκυλιὰ τὶς πιὸ πολλὲς ἡμέρες τοῦ χρόνου νηστεύουν τοῦ θανατᾶ. Καρφὶ δὲν θὰ τοὺς καιγόταν, ἂν τοὺς πολιορκοῦσαν.
Στέλνουν λοιπὸν μήνυμα στοὺς μοναχούς της Σπηλιᾶς - πρᾶγμα ποὺ καὶ παλιὰ τὸ εἶχαν κάνει -γιὰ νὰ ῾ρθοῦν νὰ προσκυνήσουν, νὰ ὑποταγοῦν. Κανένα ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὡς κι ὁ δεσπότης τοὺς ἔστειλε μήνυμα νὰ κατέβουν καὶ νὰ ὑποταγοῦν, κρατώντας βέβαια τὴν πίστη τους, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν:
- Ἅγιε Δέσποτα, σὲ νοιώθουμε καὶ σὲ καταλαβαίνουμε. Ὁ δρόμος σου εἶναι Γολγοθᾶς. Κάνε σὺ τὸ χρέος σου, κι ἄσε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας.
Τέλος οἱ τοῦρκοι ἀποφάσισαν νὰ τοὺς χτυπήσουν. Ἕνα πρωὶ οἱ καλόγεροι βρέθηκαν ζωσμένοι ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
- Ἀνοῖξτε! τοὺς φώναξαν. Φίλοι εἴμαστε. Θὰ μποῦμε σὰν ἐπισκέπτες.
- Ἄπιστους δὲν δέχεται ἡ χάρη της, ἀποκρίθηκαν οἱ μοναχοί.
Ὕστερα ἀμπάρωσαν τὶς πόρτες, ταμπουρώθηκαν καὶ ἄρχισε ἡ μάχη· οἱ χαράδρες ἀντιλάλησαν ἀπὸ τὸ ντουφεκίδι. Κάποτε ὅμως οἱ βαρεῖες πόρτες ὑποχώρησαν καὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ ὄρμισαν μέσα με ἀλαλαγμούς· οἱ καλόγεροι δὲν εἶχαν πιὰ ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. Ἅρπαξαν μαχαίρια, ξύλα καὶ πέτρες. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος, καὶ τὸ αἷμα δὲν ἄργησε νὰ πορφυρώσει τὰ τριμμένα καὶ σκονισμένα ράσα.
Ὁ ἡγούμενος ἦταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ἱερὸ κι ἔκανε τὴν κατάλυση. οἱ ἄπιστοι τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν βασάνισαν. Ὕστερα ἔκαψαν καὶ ποδοπάτησαν τὶς ἁγίες εἰκόνες καὶ πῆγαν κι ἔφεραν τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, ποὺ εἶχε ἀκόμη μέσα τὴν ἁγία μετάληψη. Ἕνας Τοῦρκος τότε τὸ ἅρπαξε καὶ τὸ πέταξε στὸν γκρεμό.
- Σκυλί! οὔρλιασε ὁ γέροντας, καὶ τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Ἕνα χαντζάρι ἀνέμισε στὸν ἀέρα καὶ κατεβαίνοντας ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἡγουμένου.
Τρεῖς ἡμέρες οἱ γενίτσαροι γλεντοῦσαν τὴ νίκη τους. Κι ὅταν κουράστηκαν νὰ γλεντοῦν, ξεκίνησαν γιὰ τὸν κάμπο.
Ἡ εἴδηση τῆς καταστροφῆς ἔπεσε στὴν περιοχὴ σὰν κεραυνός. -Οἱ Τοῦρκοι πάτησαν τὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς!
- Καὶ θαῦμα;
- Δὲν ἔγινε.
- Τίποτε;
- Τίποτε.
Μπροστά, πάνω σὲ μία λεία πέτρα ἦταν, σφηνωμένο λές, τὸ ἅγιο δισκοπότηρο. Ἦταν τὸ δισκοπότηρο τῆς Σπηλιᾶς. Μέσα του ἀνέπαφη μοσχοβολοῦσε ἡ τελευταῖα μετάληψη, ποὺ δὲν πρόφτασε ὁ ἡγούμενος νὰ καταλύσει.
Ὁ παπὰς ἔτρεμε. Ὅλοι τους τώρα ἔκλαιγαν. Ἦταν μάρτυρες ἑνὸς θαύματος.
Ὁ παπὰς σήκωσε εὐλαβικὰ τὸ δισκοπότηρο κι ἄρχισαν τὸν ἀνήφορο. Τὸ τσοπανόπουλο ἀνέβηκε πετώντας, εἰδοποίησε τὸ χωριὸ καὶ χτύπησαν χαρμόσυνα τὴν καμπάνα. Ὕστερα βγῆκαν νὰ τοὺς προϋπαντήσουν.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὸ μοναστήρι. Οἱ παπάδες λαμπροφορημένοι, τὰ ἑξαπτέρυγα, τὰ θυμιατὰ καὶ κόσμος πολύς. Ἐκεῖ ἀποθέσανε τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν καὶ δόξασαν τὴν Παναγία Σπηλιώτισσα γιὰ τὸ θαῦμα της.
Τὸ τσοπανόπουλο ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ἔμεινε στὸ μοναστήρι καὶ τὸ ξανάνοιξε ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν καταστροφή. Ἦταν διαλεγμένος ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἔγινε καλόγερος, κι ὅταν ἀργότερα γέμισε ἡ Σπηλιὰ ἀπὸ μοναχούς, ἦταν ἕνας ἐνάρετος καὶ φωτισμένος ἡγούμενος. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ διηγεῖται μὲ ἁπλότητα καὶ ταπείνωση τὸ θαῦμα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ.
Ἀπὸ τότε ἡ Παναγία πάντα θὰ κάνει καὶ κάποιο θαῦμα στὸ πανηγύρι της
Στὸ μοναστήρι τῆς Σπηλιᾶς τῶν Ἀγράφων ὑπάρχει μία θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ βρέθηκε τὸ 1904 μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Ἀθανάσιο καὶ Παρθένιο. Στὰ χρόνια της τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ὅλος ὁ θεσσαλικὸς κάμπος ἔχει προσκυνήσει τὸν Τοῦρκο. Στὸ μοναστήρι ὅμως τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιώτισσας, πυργωμένο σὰν ἀετοφωλιὰ σὲ μίαν ἀπρόσιτη κορυφὴ τῶν Ἄγραφων, δὲν ἔχει πατήσει ὁ κατακτητής.
Γιὰ νὰ φτάσεις ὡς ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ περάσεις ἕνα κατηφορικὸ μονοπάτι, ἀπότομο καὶ πλαγιαστό, ποὺ ἴσα-ἴσα χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος. Κάτω ἔχασκε ἡ ἄβυσσος.
Στὸ πανηγύρι τῆς μονῆς, τὸν Δεκαπενταύγουστο, μερικοὶ εὐλαβεῖς προσκυνητὲς ἔβλεπαν τὴν ἴδια τὴν Παναγία. Τὴν ἔβλεπαν νὰ στέκεται πελώρια στὴν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ μὲ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια, τεῖχος γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν νὰ τὴν τιμήσουν, μὴν ξεγλιστρήσει κανεὶς στὸ βάραθρο. Λένε ἀκόμη πὼς κανεὶς ποτὲ δὲν χάθηκε ἀπ᾿ ὅσους κατευθύνονταν ἐκεῖ.
Τὸ μοναστήρι λοιπὸν εἶχε γίνει καρφὶ στὸ μάτι τῶν ἀπίστων. Τὸ εἶχαν καημό. Ὁλόκληρη τουρκιὰ νὰ σκοντάφτει σὲ λίγες πέτρες καὶ ντουβάρια!
Μὰ πῶς νὰ φτάσουν ὡς ἐκεῖ; Ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν κοπιαστικὴ πορεία -ἤθελαν δυὸ μέρες δρόμο ἀπὸ τὸ Μουζάκι σὲ μέρη ἄγνωστα καὶ ἀφιλόξενα -, ἔπρεπε νὰ περάσουν ἐκεῖνο τὸ ἀπόκρημνο μονοπάτι. Κι ἂν κυλήσει κανεὶς στὸν κατήφορο καὶ παρασύρει κι ἄλλους, καὶ γίνει πανικὸς καὶ χαθοῦν οἱ γενίτσαροι;
Σκέφτηκαν νὰ τοὺς κάνουν ἀποκλεισμό. Πόσο ὅμως θὰ κρατοῦσαν; Θὰ ῾ρχόταν ὁ χειμώνας, θὰ ἔπεφτε ἕνα μπόι χιόνι καὶ θά ῾πρεπε νὰ φύγουν. Ὕστερα ἐκεῖνοι οἱ κατσικάνθρωποι τῶν γύρω χωριῶν θὰ σκαρφάλωναν ἀπὸ ἄλλου καὶ θὰ ἔφταναν ὡς ἐκεῖ. Ἄσε ποὺ τὰ κελάρια τῆς μονῆς θὰ ἦταν γεμάτα. Μὰ κι ἐκεῖνα τὰ σκυλιὰ τὶς πιὸ πολλὲς ἡμέρες τοῦ χρόνου νηστεύουν τοῦ θανατᾶ. Καρφὶ δὲν θὰ τοὺς καιγόταν, ἂν τοὺς πολιορκοῦσαν.
Στέλνουν λοιπὸν μήνυμα στοὺς μοναχούς της Σπηλιᾶς - πρᾶγμα ποὺ καὶ παλιὰ τὸ εἶχαν κάνει -γιὰ νὰ ῾ρθοῦν νὰ προσκυνήσουν, νὰ ὑποταγοῦν. Κανένα ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὡς κι ὁ δεσπότης τοὺς ἔστειλε μήνυμα νὰ κατέβουν καὶ νὰ ὑποταγοῦν, κρατώντας βέβαια τὴν πίστη τους, ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν:
- Ἅγιε Δέσποτα, σὲ νοιώθουμε καὶ σὲ καταλαβαίνουμε. Ὁ δρόμος σου εἶναι Γολγοθᾶς. Κάνε σὺ τὸ χρέος σου, κι ἄσε νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὸ δικό μας.
Τέλος οἱ τοῦρκοι ἀποφάσισαν νὰ τοὺς χτυπήσουν. Ἕνα πρωὶ οἱ καλόγεροι βρέθηκαν ζωσμένοι ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.
- Ἀνοῖξτε! τοὺς φώναξαν. Φίλοι εἴμαστε. Θὰ μποῦμε σὰν ἐπισκέπτες.
- Ἄπιστους δὲν δέχεται ἡ χάρη της, ἀποκρίθηκαν οἱ μοναχοί.
Ὕστερα ἀμπάρωσαν τὶς πόρτες, ταμπουρώθηκαν καὶ ἄρχισε ἡ μάχη· οἱ χαράδρες ἀντιλάλησαν ἀπὸ τὸ ντουφεκίδι. Κάποτε ὅμως οἱ βαρεῖες πόρτες ὑποχώρησαν καὶ οἱ Ἀγαρηνοὶ ὄρμισαν μέσα με ἀλαλαγμούς· οἱ καλόγεροι δὲν εἶχαν πιὰ ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. Ἅρπαξαν μαχαίρια, ξύλα καὶ πέτρες. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος, καὶ τὸ αἷμα δὲν ἄργησε νὰ πορφυρώσει τὰ τριμμένα καὶ σκονισμένα ράσα.
Ὁ ἡγούμενος ἦταν τὴν ὥρα ἐκείνη στὸ ἱερὸ κι ἔκανε τὴν κατάλυση. οἱ ἄπιστοι τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔδεσαν, τὸν βασάνισαν. Ὕστερα ἔκαψαν καὶ ποδοπάτησαν τὶς ἁγίες εἰκόνες καὶ πῆγαν κι ἔφεραν τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, ποὺ εἶχε ἀκόμη μέσα τὴν ἁγία μετάληψη. Ἕνας Τοῦρκος τότε τὸ ἅρπαξε καὶ τὸ πέταξε στὸν γκρεμό.
- Σκυλί! οὔρλιασε ὁ γέροντας, καὶ τὰ μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Ἕνα χαντζάρι ἀνέμισε στὸν ἀέρα καὶ κατεβαίνοντας ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἡγουμένου.
Τρεῖς ἡμέρες οἱ γενίτσαροι γλεντοῦσαν τὴ νίκη τους. Κι ὅταν κουράστηκαν νὰ γλεντοῦν, ξεκίνησαν γιὰ τὸν κάμπο.
Ἡ εἴδηση τῆς καταστροφῆς ἔπεσε στὴν περιοχὴ σὰν κεραυνός. -Οἱ Τοῦρκοι πάτησαν τὸ μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς!
- Καὶ θαῦμα;
- Δὲν ἔγινε.
- Τίποτε;
- Τίποτε.
Μπροστά, πάνω σὲ μία λεία πέτρα ἦταν, σφηνωμένο λές, τὸ ἅγιο δισκοπότηρο. Ἦταν τὸ δισκοπότηρο τῆς Σπηλιᾶς. Μέσα του ἀνέπαφη μοσχοβολοῦσε ἡ τελευταῖα μετάληψη, ποὺ δὲν πρόφτασε ὁ ἡγούμενος νὰ καταλύσει.
Ὁ παπὰς ἔτρεμε. Ὅλοι τους τώρα ἔκλαιγαν. Ἦταν μάρτυρες ἑνὸς θαύματος.
Ὁ παπὰς σήκωσε εὐλαβικὰ τὸ δισκοπότηρο κι ἄρχισαν τὸν ἀνήφορο. Τὸ τσοπανόπουλο ἀνέβηκε πετώντας, εἰδοποίησε τὸ χωριὸ καὶ χτύπησαν χαρμόσυνα τὴν καμπάνα. Ὕστερα βγῆκαν νὰ τοὺς προϋπαντήσουν.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξεκίνησαν ὅλοι γιὰ τὸ μοναστήρι. Οἱ παπάδες λαμπροφορημένοι, τὰ ἑξαπτέρυγα, τὰ θυμιατὰ καὶ κόσμος πολύς. Ἐκεῖ ἀποθέσανε τὸ ἅγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν καὶ δόξασαν τὴν Παναγία Σπηλιώτισσα γιὰ τὸ θαῦμα της.
Τὸ τσοπανόπουλο ἀπὸ κείνη τὴν ἡμέρα ἔμεινε στὸ μοναστήρι καὶ τὸ ξανάνοιξε ὕστερ᾿ ἀπὸ τὴν καταστροφή. Ἦταν διαλεγμένος ἀπὸ τὴν Παναγία. Ἔγινε καλόγερος, κι ὅταν ἀργότερα γέμισε ἡ Σπηλιὰ ἀπὸ μοναχούς, ἦταν ἕνας ἐνάρετος καὶ φωτισμένος ἡγούμενος. Καὶ δὲν ἔπαυε νὰ διηγεῖται μὲ ἁπλότητα καὶ ταπείνωση τὸ θαῦμα ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ.
Ἀπὸ τότε ἡ Παναγία πάντα θὰ κάνει καὶ κάποιο θαῦμα στὸ πανηγύρι της
Παναγία ἡ Προυσιώτισσα
Ψηλά, στὶς ἐλατόφυτες βουνοκορφὲς τῆς νοτιοδυτικῆς Εὐρυτανίας, καὶ σφηνωμένη ἀνάμεσα σὲ κάθετους γκριζωποὺς βράχους μὲ ἄγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Προυσσοῦ.
Εἶναι σταυροπηγιακὸ καὶ ἱστορικὸ μοναστήρι, μὲ μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ἀνάμεσα τοὺς ὑπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, ποὺ φιλοξενεῖ στὸ ἐσωτερικό του τὸν πρῶτο καὶ παλαιὸ ναὸ τῆς μονῆς. Μέσα σ᾿ αὐτὸν φυλάσσεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ἐπονομάζεται Προυσιώτισσα.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦταν τοποθετημένη σ᾿ ἕνα ναὸ τῆς Προύσας. Στὰ χρόνια της εἰκονομαχίας (829) τὴν παρέλαβε κάποιος ἄρχοντας, ποὺ σκόπευε νὰ τὴ μεταφέρει στὴν Ἑλλάδα γιὰ ἀσφάλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴν Καλλίπολη, ἔχασε τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία κατευθύνθηκε θαυματουργικὰ στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ μονὴ τοῦ Προύσου. Τὸ γεγονὸς σύντομα διαδόθηκε. Δὲν ἄργησε νὰ φθάσει καὶ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ ἄρχοντα ποὺ τὴ μετέφερε. Ἔτρεξε, τὴν ἀναγνώρισε συγκινημένος, ἐκάρη ἐκεῖ μοναχὸς καὶ θεωρεῖται ὁ πρῶτος κτίτωρ τῆς μονῆς.
Ψηλά, στὶς ἐλατόφυτες βουνοκορφὲς τῆς νοτιοδυτικῆς Εὐρυτανίας, καὶ σφηνωμένη ἀνάμεσα σὲ κάθετους γκριζωποὺς βράχους μὲ ἄγρια μεγαλοπρέπεια, προβάλλει ἡ ἱερὰ μονὴ τοῦ Προυσσοῦ.
Εἶναι σταυροπηγιακὸ καὶ ἱστορικὸ μοναστήρι, μὲ μεγαλόπρεπα τριώροφα κτίρια. Ἀνάμεσα τοὺς ὑπάρχει σπήλαιο λαξευμένο, ποὺ φιλοξενεῖ στὸ ἐσωτερικό του τὸν πρῶτο καὶ παλαιὸ ναὸ τῆς μονῆς. Μέσα σ᾿ αὐτὸν φυλάσσεται ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ποὺ ἐπονομάζεται Προυσιώτισσα.
Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ἡ εἰκόνα αὐτὴ ἦταν τοποθετημένη σ᾿ ἕνα ναὸ τῆς Προύσας. Στὰ χρόνια της εἰκονομαχίας (829) τὴν παρέλαβε κάποιος ἄρχοντας, ποὺ σκόπευε νὰ τὴ μεταφέρει στὴν Ἑλλάδα γιὰ ἀσφάλεια. Ὅταν ὅμως ἔφθασε στὴν Καλλίπολη, ἔχασε τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία κατευθύνθηκε θαυματουργικὰ στὸ σημεῖο ποὺ βρίσκεται σήμερα ἡ μονὴ τοῦ Προύσου. Τὸ γεγονὸς σύντομα διαδόθηκε. Δὲν ἄργησε νὰ φθάσει καὶ στ᾿ αὐτιὰ τοῦ ἄρχοντα ποὺ τὴ μετέφερε. Ἔτρεξε, τὴν ἀναγνώρισε συγκινημένος, ἐκάρη ἐκεῖ μοναχὸς καὶ θεωρεῖται ὁ πρῶτος κτίτωρ τῆς μονῆς.
Ἡ τιμωρία τοῦ Γερμανοῦ
Στὸ ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπὶ τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλὲς φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, ποὺ μετέβαλε τὰ κτίρια σὲ σωροὺς ἐρειπίων, ἔγινε τὸ 1944 ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.
Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικὸς θέλησε νὰ κάψει καὶ τὴν ἐκκλησία. Προσπάθησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπὸν στεκόταν ἀπ᾿ ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ πλακόστρωτο. Τὸ χτύπημα ἦταν δυνατό, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀνίκανος νὰ σηκωθεῖ. Τὸν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ ζῶο γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ Ἀγρίνιο.
Ἔτσι ὁ ναὸς παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Στὸ ἱστορικό της μονῆς ἀναφέρεται ὅτι ἐπὶ τουρκοκρατίας καταστράφηκε πολλὲς φορές. Ἡ τελευταία ὅμως καταστροφή, ποὺ μετέβαλε τὰ κτίρια σὲ σωροὺς ἐρειπίων, ἔγινε τὸ 1944 ἀπὸ τοὺς Γερμανούς.
Μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν κτισμάτων, ἕνας ἀξιωματικὸς θέλησε νὰ κάψει καὶ τὴν ἐκκλησία. Προσπάθησε πολλὲς φορές, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ λοιπὸν στεκόταν ἀπ᾿ ἔξω κι ἔδινε διαταγές, τιμωρήθηκε παραδειγματικὰ ἀπὸ τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Μία ἀόρατη δύναμη τὸν ἔριξε μὲ ὁρμὴ πάνω στὸ πλακόστρωτο. Τὸ χτύπημα ἦταν δυνατό, καὶ ὁ Γερμανὸς ἀνίκανος νὰ σηκωθεῖ. Τὸν σήκωσαν οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν ἔβαλαν πάνω σὲ ζῶο γιὰ νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ Ἀγρίνιο.
Ἔτσι ὁ ναὸς παρέμεινε ἀβλαβής, ὅπως διαφυλάχθηκε ἀκέραιος διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Ἡ ἄγνωστη «καλόγρια».
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο. οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καὶ ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἐγκαταλείπουν τὰ χωριά τους καὶ προσφεύγουν γιὰ ἀσφάλεια σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους προσφεύγει καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ κι αὐτὴ τὴν τύχη τῶν παιδιῶν της καὶ μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς του Προυσοῦ στὴ ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου. Τὸ μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀρχίζουν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Εὐρυτανία. Μερικὰ τμήματα περνοῦν ἀπὸ τὸν Προυσό. Ὁρισμένοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες πλησιάζουν στὴ σκοτεινὴ ἐκκλησούλα τῆς σπηλιᾶς καὶ μπαίνουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν.
Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μπροστὰ τὸ τέμπλο, στ᾿ ἀριστερά της ὡραίας πύλης, νὰ ἀναμμένο καντήλι καὶ μία καλόγρια γονατιστή.
Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς ζεῖ αὐτὴ ἡ μοναχὴ ἐδῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπὸ κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιὰ τὸ καντήλι; Τὴν ἐρωτοῦν λοιπόν, κι ἐκείνη σεμνὰ καὶ πονεμένα τοὺς ἁπαντά:
- Παιδιά μου, ζῶ ἐδῶ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Γιὰ τὴ δική μου ζωὴ δὲν χρειάζονται φαγητὸ καὶ ψωμί. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἔχω τὸ καντήλι μου ἀναμμένο.
Οἱ στρατιῶτες, κουρασμένοι ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις καὶ βιαστικοὶ νὰ φύγουν, δὲν ἔδωσαν προσοχὴ στὰ λόγια της. Τὴν ἑπομένη ὅμως, ὅταν τὰ ἔφεραν πάλι στὴ μνήμη τους, κατάλαβαν πὼς ἐπρόκειτο γιὰ κάτι θαυμαστό. Κι ὅταν ἀργότερα περνοῦσαν ἀπὸ τὴ Ναύπακτο, ζήτησαν μὲ ἐπιμονὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοὺς γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν μητροπολίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἀγάπη, κι ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε συγκινημένος, ἔριξε φῶς στὸ μυστήριο.
- Ὁ ναός, τοὺς εἶπε, ποὺ ἐπισκεφθήκατε, ἀνήκει στὴν ἔρημη τώρα ἱερὰ μονὴ Προυσιώτισσας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα βρίσκεται πάνω ἀπὸ δυὸ χρόνια ἐδῶ, στὸ παρεκκλήσι τῆς μητροπόλεώς μας, στὸν ἅγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε νὰ τὴν προσκυνήσετε, καὶ θὰ καταλάβετε...
Πῆγαν πράγματι καὶ προσκύνησαν. Τότε αὐθόρμητα στὸν καθένα δόθηκε ἡ ἐξήγηση στὴν ἀπορία του: Στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀναγνώρισαν τὴ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ συνάντησαν στὸ ἐκκλησάκι τῆς σπηλιᾶς, ψηλὰ στὸν Προυσό!
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ὁ ἐμφύλιος πόλεμος τώρα μαίνεται στὴν ἑλληνικὴ ὕπαιθρο. οἱ κάτοικοι τῆς Εὐρυτανίας καὶ ὀρεινῆς Ναυπακτίας ἐγκαταλείπουν τὰ χωριά τους καὶ προσφεύγουν γιὰ ἀσφάλεια σὲ ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος. Μαζί τους προσφεύγει καὶ ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ κι αὐτὴ τὴν τύχη τῶν παιδιῶν της καὶ μεταφέρεται ἀπὸ τοὺς μοναχούς του Προυσοῦ στὴ ἀκρόπολη τῆς Ναυπάκτου. Τὸ μοναστήρι παραμένει τελείως ἔρημο.
Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ ἀρχίζουν οἱ ἐπιχειρήσεις τοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐνάτη μεραρχία ἀναλαμβάνει ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις στὴν Εὐρυτανία. Μερικὰ τμήματα περνοῦν ἀπὸ τὸν Προυσό. Ὁρισμένοι ἀξιωματικοὶ καὶ στρατιῶτες πλησιάζουν στὴ σκοτεινὴ ἐκκλησούλα τῆς σπηλιᾶς καὶ μπαίνουν γιὰ νὰ προσκυνήσουν.
Ἐκεῖ μέσα ἀντικρίζουν ἕνα παράδοξο θέαμα: Μπροστὰ τὸ τέμπλο, στ᾿ ἀριστερά της ὡραίας πύλης, νὰ ἀναμμένο καντήλι καὶ μία καλόγρια γονατιστή.
Οἱ στρατιῶτες ἀποροῦν. Πῶς ζεῖ αὐτὴ ἡ μοναχὴ ἐδῶ, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ Εὐρυτανία εἶναι τελείως ἔρημη ἀπὸ κατοίκους; Πῶς συντηρεῖται, τί τρώει, ποῦ βρίσκει λάδι γιὰ τὸ καντήλι; Τὴν ἐρωτοῦν λοιπόν, κι ἐκείνη σεμνὰ καὶ πονεμένα τοὺς ἁπαντά:
- Παιδιά μου, ζῶ ἐδῶ μοναχή μου δυόμισι τώρα χρόνια. Γιὰ τὴ δική μου ζωὴ δὲν χρειάζονται φαγητὸ καὶ ψωμί. Μοῦ ἀρκεῖ ὅτι ἔχω τὸ καντήλι μου ἀναμμένο.
Οἱ στρατιῶτες, κουρασμένοι ἀπὸ τὶς ἐπιχειρήσεις καὶ βιαστικοὶ νὰ φύγουν, δὲν ἔδωσαν προσοχὴ στὰ λόγια της. Τὴν ἑπομένη ὅμως, ὅταν τὰ ἔφεραν πάλι στὴ μνήμη τους, κατάλαβαν πὼς ἐπρόκειτο γιὰ κάτι θαυμαστό. Κι ὅταν ἀργότερα περνοῦσαν ἀπὸ τὴ Ναύπακτο, ζήτησαν μὲ ἐπιμονὴ ἄδεια ἀπὸ τὸν διοικητὴ τοὺς γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν μητροπολίτη.
Ὁ ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας Χριστόφορος τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ ἀγάπη, κι ἀφοῦ τοὺς ἄκουσε συγκινημένος, ἔριξε φῶς στὸ μυστήριο.
- Ὁ ναός, τοὺς εἶπε, ποὺ ἐπισκεφθήκατε, ἀνήκει στὴν ἔρημη τώρα ἱερὰ μονὴ Προυσιώτισσας, τῆς ὁποίας ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα βρίσκεται πάνω ἀπὸ δυὸ χρόνια ἐδῶ, στὸ παρεκκλήσι τῆς μητροπόλεώς μας, στὸν ἅγιο Διονύσιο. Πηγαίνετε νὰ τὴν προσκυνήσετε, καὶ θὰ καταλάβετε...
Πῆγαν πράγματι καὶ προσκύνησαν. Τότε αὐθόρμητα στὸν καθένα δόθηκε ἡ ἐξήγηση στὴν ἀπορία του: Στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος ἀναγνώρισαν τὴ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ συνάντησαν στὸ ἐκκλησάκι τῆς σπηλιᾶς, ψηλὰ στὸν Προυσό!
Παναγία ἡ Μαλεβή
Πάρνωνας, τὸ κατάφυτο Βουνὸ τῆς Κυνουρίας μὲ τὰ πολλὰ μοναστήρια, φιλοξενεῖ στὴ βορεινὴ τοῦ πλευρὰ τὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Παναγίας Μαλεβῆς.
Ἡ θεομητορικὴ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ φυλάσσεται σ᾿ αὐτή, ἡ μυροβλύτισσα καὶ θαυματουργή, ἔχει σαγηνεύσει τὶς τελευταῖες δεκαετίες τὸ πανελλήνιο.
Τὸ ἅγιο μύρο ἀναβλύζει εὐωδιαστὸ ἀπὸ τὴν ἁγία εἴκονα. Συχνὰ εἶναι τόσο πολύ, ὥστε κατεβαίνει στὸ προσκυνητάρι καὶ φθάνει μέχρι τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ.
Ἡ γυναίκα μὲ ἰὸ μόρο. Ὁ ἀείμνηστος λαϊκὸς ἱεροκήρυκας Δ. Παναγόπουλος, ὁ ὁποῖος συντέλεσε πολὺ στὴ διάδοση τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος, διηγεῖται τὴν ἐντυπωσιακὴ γνωριμία του μὲ τὸ ἅγιο μύρο καὶ τὸ μοναστήρι τῆς Μαλεβῆς:
Μετὰ τὸ τέλος μίας ὁμιλίας μου, μὲ πλησιάζει κάποια ἄγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα. Κρατοῦσε στὸ χέρι λευκὸ φάκελο μὲ ἀρκετὸ μπαμπάκι, ποὺ ἀνέδιδε μία πρωτόγνωρη εὐωδιά. Μοῦ τὸ προσφέρει καὶ μοῦ λέει:
- Κύριε Παναγόπουλε, αὐτὸ εἶναι μπαμπάκι μὲ ἅγιο μύρο ἀπὸ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς μονῆς Μαλεβῆς, ποὺ βρίσκεται στὸ Ἄστρος τῆς Κυνουρίας. Σᾶς τὸ στέλνουν σὰν εὐλογία καὶ σᾶς περιμένουν νὰ πᾶτε.
Τὸ πῆρα, τὸ ἀσπάστηκα καὶ τὸ ὀσφράνθηκα. Ἔνοιωσα μία ἀσυνήθιστη καὶ ἀπερίγραπτη εὐωδία.
Σ᾿ ἕνα ἀκριβῶς χρόνο μὲ πλησιάζει πάλι μετὰ τὴν ὁμιλία μου μία ἄγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα, ἡ ὁποία μου προσφέρει καὶ μοῦ ἐπαναλαμβάνει ὅ,τι καὶ τὴν πρώτη φορά.
Τὸν τρίτο χρόνο συνέβη πάλι τὸ ἴδιο. Τότε, σὰν νὰ ξύπνησα ἀπὸ λήθαργο, ἀναρωτήθηκα ποιὰ νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ γυναίκα ποὺ μὲ ἐπισκέφθηκε γιὰ τρίτη ἤδη φορά!
Τὸ 1970 ἀξιώθηκα νὰ κάνω ἕνα προσκύνημα στὴ μονὴ τῆς Μαλεβῆς. Πρὶν ἀκόμη μπῶ στὸ μοναστήρι, μὲ ὑποδέχτηκε τὸ οὐράνιο ἐκεῖνο ἄρωμα ποὺ πρὶν τρία χρόνια εἶχα ὀσφρανθεῖ ἀπὸ τὸ μπαμπάκι τῆς μαυροφορεμένης γυναίκας.
Ἡ συγκίνησή μου τὴ βραδιὰ ἐκείνη στὸ μοναστήρι ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὓστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ ἐφοδιάστηκα μὲ φωτογραφίες καὶ κράτησα στοιχεῖα γιὰ τὴ μονὴ καὶ τὴν ἱερὴ εἰκόνα, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσω κι ἐγὼ στὴ διάδοση τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος».
Ἡ θεραπεία τῆς δόκιμης μοναχῆς. Μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων θαυμάτων ποὺ ἐνεργεῖ ἡ χάρη τῆς Παναγίας Μαλεβῆς, εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ θεραπεία τῆς δόκιμης μοναχῆς Βερονίκης, στὴ μονὴ ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, στὸν συνοικισμὸ τοῦ Παπάγου:
Ἡ Βερονίκη ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο. Εἶχε νοσηλευθεῖ πολλὲς φορὲς στὸ νοσοκομεῖο τῆς Βούλας. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ μονή της, παράλυτη στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, γιὰ νὰ πεθάνει ἐκεῖ.
Οἱ μοναχὲς συμφώνησαν νὰ καρεῖ μεγαλόσχημη τὴν Τετάρτη, 8 Μαρτίου 1970, γιὰ νὰ «φύγει» σὰν μοναχή. Ὁ γιατρὸς ὅμως δὲν ἔδινε πολλὰ περιθώρια ζωῆς, γι᾿ αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ γίνει ἡ κουρὰ τὴν Κυριακή της 5ης Μαρτίου στὸν ἑσπερινό.
Πάρνωνας, τὸ κατάφυτο Βουνὸ τῆς Κυνουρίας μὲ τὰ πολλὰ μοναστήρια, φιλοξενεῖ στὴ βορεινὴ τοῦ πλευρὰ τὴν ἱερὰ μονὴ τῆς Παναγίας Μαλεβῆς.
Ἡ θεομητορικὴ εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως, ποὺ φυλάσσεται σ᾿ αὐτή, ἡ μυροβλύτισσα καὶ θαυματουργή, ἔχει σαγηνεύσει τὶς τελευταῖες δεκαετίες τὸ πανελλήνιο.
Τὸ ἅγιο μύρο ἀναβλύζει εὐωδιαστὸ ἀπὸ τὴν ἁγία εἴκονα. Συχνὰ εἶναι τόσο πολύ, ὥστε κατεβαίνει στὸ προσκυνητάρι καὶ φθάνει μέχρι τὸ δάπεδο τοῦ ναοῦ.
Ἡ γυναίκα μὲ ἰὸ μόρο. Ὁ ἀείμνηστος λαϊκὸς ἱεροκήρυκας Δ. Παναγόπουλος, ὁ ὁποῖος συντέλεσε πολὺ στὴ διάδοση τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ γεγονότος, διηγεῖται τὴν ἐντυπωσιακὴ γνωριμία του μὲ τὸ ἅγιο μύρο καὶ τὸ μοναστήρι τῆς Μαλεβῆς:
Μετὰ τὸ τέλος μίας ὁμιλίας μου, μὲ πλησιάζει κάποια ἄγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα. Κρατοῦσε στὸ χέρι λευκὸ φάκελο μὲ ἀρκετὸ μπαμπάκι, ποὺ ἀνέδιδε μία πρωτόγνωρη εὐωδιά. Μοῦ τὸ προσφέρει καὶ μοῦ λέει:
- Κύριε Παναγόπουλε, αὐτὸ εἶναι μπαμπάκι μὲ ἅγιο μύρο ἀπὸ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς μονῆς Μαλεβῆς, ποὺ βρίσκεται στὸ Ἄστρος τῆς Κυνουρίας. Σᾶς τὸ στέλνουν σὰν εὐλογία καὶ σᾶς περιμένουν νὰ πᾶτε.
Τὸ πῆρα, τὸ ἀσπάστηκα καὶ τὸ ὀσφράνθηκα. Ἔνοιωσα μία ἀσυνήθιστη καὶ ἀπερίγραπτη εὐωδία.
Σ᾿ ἕνα ἀκριβῶς χρόνο μὲ πλησιάζει πάλι μετὰ τὴν ὁμιλία μου μία ἄγνωστη μαυροφορεμένη γυναίκα, ἡ ὁποία μου προσφέρει καὶ μοῦ ἐπαναλαμβάνει ὅ,τι καὶ τὴν πρώτη φορά.
Τὸν τρίτο χρόνο συνέβη πάλι τὸ ἴδιο. Τότε, σὰν νὰ ξύπνησα ἀπὸ λήθαργο, ἀναρωτήθηκα ποιὰ νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ γυναίκα ποὺ μὲ ἐπισκέφθηκε γιὰ τρίτη ἤδη φορά!
Τὸ 1970 ἀξιώθηκα νὰ κάνω ἕνα προσκύνημα στὴ μονὴ τῆς Μαλεβῆς. Πρὶν ἀκόμη μπῶ στὸ μοναστήρι, μὲ ὑποδέχτηκε τὸ οὐράνιο ἐκεῖνο ἄρωμα ποὺ πρὶν τρία χρόνια εἶχα ὀσφρανθεῖ ἀπὸ τὸ μπαμπάκι τῆς μαυροφορεμένης γυναίκας.
Ἡ συγκίνησή μου τὴ βραδιὰ ἐκείνη στὸ μοναστήρι ἦταν ἀπερίγραπτη. Ὓστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ ἐφοδιάστηκα μὲ φωτογραφίες καὶ κράτησα στοιχεῖα γιὰ τὴ μονὴ καὶ τὴν ἱερὴ εἰκόνα, μὲ σκοπὸ νὰ βοηθήσω κι ἐγὼ στὴ διάδοση τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος».
Ἡ θεραπεία τῆς δόκιμης μοναχῆς. Μεταξὺ τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων θαυμάτων ποὺ ἐνεργεῖ ἡ χάρη τῆς Παναγίας Μαλεβῆς, εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ θεραπεία τῆς δόκιμης μοναχῆς Βερονίκης, στὴ μονὴ ἁγίου Ἰωάννου Θεολόγου, στὸν συνοικισμὸ τοῦ Παπάγου:
Ἡ Βερονίκη ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο. Εἶχε νοσηλευθεῖ πολλὲς φορὲς στὸ νοσοκομεῖο τῆς Βούλας. Τελικὰ ἐπέστρεψε στὴ μονή της, παράλυτη στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, γιὰ νὰ πεθάνει ἐκεῖ.
Οἱ μοναχὲς συμφώνησαν νὰ καρεῖ μεγαλόσχημη τὴν Τετάρτη, 8 Μαρτίου 1970, γιὰ νὰ «φύγει» σὰν μοναχή. Ὁ γιατρὸς ὅμως δὲν ἔδινε πολλὰ περιθώρια ζωῆς, γι᾿ αὐτὸ ἀποφασίστηκε νὰ γίνει ἡ κουρὰ τὴν Κυριακή της 5ης Μαρτίου στὸν ἑσπερινό.
Παναγία ἡ Παραμυθία
«Χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεόν παῤῥησία»
Ἰανουάριος τοῦ 807. Ὁ ἀλγερίνος ληστοπειρατής Βαρδουχάν, ἔχοντας σάν βάση ἐξορμήσεως τὴ Μῆλο, λυμαίνεται μέ τὰ δεκαεπτὰ πειρατικὰ του πλοῖα τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, τὰ παράλια τῆς Θράκης καὶ τῆς Μ. Ἀσίας.
τὸν μήνα αὐτὸ ἀποφασίζει νὰ στραφεῖ ἐνατίον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἑτοιμάζει δέκα πλοῖα, παίρνει μαζί του διακόσιους πειρατές καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ μονὴ Βατοπεδίου. Μέ τὸ χάραμα τῆς 21ης Ἰανουαρίου προσορμίστηκαν στὸ λιμανάκι τοῦ μοναστηριοῦ, βγῆκαν στὴ στεριὰ καὶ περίμεναν κρυμμένοι τὸ πρωινὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης γιὰ νὰ εἰσορμήσουν.
Οἱ μοναχοὶ μόλις εἶχαν τελειώσει τὴν ὀρθρινὴ ἀκολουθία, καὶ ἀποσύρονταν στὰ κελλιὰ τους γιὰ νὰ ἡσυχάσουν. στὴν Ἐκκλησία ἔμεινε μόνος ὁ ἡγούμενος καὶ συνέχισε τὴν προσευχὴ του.
Ξαφνικὰ ἀκούει μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας:
–Νὰ μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες. Ἀνεβεῖτε στὰ τείχη καὶ διῶξτε τοὺς πειρατές.
Γυρίζει ἀπορημένος ἀπὸ τὸ παράδοξο ἄκουσμα καὶ κοιτάζει τὴ Θεοτόκο. Βλέπει τότε ἄλλο θαῦμα ἐκπληκτικώτερο: τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ τοῦ θείου Βρέφους εἶχαν ζωντανέψει. τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ μικρός Ἰησοῦς ἁπλώνει τὸ χέρι, σκεπάζει τὸ στόμα τῆς Παναγίας Μητέρας Του, καὶ στρέφοντας τὸ πρόσωπό Του πρὸς αὐτὴν τῆς λέει:
–Ὄχι, μητέρα, μήν τὸ λές! Ἄφησέ τους νὰ τιμωρηθοῦν, ὅπως τοὺς ἀξίζει!
Ἡ Παναγία ὅμως πιάνει τὸ χέρι τοῦ Υἱοῦ της, στρέφει λίγο δεξιὰ τὸ πρόσωπό της καὶ ξαναλέει:
–Νὰ μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες τῆς μονῆς!
Ὁ ἡγούμενος συγκλονισμένος σύναξε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς διηγήθηκε ὅσα θαυμαστὰ εἶδε καὶ ἄκουσε. Κι ἐκεῖνοι διαπίστωσαν μέ δέος ὅτι τὰ ἱερὰ πρόσωπα στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶχαν ἀλλάξει στάση καὶ ἔκφραση. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία γιὰ τὴ σωτήρια πρόνοιὰ της, ἀνέβηκαν στὰ τείχη.
Ἦταν καιρός. Οἱ πειρατές μέ σκάλες καὶ τσεκούρια ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀναῤῥίχηση. Ὁ ἡγούμενος, ὄρθιος στίς ἐπάλξες, τοὺς ἄφησε πρῶτα νὰ πλησιάσουν. Ὕστερα, ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό, ἔδωσε τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ἀπόκρουση.
Δέκα πειρατές ἔπεσαν ἀμέσως νεκροί, ἄλλοι τραυματίστηκαν, καὶ οἱ ὑπόλοιποι μπῆκαν στὰ πλοῖα κι ἔφυγαν.
Οἱ μοναχοὶ κατέβηκαν συγκινημένοι στὸν ναὸ καὶ εὐχαρίστησαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴ Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἡ εἰκόνα πῆρε τὴν προσωνυμία «Παραμυθία», δηλαδὴ παρηγορία, καὶ παραμένει μέχρι σήμερα ἀλλαγμένη, γιὰ νὰ θυμίζει τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονός.
Ἡ μοναχὴ Ἑρμιόνη
Δὲν εἶχε κλείσει ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸν γάμο της ἡ Ἔρμινα, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια. Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.
Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.
- Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!
- Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.
- Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.
Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε.
Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.
- Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!
- Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.
Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε.
- Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν ὀϊ γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.
- Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἑρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.
Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τῆς εἶπε:
- Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.
Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.
- Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.
- Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.
Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη.
Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τὴ βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.
- Ἑρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτὸ μοῦ συνέβη.
- Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.
Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.
- Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.
- Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ - καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω - πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.
- Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.
- Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.
- Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.
- Καὶ τότε τί θὰ γίνει;
- Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.
Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας «ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».
- Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ - σὰν Ἑρμιόνη μοναχὴ - ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.
Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ὁ ἐπονομαζόμενος «ἀγγελόφωνος» γιὰ τὴν ὄντως ἀγγελική του φωνή, γεννήθηκε στὸ Δυρράχιο τὸ 1270, στὰ χρόνια της βασιλείας τῶν Κομνηνῶν.
Γιὰ τὴν ἐξαίρετη φωνὴ τοῦ τὸν προσέλαβαν σὲ βασιλικὸ σχολεῖο μουσικῆς. Ἦταν ἐξαίρετος καὶ στὸ ἦθος, γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὸν ἀγαποῦσε ὑπερβολικά, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες. Ὁ ἴδιος ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ πρόσκαιρη δόξα τοῦ στερήσει τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση, σχεδίαζε ν᾿ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.
Κάποτε ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας τοῦ Ἄθω ἐπισκέφθηκε τὸν βασιλιὰ γιὰ ἀναγκαία ὑπόθεση. Ἡ θέα τοῦ ἡγουμένου καὶ ἡ κοσμιότητά του φούντωσαν στὴν καρδιὰ τοῦ νέου τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία. Ἀδιαφορεῖ λοιπὸν γιὰ τὴ βασιλικὴ εὔνοια, ἀλλάζει τὰ μεταξωτὰ ροῦχα του μὲ τρίχινα, παίρνει ἕνα ραβδὶ καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ Λαύρα.
Ὁ θυρωρὸς τῆς μονῆς τὸν ρωτάει:
- Τί ζητᾶς καὶ ποιὰ τέχνη γνωρίζεις;
Κι ἐκεῖνος, κρύβοντας τὴν πραγματική του τέχνη γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀνακαλύψει ὁ βασιλιάς, ἅπαντα:
- Βοσκὸς εἶμαι καὶ ποθῶ νὰ γίνω μοναχός.
Ὁ ἡγούμενος τὸν δέχθηκε, τὸν δοκίμασε γιὰ λίγο καιρὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκειρε μοναχὸ τὸν ἔστειλε στὸ βουνὸ νὰ βόσκει τράγους. Ἔτσι ὁ ὅσιος πραγματοποίησε τὸν πόθο του καί, ἐκτελώντας τὴ διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως ἀπερίσπαστος μέσα στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἡσυχία.
Μία μέρα ἔβοσκε τοὺς τράγους σ᾿ ἕνα ἀκρωτήριο. Κοίταξε δεξιὰ κι ἀριστερά, βεβαιώθηκε πὼς δὲν ὑπάρχει κανένας, καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλει ἕναν ὕμνο μὲ περισσὴ τέχνη καὶ κατάνυξη.
Κάποιος ἀσκητὴς ἐκεῖ κοντὰ ἄκουσε τὴν οὐράνια μελωδία καὶ βγῆκε ἀπορημένος ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Βλέπει τότε ἕνα ἐξαίσιο θέαμα: οἱ τράγοι εἶχαν σταματήσει τὴ βοσκὴ καὶ παρακολουθοῦσαν τὸν ἐξαίρετο ψάλτη.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἄργησε νὰ τὸ μάθει ὁ ἡγούμενος. Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος ἀξιοποίησε τὸ σπάνιο χάρισμά του, ψάλλοντας στὸν δεξιὸ χορὸ τοῦ καθολικοῦ της Λαύρας. Ἦταν Σάββατο τοῦ Ἀκάθιστου καὶ ὁ Κουκουζέλης, ἀφοῦ ἔψαλε μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἰδιόμελα καὶ τὸν κανόνα τῆς Θεοτόκου, ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν κούραση, ὄρθιος στὸ στασίδι του. Βλέπει τότε μπροστὰ τοῦ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἀκούει τὴ γλυκεία φωνή της:
- Χαῖρε Ἰωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω.
Καὶ λέγοντας αὐτά, τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Ξυπνᾶ ἀμέσως ὁ ὅσιος καὶ βλέπει γεμάτος χαρὰ στὸ δεξί του χέρι τὸ φλουρί. Εὐχαρίστησε τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν εὔνοιά της καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἐκκλησία. Τὸ νόμισμα αὐτὸ εἶχε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ τελοῦσε μεγάλα θαύματα.
Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος Ἰωάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὸν δεξιὸ χορό, ψάλλοντας μὲ προθυμία καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο καὶ τὴ Μητέρα Του. Ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο καὶ τὴν ὀρθοστασία σάπισε τὸ πόδι του κι ἔβγαζε μία δύσοσμη ὀσμή. Ἡ Παναγία ὅμως δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ἐμφανίζεται πάλι καὶ τοῦ λέει:
- Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ὑγιής.
Ἀμέσως ὁ ὅσιος θεραπεύθηκε καὶ παρέμεινε ὑγιὴς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προεῖδε μάλιστα τὸν θάνατό του, ζήτησε συγχώρηση ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τὴν 1η Ὀκτωβρίου.
«Χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεόν παῤῥησία»
Ἰανουάριος τοῦ 807. Ὁ ἀλγερίνος ληστοπειρατής Βαρδουχάν, ἔχοντας σάν βάση ἐξορμήσεως τὴ Μῆλο, λυμαίνεται μέ τὰ δεκαεπτὰ πειρατικὰ του πλοῖα τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου, τὰ παράλια τῆς Θράκης καὶ τῆς Μ. Ἀσίας.
τὸν μήνα αὐτὸ ἀποφασίζει νὰ στραφεῖ ἐνατίον τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἑτοιμάζει δέκα πλοῖα, παίρνει μαζί του διακόσιους πειρατές καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ μονὴ Βατοπεδίου. Μέ τὸ χάραμα τῆς 21ης Ἰανουαρίου προσορμίστηκαν στὸ λιμανάκι τοῦ μοναστηριοῦ, βγῆκαν στὴ στεριὰ καὶ περίμεναν κρυμμένοι τὸ πρωινὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης γιὰ νὰ εἰσορμήσουν.
Οἱ μοναχοὶ μόλις εἶχαν τελειώσει τὴν ὀρθρινὴ ἀκολουθία, καὶ ἀποσύρονταν στὰ κελλιὰ τους γιὰ νὰ ἡσυχάσουν. στὴν Ἐκκλησία ἔμεινε μόνος ὁ ἡγούμενος καὶ συνέχισε τὴν προσευχὴ του.
Ξαφνικὰ ἀκούει μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας:
–Νὰ μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες. Ἀνεβεῖτε στὰ τείχη καὶ διῶξτε τοὺς πειρατές.
Γυρίζει ἀπορημένος ἀπὸ τὸ παράδοξο ἄκουσμα καὶ κοιτάζει τὴ Θεοτόκο. Βλέπει τότε ἄλλο θαῦμα ἐκπληκτικώτερο: τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ τοῦ θείου Βρέφους εἶχαν ζωντανέψει. τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ μικρός Ἰησοῦς ἁπλώνει τὸ χέρι, σκεπάζει τὸ στόμα τῆς Παναγίας Μητέρας Του, καὶ στρέφοντας τὸ πρόσωπό Του πρὸς αὐτὴν τῆς λέει:
–Ὄχι, μητέρα, μήν τὸ λές! Ἄφησέ τους νὰ τιμωρηθοῦν, ὅπως τοὺς ἀξίζει!
Ἡ Παναγία ὅμως πιάνει τὸ χέρι τοῦ Υἱοῦ της, στρέφει λίγο δεξιὰ τὸ πρόσωπό της καὶ ξαναλέει:
–Νὰ μήν ἀνοίξετε σήμερα τίς πύλες τῆς μονῆς!
Ὁ ἡγούμενος συγκλονισμένος σύναξε τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς διηγήθηκε ὅσα θαυμαστὰ εἶδε καὶ ἄκουσε. Κι ἐκεῖνοι διαπίστωσαν μέ δέος ὅτι τὰ ἱερὰ πρόσωπα στὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος εἶχαν ἀλλάξει στάση καὶ ἔκφραση. Ὕστερα, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τὴν Παναγία γιὰ τὴ σωτήρια πρόνοιὰ της, ἀνέβηκαν στὰ τείχη.
Ἦταν καιρός. Οἱ πειρατές μέ σκάλες καὶ τσεκούρια ἑτοιμάζονταν γιὰ τὴν ἀναῤῥίχηση. Ὁ ἡγούμενος, ὄρθιος στίς ἐπάλξες, τοὺς ἄφησε πρῶτα νὰ πλησιάσουν. Ὕστερα, ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό, ἔδωσε τὸ σύνθημα γιὰ τὴν ἀπόκρουση.
Δέκα πειρατές ἔπεσαν ἀμέσως νεκροί, ἄλλοι τραυματίστηκαν, καὶ οἱ ὑπόλοιποι μπῆκαν στὰ πλοῖα κι ἔφυγαν.
Οἱ μοναχοὶ κατέβηκαν συγκινημένοι στὸν ναὸ καὶ εὐχαρίστησαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴ Θεοτόκο. Ἀπὸ τότε ἡ εἰκόνα πῆρε τὴν προσωνυμία «Παραμυθία», δηλαδὴ παρηγορία, καὶ παραμένει μέχρι σήμερα ἀλλαγμένη, γιὰ νὰ θυμίζει τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονός.
Ἡ μοναχὴ Ἑρμιόνη
Δὲν εἶχε κλείσει ἕνα χρόνο ἀπὸ τὸν γάμο της ἡ Ἔρμινα, ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε ἡ ἐπάρατη ἀσθένεια. Γιατρὸς ἡ ἴδια, ἀριστοῦχος καὶ μὲ καριέρα, ἤξερε πολὺ καλὰ τί σημαίνει καρκίνος.
Ὁ πόνος, μικρὸς στὴν ἀρχή, διαρκῶς μεγάλωνε, ὥσπου τὴν ἔριξε στὸ στρῶμα. Ὁ σύζυγος τῆς Ἐρρίκος ἀντὶ νὰ τὴν παρηγορεῖ βαρυγκωμοῦσε.
- Νὰ πάρ᾿ ἡ ὀργή! Κακὸ ποὺ μὲ βρῆκε!
- Ἔχε ὑπομονὴ κι ἐλπίδα, γιέ μου, τὸν νουθετοῦσε ἡ γιαγιὰ τῆς Ἔρμινας. Ὁ Θεὸς εἶναι μεγάλος.
- Ἀφοῦ εἶναι μεγάλος, γιατὶ καταδέχεται καὶ τὰ βάζει μ᾿ ἐμᾶς τοὺς μικρούς; διαμαρτυρόταν ἐκεῖνος.
Ἡ ἀσθένεια ἔπαιρνε μάκρος. Ὁ Ἐρρίκος δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει τὴ σύντροφό του σ᾿ αὐτὰ τὰ χάλια, μὰ οὔτε καὶ κουράγιο τῆς ἔδινε.
Ἡ Ἔρμινα ἦταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα εἶχε τὴν καλή της γιαγιά. Χάρη σ᾿ αὐτὴν εἶχε πάρει τὸν καλὸ δρόμο κι εἶχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρὸς καὶ εὐσεβῆς.
- Γιαγιά μου, πόσο σὲ κουράζω τώρα ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ σὲ βοηθῶ!
- Μὴ στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Ποῦ ξέρεις; Ἡ Παναγιά μας κάνει καὶ θαύματα. Πρωὶ καὶ βράδυ τὴν παρακαλῶ μὲ δάκρυα νὰ σοῦ χαρίσει τὴν ὑγεία. Παρακάλεσε τὴ κι ἐσύ.
Στὸ νοσοκομεῖο ποὺ πῆγε, ἡ κατάσταση τῆς διαρκῶς χειροτέρευε.
- Στὸ στάδιο ποὺ βρίσκεται ἡ ἀσθένεια δὲν παρέχει ἐλπίδες, γνωμάτευαν ὀϊ γιατροὶ καὶ ἀποχωροῦσαν σιωπηλοὶ ἀπὸ τὸ κρεβάτι τῆς ἄρρωστης.
- Γιαγιά, παρακάλεσε μία μέρα ἡ Ἑρμίνα, πήγαινε στὸν ἱερέα τοῦ νοσοκομείου νὰ κάνει μία Παράκληση στὴν Παναγία γιὰ μένα. Ὕστερα θέλω νὰ ἔρθει νὰ μ᾿ ἐξομολογήσει γιὰ νὰ κοινωνήσω.
Ἡ γιαγιὰ ἐκπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία της. Τῆς ἔφερε μάλιστα καὶ μία ἐκφραστικὴ εἰκόνα τῆς Μεγαλόχαρης καὶ τῆς εἶπε:
- Γύριζε, κόρη μου, νὰ τὴ βλέπεις, νὰ τῆς μιλᾶς καὶ νὰ παίρνεις κουράγιο.
Ἕνα βράδυ ἡ γιαγιὰ περπατοῦσε στὸν διάδρομό του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστὰ τῆς μία γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη μὲ τὴν κάτασπρη στολὴ προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δὲν ἦταν ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἤξερε.
- Σᾶς βλέπω γιὰ πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θὰ σᾶς ἔχουμε τώρα ἐδῶ; Τιμή μας.
- Ἐγώ, ἀπάντησε ἡ ἄγνωστη, εἶμαι ἡ Παναγία. Ἄκουσα τὶς ἱκεσίες σας καὶ ἦρθα νὰ σᾶς βοηθήσω. Αὔριο λοιπὸν τὸ πρωὶ ἡ Ἔρμινα θὰ εἶναι καλά. Μόνο ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἷο καὶ Θεό μου.
Αὐτὰ εἶπε κι ἔγινε ἄφαντη.
Ἡ ἡλικιωμένη γυναίκα ἔμεινε μαρμαρωμένη. Ὅλα μπροστὰ τῆς στριφογύριζαν. Εἶδε κι ἔπαθε νὰ ἰσορροπήσει. Ὕστερα τάχυνε τὸ βῆμα τῆς πρὸς τὴν ἐγγονή της. Τὴ βρῆκε κι ἐκείνη χαρούμενη.
- Ἑρμίνα μου, αὐτὸ κι αὐτὸ μοῦ συνέβη.
- Ναί, γιαγιά, ἦρθε καὶ σὲ μένα ἡ Πανάχραντη. Μὲ χάιδεψε στὸ κεφάλι καὶ μοῦ ἔδωσε θάρρος. Δὲν πονάω πιά. Αἰσθάνομαι ἀνάλαφρη.
Στὴν πρωινή τους ἐπίσκεψη οἱ γιατροὶ ἄντικρυσαν ἀνεξήγητο θέαμα: Ἡ ἄρρωστη καθόταν ντυμένη σὲ μία καρέκλα. Μόλις τοὺς εἶδε, σηκώθηκε χαρούμενη νὰ τοὺς ὑποδεχθεῖ.
- Περίεργο! εἶπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιὰ θεραπεία μὲ αὐθυποβολή. Φαίνεται πὼς ἐνήργησε κίνηση ψυχολογικὴ ἡ παραψυχολογική.
- Κύριοι συνάδελφοι! πῆρε τότε τὸν λόγο ἡ Ἔρμινα. Σᾶς πληροφορῶ - καὶ σὰν γιατρός σας βεβαιώνω - πὼς τίποτε ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ λέτε δὲν συμβαίνει. Ἡ θεραπεία μου ὀφείλεται ἀποκλειστικὰ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Πῆρε εἴδηση καὶ ὁ Ἐρρίκος. Εἶχε ὅμως τὶς ἀμφιβολίες του.
- Σίγουρα πρόκειται γιὰ προσωρινὴ βελτίωση, παρατήρησε. Αὐτὲς οἱ ἀρρώστιες ξανάρχονται μὲ μεταστάσεις. Δὲν ἔχω ἐμπιστοσύνη.
- Μὰ ἐδῶ δὲν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Ἔγινε θαῦμα! ἐξήγησε ἡ θεραπευμένη.
- Δὲν πιστεύω ἐγὼ σὲ θαύματα. Μοῦ φτάνει ἡ πρώτη λαχτάρα.
- Καὶ τότε τί θὰ γίνει;
- Ἀνάλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ζωῆς σου μόνη σου. Ἔτσι εἶπε κι ἔφυγε βαρύς.
Ἡ Ἔρμινα ἔνοιωσε σκοτοδίνη. Ἦταν κάτι ἀναπάντεχο. Ἀμέσως ὅμως θυμήθηκε τὴ σύσταση τῆς Παναγίας «ν᾿ ἀφοσιωθεῖ περισσότερο στὸν Υἱὸ καὶ θεό της».
- Ἅ, ναί, Χριστέ μου, Παναγία μου ἀναφώνησε. Μόνο ἡ δική σας ἀγάπη μένει σταθερή. Αὐτή μου χρειάζεται. Αὐτὴ θὰ μὲ γεμίσει.
Ἔφυγε λοιπὸν ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς τὴν Πάτρα μακριά, σὲ μία φημισμένη μονή, κι ἐκεῖ - σὰν Ἑρμιόνη μοναχὴ - ἀφιερώθηκε καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸν νυμφίο τῆς Χριστό.
Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κουκουζέλης, ὁ ἐπονομαζόμενος «ἀγγελόφωνος» γιὰ τὴν ὄντως ἀγγελική του φωνή, γεννήθηκε στὸ Δυρράχιο τὸ 1270, στὰ χρόνια της βασιλείας τῶν Κομνηνῶν.
Γιὰ τὴν ἐξαίρετη φωνὴ τοῦ τὸν προσέλαβαν σὲ βασιλικὸ σχολεῖο μουσικῆς. Ἦταν ἐξαίρετος καὶ στὸ ἦθος, γι᾿ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς τὸν ἀγαποῦσε ὑπερβολικά, καθὼς καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες. Ὁ ἴδιος ὅμως, ἀπὸ φόβο μήπως ἡ πρόσκαιρη δόξα τοῦ στερήσει τὴν οὐράνια ἀγαλλίαση, σχεδίαζε ν᾿ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο.
Κάποτε ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας τοῦ Ἄθω ἐπισκέφθηκε τὸν βασιλιὰ γιὰ ἀναγκαία ὑπόθεση. Ἡ θέα τοῦ ἡγουμένου καὶ ἡ κοσμιότητά του φούντωσαν στὴν καρδιὰ τοῦ νέου τὸν πόθο γιὰ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία. Ἀδιαφορεῖ λοιπὸν γιὰ τὴ βασιλικὴ εὔνοια, ἀλλάζει τὰ μεταξωτὰ ροῦχα του μὲ τρίχινα, παίρνει ἕνα ραβδὶ καὶ ξεκινᾶ γιὰ τὴ Λαύρα.
Ὁ θυρωρὸς τῆς μονῆς τὸν ρωτάει:
- Τί ζητᾶς καὶ ποιὰ τέχνη γνωρίζεις;
Κι ἐκεῖνος, κρύβοντας τὴν πραγματική του τέχνη γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀνακαλύψει ὁ βασιλιάς, ἅπαντα:
- Βοσκὸς εἶμαι καὶ ποθῶ νὰ γίνω μοναχός.
Ὁ ἡγούμενος τὸν δέχθηκε, τὸν δοκίμασε γιὰ λίγο καιρὸ καὶ ἀφοῦ τὸν ἔκειρε μοναχὸ τὸν ἔστειλε στὸ βουνὸ νὰ βόσκει τράγους. Ἔτσι ὁ ὅσιος πραγματοποίησε τὸν πόθο του καί, ἐκτελώντας τὴ διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως ἀπερίσπαστος μέσα στὴν ἀγαπημένη τοῦ ἡσυχία.
Μία μέρα ἔβοσκε τοὺς τράγους σ᾿ ἕνα ἀκρωτήριο. Κοίταξε δεξιὰ κι ἀριστερά, βεβαιώθηκε πὼς δὲν ὑπάρχει κανένας, καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλει ἕναν ὕμνο μὲ περισσὴ τέχνη καὶ κατάνυξη.
Κάποιος ἀσκητὴς ἐκεῖ κοντὰ ἄκουσε τὴν οὐράνια μελωδία καὶ βγῆκε ἀπορημένος ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Βλέπει τότε ἕνα ἐξαίσιο θέαμα: οἱ τράγοι εἶχαν σταματήσει τὴ βοσκὴ καὶ παρακολουθοῦσαν τὸν ἐξαίρετο ψάλτη.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἄργησε νὰ τὸ μάθει ὁ ἡγούμενος. Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος ἀξιοποίησε τὸ σπάνιο χάρισμά του, ψάλλοντας στὸν δεξιὸ χορὸ τοῦ καθολικοῦ της Λαύρας. Ἦταν Σάββατο τοῦ Ἀκάθιστου καὶ ὁ Κουκουζέλης, ἀφοῦ ἔψαλε μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἰδιόμελα καὶ τὸν κανόνα τῆς Θεοτόκου, ἀποκοιμήθηκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν κούραση, ὄρθιος στὸ στασίδι του. Βλέπει τότε μπροστὰ τοῦ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ ἀκούει τὴ γλυκεία φωνή της:
- Χαῖρε Ἰωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου καὶ δὲν θὰ σ᾿ ἐγκαταλείψω.
Καὶ λέγοντας αὐτά, τοῦ ἔδωσε ἕνα χρυσὸ νόμισμα. Ξυπνᾶ ἀμέσως ὁ ὅσιος καὶ βλέπει γεμάτος χαρὰ στὸ δεξί του χέρι τὸ φλουρί. Εὐχαρίστησε τὴ Θεοτόκο γιὰ τὴν εὔνοιά της καὶ τὸ παρέδωσε στὴν ἐκκλησία. Τὸ νόμισμα αὐτὸ εἶχε θαυματουργικὴ δύναμη καὶ τελοῦσε μεγάλα θαύματα.
Ἀπὸ τότε ὁ ὅσιος Ἰωάννης δὲν ἔλειπε ποτὲ ἀπὸ τὸν δεξιὸ χορό, ψάλλοντας μὲ προθυμία καὶ δοξολογώντας τὸν Κύριο καὶ τὴ Μητέρα Του. Ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο καὶ τὴν ὀρθοστασία σάπισε τὸ πόδι του κι ἔβγαζε μία δύσοσμη ὀσμή. Ἡ Παναγία ὅμως δὲν τὸν ἐγκατέλειψε. Ἐμφανίζεται πάλι καὶ τοῦ λέει:
- Ἀπὸ τώρα θὰ εἶσαι ὑγιής.
Ἀμέσως ὁ ὅσιος θεραπεύθηκε καὶ παρέμεινε ὑγιὴς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προεῖδε μάλιστα τὸν θάνατό του, ζήτησε συγχώρηση ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἐκοιμήθη ὁσιακῶς τὴν 1η Ὀκτωβρίου.
Ἡ Σκέπη τῆς Θεοτόκου
Ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (1η καί, ἀργότερα, 28η Ὀκτωβρίου) ἀντλεῖ τὴν ὑπόθεσή της ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στὸν ὅσιο ἔγινε ἀφορμὴ νὰ καθιερωθεῖ ἡ ἑορτὴ αὐτή.
Τὸ περιστατικὸ συνέβη στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, στὸ παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σωροῦ, ὅπου φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καὶ μέρος τῆς ζώνης τῆς Θεοτόκου.
Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ γινόταν κάποτε ὁλονυκτία. Ἐκεῖ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του ἅγιο Ἔπιφανιο.
Ἦταν ἡ ὥρα περίπου 10 τὸ βράδυ, ὅποτε ὁ ὅσιος βλέπει τὴ Θεοτόκο νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.
Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσα τοὺς ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ θεολόγος Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι βάδιζαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά της. Ἀπὸ τοὺς λευκοφόρους ἄλλοι προπορεύονταν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά.
Ὅταν πλησίασαν στὸν ἄμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας στὸν Ἔπιφανιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, τὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
- Ναί, τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος τὴν ὥρα ἐκείνη γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα. Παρακαλοῦσε τὸν Υἱὸ τῆς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἔβρεχε μὲ δάκρυα τὸ πρόσωπό της. Ὕστερα μπῆκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ προσευχήθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν.
Ὅταν τελείωσε τὴ δέησή της, μὲ μία κίνηση χαριτωμένη καὶ σεμνὴ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄχραντη κεφαλὴ τῆς τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, καὶ τ᾿ ἅπλωσε σὰν σκέπη μὲ τὰ πανάγια χέρια τῆς πάνω στὸ ἐκκλησίασμα.
Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ δυό τους γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἐκπέμπει δόξα θεϊκή. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ τὸ ἱερὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ χάρη του. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε κι ἐκεῖνο νὰ συστέλλεται λίγο-λίγο καὶ νὰ χάνεται.
Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ρώσων ἁγίων, ξεχωριστὴ ἀγάπη στὴν Παναγία ἔτρεφε ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὸν περιέβαλλε μὲ ἰδιαίτερη εὔνοια, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ πολλές της ἐμφανίσεις σ᾿ αὐτόν.
Τὸ ἀκόλουθο ὅραμα τοῦ ὁσίου εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Τὸ διηγεῖται ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐπραξία, γιατὶ ἀξιώθηκε κι αὐτὴ νὰ τὸ ἀπολαύσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο:
Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς 25ης Μαρτίου 1831 ἀκούστηκε μία δυνατὴ βοὴ καὶ ἀκολούθησε ἕνας ἁρμονικὸς ὕμνος. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου ἄνοιξε μόνη της κι ἁπλώθηκε παντοῦ φῶς κι εὔωδια. Ὁ στάρετς Σεραφεὶμ ἦταν γονατιστός με τὰ χέρια ὑψωμένα. Ἐγὼ ἔτρεμα.
Ξαφνικὰ σηκώνεται καὶ μοῦ λέει:
- Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Νά, ἡ Δέσποινά μας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται κοντά μας!
Πράγματι, μπροστὰ πήγαιναν δυὸ ἄγγελοι κρατώντας ἀνθισμένα κλαδιά. Ἀκολουθοῦσαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης, ἐνῶ πίσω τοὺς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ Παναγία μὲ δώδεκα παρθενομάρτυρες.
Ἡ Θεοτόκος, φορώντας ἕνα λαμπρὸ μανδύα κι ἕνα ὑπέροχο στέμμα, μὲ πλησίασε, ἐνῶ ἤμουν πεσμένη κάτω. Μὲ ἄγγιξε καὶ εὐδόκησε νὰ μοῦ πεῖ:
- Σήκω, ἀδελφή, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μαζί μου ἔχουν ἔρθει παρθένες σὰν κι ἐσένα.
Δὲν κατάλαβα πὼς σηκώθηκα. Ἡ βασίλισσα ἐπανέλαβε:
- Μὴ φοβᾶσαι. Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε.
Ὁ π. Σεραφείμ, ὄρθιος μπροστὰ στὴν Παναγία, μιλοῦσε μαζί της μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε πολλά. Ἂν καὶ συμμετεῖχα στὸ ὅραμα, δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγαν. Ἄκουσα μόνο τὸ ἑξῆς:
- Μὴν ἀφήνεις τὶς παρθένες μου τοῦ Ντιβέγιεβο.
- Ὢ Δέσποινα! Τὶς συγκεντρώνω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὶς κατευθύνω μόνος μου.
- Θὰ σὲ βοηθήσω σὲ ὅλα ἐγώ. Θὰ τὶς διδάξεις τὴν ὑπακοή. Ἂν τὴν κρατήσουν, θὰ εἶναι μαζί σου καὶ κοντά μου. Διαφορετικά, θὰ χάσουν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἑτοιμάζω ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ἐδῶ τὶς παρθένες. Οὔτε τέτοια θέση οὔτε τέτοιο στεφάνι θ᾿ ἀπολαύσουν. Ὁποιοσδήποτε τὶς προσβάλει, θὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ μένα. Κι ὅποιος τὶς διακονήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ βρεῖ ἔλεος ἐνώπιόν Του. Κατόπιν ἡ Παναγία στράφηκε σ᾿ ἐμένα.
- Κοίταξε, μοῦ εἶπε, αὐτὲς τὶς παρθένες καὶ τὰ στεφάνια τους. Μερικὲς ἄφησαν ἐπίγεια βασίλεια καὶ πλούτη γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Ὅλες ἀγάπησαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀγάπησαν μόνο τὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βλέπεις πόση δόξα καὶ τιμὴ ἀξιώθηκαν. Ὅπως ὑπέφεραν οἱ ἀρχαῖες μάρτυρες, ἔτσι ὑποφέρουν καὶ οἱ σημερινές. Μόνο ποὺ ἐκεῖνες ὑπέφεραν φανερά, ἐνῶ σήμερα ὑποφέρουν μυστικά, μὲ θλίψη καρδίας. Ὁ μισθός τους ὅμως θὰ εἶναι ὁ ἴδιος.
Γυρίζοντας ὕστερα ἡ Θεοτόκος στὸν Στάρετς, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε:
- Σύντομα, ἀγαπητέ μου, θὰ εἶσαι μαζί μας!
Κατόπιν ὁ ὅσιος ἀντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, καθὼς καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Κάποιος ἀπ᾿ ὅλους γύρισε καὶ μοῦ εἶπε:
- Ἀξιώθηκες αὐτὸ τὸ ὅραμα χάρη στὶς προσευχὲς τῶν πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καὶ Παχωμίου.
Ξαφνικὰ ὅλα χάθηκαν. Τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε διαρκέσει λιγότερο ἀπὸ μία ὥρα, τελείωσε. Ἦταν τὸ δωδέκατο ποὺ ἀξιώθηκε ν᾿ ἀπολαύσει ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ στὴν ἐπίγεια ζωή του».
Ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (1η καί, ἀργότερα, 28η Ὀκτωβρίου) ἀντλεῖ τὴν ὑπόθεσή της ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ὁσίου Ἀνδρέα, τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ. Ἡ ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου στὸν ὅσιο ἔγινε ἀφορμὴ νὰ καθιερωθεῖ ἡ ἑορτὴ αὐτή.
Τὸ περιστατικὸ συνέβη στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ναοῦ τῶν Βλαχερνῶν, στὸ παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σωροῦ, ὅπου φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καὶ μέρος τῆς ζώνης τῆς Θεοτόκου.
Στὸ παρεκκλήσιο αὐτὸ γινόταν κάποτε ὁλονυκτία. Ἐκεῖ πῆγε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ ὅσιος Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν μαθητή του ἅγιο Ἔπιφανιο.
Ἦταν ἡ ὥρα περίπου 10 τὸ βράδυ, ὅποτε ὁ ὅσιος βλέπει τὴ Θεοτόκο νὰ προχωρεῖ ἀπὸ τὶς βασιλικὲς πύλες πρὸς τὸ ἅγιο θυσιαστήριο.
Φαινόταν πολὺ ψηλὴ καὶ εἶχε λαμπρὴ τιμητικὴ συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσα τοὺς ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ θεολόγος Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι βάδιζαν δεξιὰ καὶ ἀριστερά της. Ἀπὸ τοὺς λευκοφόρους ἄλλοι προπορεύονταν καὶ ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά.
Ὅταν πλησίασαν στὸν ἄμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος Ἀνδρέας στὸν Ἔπιφανιο:
- Βλέπεις, παιδί μου, τὴν Κυρία καὶ Δέσποινα τοῦ κόσμου;
- Ναί, τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος τὴν ὥρα ἐκείνη γονάτισε καὶ προσευχήθηκε γιὰ πολλὴ ὥρα. Παρακαλοῦσε τὸν Υἱὸ τῆς γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου καὶ ἔβρεχε μὲ δάκρυα τὸ πρόσωπό της. Ὕστερα μπῆκε στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ προσευχήθηκε γιὰ τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγρυπνοῦσαν.
Ὅταν τελείωσε τὴ δέησή της, μὲ μία κίνηση χαριτωμένη καὶ σεμνὴ ἔβγαλε ἀπὸ τὴν ἄχραντη κεφαλὴ τῆς τὸ ἀστραφτερὸ μαφόριο, καὶ τ᾿ ἅπλωσε σὰν σκέπη μὲ τὰ πανάγια χέρια τῆς πάνω στὸ ἐκκλησίασμα.
Ἔτσι ἁπλωμένο τὸ ἔβλεπαν καὶ οἱ δυό τους γιὰ πολλὴ ὥρα νὰ ἐκπέμπει δόξα θεϊκή. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Θεοτόκος, φαινόταν καὶ τὸ ἱερὸ μαφόριο νὰ σκορπίζει τὴ χάρη του. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε ν᾿ ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό, ἄρχισε κι ἐκεῖνο νὰ συστέλλεται λίγο-λίγο καὶ νὰ χάνεται.
Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ
Ἀπὸ τὴ χορεία τῶν ρώσων ἁγίων, ξεχωριστὴ ἀγάπη στὴν Παναγία ἔτρεφε ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ τὸν περιέβαλλε μὲ ἰδιαίτερη εὔνοια, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ πολλές της ἐμφανίσεις σ᾿ αὐτόν.
Τὸ ἀκόλουθο ὅραμα τοῦ ὁσίου εἶναι τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό. Τὸ διηγεῖται ἡ μοναχὴ τοῦ Ντιβέγιεβο Εὐπραξία, γιατὶ ἀξιώθηκε κι αὐτὴ νὰ τὸ ἀπολαύσει μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο:
Νωρὶς τὸ πρωὶ τῆς 25ης Μαρτίου 1831 ἀκούστηκε μία δυνατὴ βοὴ καὶ ἀκολούθησε ἕνας ἁρμονικὸς ὕμνος. Ἡ πόρτα τοῦ δωματίου ἄνοιξε μόνη της κι ἁπλώθηκε παντοῦ φῶς κι εὔωδια. Ὁ στάρετς Σεραφεὶμ ἦταν γονατιστός με τὰ χέρια ὑψωμένα. Ἐγὼ ἔτρεμα.
Ξαφνικὰ σηκώνεται καὶ μοῦ λέει:
- Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Νά, ἡ Δέσποινά μας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἔρχεται κοντά μας!
Πράγματι, μπροστὰ πήγαιναν δυὸ ἄγγελοι κρατώντας ἀνθισμένα κλαδιά. Ἀκολουθοῦσαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ ὁ Θεολόγος ἅγιος Ἰωάννης, ἐνῶ πίσω τοὺς ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἡ Παναγία μὲ δώδεκα παρθενομάρτυρες.
Ἡ Θεοτόκος, φορώντας ἕνα λαμπρὸ μανδύα κι ἕνα ὑπέροχο στέμμα, μὲ πλησίασε, ἐνῶ ἤμουν πεσμένη κάτω. Μὲ ἄγγιξε καὶ εὐδόκησε νὰ μοῦ πεῖ:
- Σήκω, ἀδελφή, καὶ μὴ φοβᾶσαι. Μαζί μου ἔχουν ἔρθει παρθένες σὰν κι ἐσένα.
Δὲν κατάλαβα πὼς σηκώθηκα. Ἡ βασίλισσα ἐπανέλαβε:
- Μὴ φοβᾶσαι. Ἤρθαμε νὰ σᾶς ἐπισκεφθοῦμε.
Ὁ π. Σεραφείμ, ὄρθιος μπροστὰ στὴν Παναγία, μιλοῦσε μαζί της μὲ πολλὴ οἰκειότητα. Ἡ Θεοτόκος τοῦ εἶπε πολλά. Ἂν καὶ συμμετεῖχα στὸ ὅραμα, δὲν μπόρεσα ν᾿ ἀκούσω τί ἔλεγαν. Ἄκουσα μόνο τὸ ἑξῆς:
- Μὴν ἀφήνεις τὶς παρθένες μου τοῦ Ντιβέγιεβο.
- Ὢ Δέσποινα! Τὶς συγκεντρώνω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ τὶς κατευθύνω μόνος μου.
- Θὰ σὲ βοηθήσω σὲ ὅλα ἐγώ. Θὰ τὶς διδάξεις τὴν ὑπακοή. Ἂν τὴν κρατήσουν, θὰ εἶναι μαζί σου καὶ κοντά μου. Διαφορετικά, θὰ χάσουν τὴ θέση ποὺ τοὺς ἑτοιμάζω ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὲς ἐδῶ τὶς παρθένες. Οὔτε τέτοια θέση οὔτε τέτοιο στεφάνι θ᾿ ἀπολαύσουν. Ὁποιοσδήποτε τὶς προσβάλει, θὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ μένα. Κι ὅποιος τὶς διακονήσει γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, θὰ βρεῖ ἔλεος ἐνώπιόν Του. Κατόπιν ἡ Παναγία στράφηκε σ᾿ ἐμένα.
- Κοίταξε, μοῦ εἶπε, αὐτὲς τὶς παρθένες καὶ τὰ στεφάνια τους. Μερικὲς ἄφησαν ἐπίγεια βασίλεια καὶ πλούτη γιὰ τὴν οὐράνια Βασιλεία. Ὅλες ἀγάπησαν τὴν ἑκούσια πτωχεία, ἀγάπησαν μόνο τὸν Κύριο, καὶ γι᾿ αὐτὸ βλέπεις πόση δόξα καὶ τιμὴ ἀξιώθηκαν. Ὅπως ὑπέφεραν οἱ ἀρχαῖες μάρτυρες, ἔτσι ὑποφέρουν καὶ οἱ σημερινές. Μόνο ποὺ ἐκεῖνες ὑπέφεραν φανερά, ἐνῶ σήμερα ὑποφέρουν μυστικά, μὲ θλίψη καρδίας. Ὁ μισθός τους ὅμως θὰ εἶναι ὁ ἴδιος.
Γυρίζοντας ὕστερα ἡ Θεοτόκος στὸν Στάρετς, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ εἶπε:
- Σύντομα, ἀγαπητέ μου, θὰ εἶσαι μαζί μας!
Κατόπιν ὁ ὅσιος ἀντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, καθὼς καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Κάποιος ἀπ᾿ ὅλους γύρισε καὶ μοῦ εἶπε:
- Ἀξιώθηκες αὐτὸ τὸ ὅραμα χάρη στὶς προσευχὲς τῶν πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου καὶ Παχωμίου.
Ξαφνικὰ ὅλα χάθηκαν. Τὸ ὅραμα, ποὺ εἶχε διαρκέσει λιγότερο ἀπὸ μία ὥρα, τελείωσε. Ἦταν τὸ δωδέκατο ποὺ ἀξιώθηκε ν᾿ ἀπολαύσει ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ στὴν ἐπίγεια ζωή του».
Γέρων Γελάσιος
Στὶς Φώκιες τῆς Μικρασίας πρωτοεῖδε τὸν ἥλιο ὁ γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε τὸ 1902, καὶ μέχρι τὸν φρικτὸ διωγμὸ τοῦ 1922 γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς μικρασιατικῆς εὐσέβειας.
Μικρὸς πήγαινε στὰ ἐξωκλήσια τῶν νησιῶν ποὺ ἦταν μπροστὰ στὸ λιμάνι, κι ὅταν γύριζε ρωτοῦσε τὴ μητέρα του:
- Μάνα, ποιὰ εἶναι ἡ γυναίκα ποῦ κρατάει τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μέσα στὴν ἐκκλησία;
- Ἡ κυρὰ Παναγιά, ἀπαντοῦσε ἐκείνη γλυκά, μὲ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστό.
Ἀπὸ μικρὸς ὁ γέροντας ἔβλεπε χειροπιαστὴ στὴ ζωὴ τοῦ τὴν προστασία τῆς Παναγίας καὶ τὴν καθοδήγησή της. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν κατατάσσεται ἐθελοντὴς στὸν συμμαχικὸ στρατό, φλεγόμενος ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε σ᾿ ἕνα ναυάγιο στὴ Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀφοῦ πάλεψε τρία μερόνυχτα στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος.
Στὴ Μυτιλήνη, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή, εἶχε παρηγοριὰ τοῦ τὴν Παναγία τῆς Ἁγιάσου. Τὰ τάματα ποὺ τῆς εἶχε κάνει σὰν ψαρὰς καὶ ναυτικός, τὰ ξεπλήρωσε ἀργότερα σὰν μοναχός, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν εὐχαριστία καὶ εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ βοήθειά της.
Τὸ 1928, διηγεῖται ὁ ἴδιος, ταξίδευα μὲ τὸ καΐκι μας ἔξω ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς καὶ τὸ καΐκι ἔτρεχε μὲ 8 μίλια.
- Βρὲ Ἀντώνη, εἶπα στὸν ἀδελφό μου, ἐπιθυμῶ νὰ προσκυνήσουμε τὴν Παναγία.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε:
- Τέτοιον καιρὸ δὲν θὰ τὸν ξαναβροῦμε. Ἐμεῖς τὸ πρωὶ θὰ εἴμαστε στὸν Πειραιά.
Τί νὰ ἔλεγα; Ὁ Ἀντώνης ἦταν μεγαλύτερος. Ἔκανα λοιπὸν βόλτες στὸ κατάστρωμα, μέχρι ποὺ πλησιάσαμε 300-400 μέτρα στὸ λιμάνι. Τότε ξαφνικὰ κόπηκε ὁ ἀέρας. Ἡ θάλασσα ἔγινε λάδι γύρω ἀπ᾿ τὸ καΐκι. Κρέμασαν τὰ πανιά. Τί παράξενο ὅμως! Ἡ μπουνάτσα ἔγινε μόνο νιά μας. Πιὸ πέρα ὁ ἀέρας βούιζε. Ἦταν, φαίνεται, ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία μου.
- Ἄντε, νὰ γίνει τὸ χούι σου, εἶπε ὁ Ἀντώνης.
Ἦταν Πάσχα. Βγήκαμε καὶ προσκυνήσαμε. Ἐκεῖ ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Ὁ ἄγγελος ἔβοα».
Ἀργότερα ἡ Παναγία κάλεσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν π. Γελάσιο ἀπὸ τὸ καΐκι τοῦ στὸ περιβόλι της.
Μία νύχτα στὸν ὕπνο μου, διηγεῖται ὁ γέροντας, μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν πολὺς λαὸς συγκεντρωμένος γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὴ βασίλισσα. Ἀπὸ μακριὰ φάνηκαν «τ᾿ ἀλόγατα» ποὺ τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσὴ ἅμαξα. Πάνω τῆς καθόταν ἡ βασίλισσα μὲ πλῆθος δορυφόρων καὶ ἀξιωματικῶν. Ξαφνικὰ κάποιος μὲ ἅρπαξε καὶ μὲ ἀνέβασε στὴν ἅμαξα, στὸ πίσω μέρος. Σὲ λίγο φθάσαμε σ᾿ ἕνα κάστρο μὲ πύργους καὶ λαμπρὸ παλάτι. Ἐκεῖ ἡ βασίλισσα κατέβηκε. Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ τὴ δῶ καθαρά. Πρόσεξα μόνο τὸ ἕνα μέρος τοῦ προσώπου της, καθὼς ἀνέβαινε τὶς σκάλες τοῦ παλατιοῦ.
Ξύπνησα! Βγῆκα ἔξω καὶ πῆγα στὸ καφενεῖο, ὅπου ἦταν καὶ ἄλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στὸ Πασαλιμάνι μὲ τὸ καΐκι μου φορτωμένο. Ὁ νοῦς μου ὅμως εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασίλισσας. Ἀργότερα συνάντησα κάποιον Ἁγιαννανίτη μοναχό. Τοῦ διηγήθηκα τ᾿ ὄνειρό μου κι ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε πὼς μὲ καλεῖ ἡ Παναγία στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνω πιστός της ἀκόλουθος.
Ἡ καρδιά μου γιὰ λίγο διχάστηκε. Νίκησε ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς βασίλισσας. Τὴν ἴδια μέρα ἐγκατέλειψα κι ἐγώ, σὰν τοὺς Ἀποστόλους, πλοῖο φορτωμένο, ἀδελφό, γονεῖς, καὶ ξεκίνησα γιὰ τὸν Ἄθωνα. Τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μου ἦταν ἡ μονὴ Γρηγορίου. Μπῆκα στὸ καθολικὸ νὰ προσκυνήσω. Τὴν ὥρα ἐκείνη ψαλλόταν ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισα τὴ βασίλισσα τοῦ ὀνείρου μου! Ἔσπευσα νὰ τὴν ἀσπασθῶ, ὅποτε ὁ διάκο-Θεόδωρος, ποὺ στεκόταν ἐκεῖ, μοῦ εἶπε:
- Χάθηκαν οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, παιδί μου, καὶ ἦρθες στὸ τέμπλο νὰ προσκυνήσεις;
Ἀλλά, βέβαια, ποὺ νὰ ἤξερε τὴ δική μου καρδιά...».
Στὶς Φώκιες τῆς Μικρασίας πρωτοεῖδε τὸν ἥλιο ὁ γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε τὸ 1902, καὶ μέχρι τὸν φρικτὸ διωγμὸ τοῦ 1922 γαλουχήθηκε μὲ τὰ νάματα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς μικρασιατικῆς εὐσέβειας.
Μικρὸς πήγαινε στὰ ἐξωκλήσια τῶν νησιῶν ποὺ ἦταν μπροστὰ στὸ λιμάνι, κι ὅταν γύριζε ρωτοῦσε τὴ μητέρα του:
- Μάνα, ποιὰ εἶναι ἡ γυναίκα ποῦ κρατάει τὸ παιδὶ στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μέσα στὴν ἐκκλησία;
- Ἡ κυρὰ Παναγιά, ἀπαντοῦσε ἐκείνη γλυκά, μὲ τὸν ἀφέντη τὸν Χριστό.
Ἀπὸ μικρὸς ὁ γέροντας ἔβλεπε χειροπιαστὴ στὴ ζωὴ τοῦ τὴν προστασία τῆς Παναγίας καὶ τὴν καθοδήγησή της. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν κατατάσσεται ἐθελοντὴς στὸν συμμαχικὸ στρατό, φλεγόμενος ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴ Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε σ᾿ ἕνα ναυάγιο στὴ Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴν Παναγία καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἀφοῦ πάλεψε τρία μερόνυχτα στὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος.
Στὴ Μυτιλήνη, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μετὰ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφή, εἶχε παρηγοριὰ τοῦ τὴν Παναγία τῆς Ἁγιάσου. Τὰ τάματα ποὺ τῆς εἶχε κάνει σὰν ψαρὰς καὶ ναυτικός, τὰ ξεπλήρωσε ἀργότερα σὰν μοναχός, ἐκδηλώνοντας ἔτσι τὴν εὐχαριστία καὶ εὐγνωμοσύνη του γιὰ τὴ βοήθειά της.
Τὸ 1928, διηγεῖται ὁ ἴδιος, ταξίδευα μὲ τὸ καΐκι μας ἔξω ἀπὸ τὴν Τῆνο. Ὁ καιρὸς ἦταν καλὸς καὶ τὸ καΐκι ἔτρεχε μὲ 8 μίλια.
- Βρὲ Ἀντώνη, εἶπα στὸν ἀδελφό μου, ἐπιθυμῶ νὰ προσκυνήσουμε τὴν Παναγία.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε:
- Τέτοιον καιρὸ δὲν θὰ τὸν ξαναβροῦμε. Ἐμεῖς τὸ πρωὶ θὰ εἴμαστε στὸν Πειραιά.
Τί νὰ ἔλεγα; Ὁ Ἀντώνης ἦταν μεγαλύτερος. Ἔκανα λοιπὸν βόλτες στὸ κατάστρωμα, μέχρι ποὺ πλησιάσαμε 300-400 μέτρα στὸ λιμάνι. Τότε ξαφνικὰ κόπηκε ὁ ἀέρας. Ἡ θάλασσα ἔγινε λάδι γύρω ἀπ᾿ τὸ καΐκι. Κρέμασαν τὰ πανιά. Τί παράξενο ὅμως! Ἡ μπουνάτσα ἔγινε μόνο νιά μας. Πιὸ πέρα ὁ ἀέρας βούιζε. Ἦταν, φαίνεται, ἐπέμβαση τῆς Παναγίας, γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία μου.
- Ἄντε, νὰ γίνει τὸ χούι σου, εἶπε ὁ Ἀντώνης.
Ἦταν Πάσχα. Βγήκαμε καὶ προσκυνήσαμε. Ἐκεῖ ἄκουσα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Ὁ ἄγγελος ἔβοα».
Ἀργότερα ἡ Παναγία κάλεσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸν π. Γελάσιο ἀπὸ τὸ καΐκι τοῦ στὸ περιβόλι της.
Μία νύχτα στὸν ὕπνο μου, διηγεῖται ὁ γέροντας, μοῦ φάνηκε πὼς ἦταν πολὺς λαὸς συγκεντρωμένος γιὰ νὰ ὑποδεχθεῖ τὴ βασίλισσα. Ἀπὸ μακριὰ φάνηκαν «τ᾿ ἀλόγατα» ποὺ τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσὴ ἅμαξα. Πάνω τῆς καθόταν ἡ βασίλισσα μὲ πλῆθος δορυφόρων καὶ ἀξιωματικῶν. Ξαφνικὰ κάποιος μὲ ἅρπαξε καὶ μὲ ἀνέβασε στὴν ἅμαξα, στὸ πίσω μέρος. Σὲ λίγο φθάσαμε σ᾿ ἕνα κάστρο μὲ πύργους καὶ λαμπρὸ παλάτι. Ἐκεῖ ἡ βασίλισσα κατέβηκε. Δὲν πρόλαβα ὅμως νὰ τὴ δῶ καθαρά. Πρόσεξα μόνο τὸ ἕνα μέρος τοῦ προσώπου της, καθὼς ἀνέβαινε τὶς σκάλες τοῦ παλατιοῦ.
Ξύπνησα! Βγῆκα ἔξω καὶ πῆγα στὸ καφενεῖο, ὅπου ἦταν καὶ ἄλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στὸ Πασαλιμάνι μὲ τὸ καΐκι μου φορτωμένο. Ὁ νοῦς μου ὅμως εἶχε γεμίσει ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασίλισσας. Ἀργότερα συνάντησα κάποιον Ἁγιαννανίτη μοναχό. Τοῦ διηγήθηκα τ᾿ ὄνειρό μου κι ἐκεῖνος μοῦ ἐξήγησε πὼς μὲ καλεῖ ἡ Παναγία στὸ Ἅγιον Ὄρος νὰ γίνω πιστός της ἀκόλουθος.
Ἡ καρδιά μου γιὰ λίγο διχάστηκε. Νίκησε ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς βασίλισσας. Τὴν ἴδια μέρα ἐγκατέλειψα κι ἐγώ, σὰν τοὺς Ἀποστόλους, πλοῖο φορτωμένο, ἀδελφό, γονεῖς, καὶ ξεκίνησα γιὰ τὸν Ἄθωνα. Τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ μου ἦταν ἡ μονὴ Γρηγορίου. Μπῆκα στὸ καθολικὸ νὰ προσκυνήσω. Τὴν ὥρα ἐκείνη ψαλλόταν ἡ θεία λειτουργία. Στὴ θεομητορικὴ εἰκόνα τοῦ τέμπλου ἀναγνώρισα τὴ βασίλισσα τοῦ ὀνείρου μου! Ἔσπευσα νὰ τὴν ἀσπασθῶ, ὅποτε ὁ διάκο-Θεόδωρος, ποὺ στεκόταν ἐκεῖ, μοῦ εἶπε:
- Χάθηκαν οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, παιδί μου, καὶ ἦρθες στὸ τέμπλο νὰ προσκυνήσεις;
Ἀλλά, βέβαια, ποὺ νὰ ἤξερε τὴ δική μου καρδιά...».
Ὁ βλάσφημος ψαρᾶς
Πίσω Λιβάδι τῆς Πάρου, προπαραμονὴ Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεῖς ὁμάδες ψαράδων, ποὺ ψάρευαν τὶς νύχτες μὲ τὰ γρί-γρὶ στὸ στενὸ μεταξὺ Πάρου καὶ Νάξου.
Ἐκείνη τὴ νύχτα ἡ μία ὁμάδα ἔμεινε στὸ μικρὸ λιμάνι. Οἱ ψαράδες τὸ ἔριξαν στὸ πιοτό, τὸ πιοτὸ ἔφερε τὸ κέφι, κι ἐκεῖνο παρεξηγήσεις καὶ βαρεῖες κουβέντες.
Οὔτε τὴν Παναγία δὲν σεβάστηκαν οἱ βλάσφημοι. Τοῦ κάκου προσπαθοῦσαν ὁ λιμενοφύλακας καὶ ὁ μαγαζάτορας τοῦ μικροῦ λιμανιοῦ νὰ τοὺς συγκρατήσουν.
Ἀπότομα ὁ οὐρανὸς βάρυνε. Ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ μουγκρίζει. Σὲ μισὴ ὥρα τὸ κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας τὸ ψαροκάικο καὶ τὶς βάρκες μὲ τὶς λάμπες, μέχρι ποὺ τὶς πέταξε σπασμένες στὴ στεριά. Κατόπιν ἡ θάλασσα γαλήνεψε, κι ἕνα καΐκι ἀπὸ τὴ Νάξο φάνηκε νὰ μπαίνει στὸ λιμανάκι. Ὁ καπετάνιος τοῦ ἀπόρησε βλέποντας τὰ συντρίμμια στὴ στεριά.
- Πῶς ἔγινε αὐτό; ρώτησε. Ἐγὼ ταξίδευα μὲ θάλασσα γυαλί!
- Ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας, ἐξήγησε ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαράδες τοῦ γρί-γρί.
Οἱ περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρεῖς ὅμως μίλησαν εἰρωνικὰ κι ἔδωσαν ἄλλη ἐξήγηση:
- Ἦταν ἀνεμοστρόβιλος. Καλὰ ποὺ δὲν μᾶς σήκωσε στὸν οὐρανὸ τὶς βάρκες.
Ἕνας μάλιστα, ὁ Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
- Ἄντε μωρέ, ποὺ ἦταν θαῦμα! Ὄρεξη δὲν εἶχε ἡ Παναγιὰ - νὰ μὴν τὴ στολίσω καὶ τώρα - νὰ καταπιάνεται μέ μας τοὺς ψαράδες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ πῆγε νὰ δεῖ τὴ ζημιὰ ποὺ εἶχε πάθει ἡ δική του ψαρόβαρκα. Τὴ βρῆκε σμπαραλιασμένη. Ἔφτυσε τότε ἔξαλλος πάνω στὰ συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι τὴν Παναγία καὶ ἀποσύρθηκε νὰ κοιμηθεῖ.
Μόλις ξάπλωσε, εἶδε ὁλοζώντανη τὴν Παναγία, - σὰν σὲ ὄνειρο, σὰν σὲ ξύπνιο - νὰ τὸν πλησιάζει καὶ νὰ τὸν ἐρωτά:
- Γιατί, παιδί μου, δὲν μὲ σέβεσαι;
- Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποῦ μου λές, κυρά μου; θύμωσε ἐκεῖνος. Δὲν σὲ ξέρω καθόλου. Πότε δὲν σὲ σεβάστηκα;
- Δὲν μὲ ξέρεις; Τότε γιατί ὅλο μὲ βλαστημᾶς;
Στὰ λόγια αὐτὰ τινάχτηκε ὄρθιος. Ἔκανε νὰ φωνάξει, νὰ τρέξει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Τὰ πόδια τοῦ εἶχαν βυθιστεῖ ὡς τὰ γόνατα στὴν ἄμμο. Ἔκανε τὸν σταυρό του. Καὶ τότε εἶδε πάλι, ξεκάθαρα πιά, τὴν Παναγία καὶ τὴν ἄκουσε νὰ τοῦ λέει:
- Ἔλα στὸ σπίτι μου, στὴν Ἑκατονταπυλιανή, στὴν Παροικία τῆς Πάρου. Ἔλα ἐκεῖ νὰ μὲ προσκυνήσεις.
Ὁ Διάκουρας ἔφυγε τὴν ἴδια στιγμὴ σχεδὸν τρέχοντας. Ἔφθασε στὴν Ἑκατονταπυλιανὴ λίγο μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Ἔτρεξε γρήγορα στὸ εἰκόνισμα τῆς Θεοτόκου. Στὴ θεία τῆς μορφὴ ἀναγνώρισε τὴ γυναίκα τοῦ ὁράματός του. Γονάτισε καὶ προσευχήθηκε ὦρες ὁλόκληρες. Ὕστερα γύρισε στὸ Πίσω Λιβάδι. Ἐκεῖ διαπίστωσε ἕνα καινούργιο θαῦμα: Οἱ βάρκες καὶ τὸ ψαροκάικο ἔστεκαν στὴ στεριὰ χωρὶς καμιὰ ζημιά!
Πίσω Λιβάδι τῆς Πάρου, προπαραμονὴ Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεῖς ὁμάδες ψαράδων, ποὺ ψάρευαν τὶς νύχτες μὲ τὰ γρί-γρὶ στὸ στενὸ μεταξὺ Πάρου καὶ Νάξου.
Ἐκείνη τὴ νύχτα ἡ μία ὁμάδα ἔμεινε στὸ μικρὸ λιμάνι. Οἱ ψαράδες τὸ ἔριξαν στὸ πιοτό, τὸ πιοτὸ ἔφερε τὸ κέφι, κι ἐκεῖνο παρεξηγήσεις καὶ βαρεῖες κουβέντες.
Οὔτε τὴν Παναγία δὲν σεβάστηκαν οἱ βλάσφημοι. Τοῦ κάκου προσπαθοῦσαν ὁ λιμενοφύλακας καὶ ὁ μαγαζάτορας τοῦ μικροῦ λιμανιοῦ νὰ τοὺς συγκρατήσουν.
Ἀπότομα ὁ οὐρανὸς βάρυνε. Ἡ θάλασσα ἄρχισε νὰ μουγκρίζει. Σὲ μισὴ ὥρα τὸ κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας τὸ ψαροκάικο καὶ τὶς βάρκες μὲ τὶς λάμπες, μέχρι ποὺ τὶς πέταξε σπασμένες στὴ στεριά. Κατόπιν ἡ θάλασσα γαλήνεψε, κι ἕνα καΐκι ἀπὸ τὴ Νάξο φάνηκε νὰ μπαίνει στὸ λιμανάκι. Ὁ καπετάνιος τοῦ ἀπόρησε βλέποντας τὰ συντρίμμια στὴ στεριά.
- Πῶς ἔγινε αὐτό; ρώτησε. Ἐγὼ ταξίδευα μὲ θάλασσα γυαλί!
- Ἦταν θαῦμα τῆς Παναγίας, ἐξήγησε ἕνας ἀπὸ τοὺς ψαράδες τοῦ γρί-γρί.
Οἱ περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρεῖς ὅμως μίλησαν εἰρωνικὰ κι ἔδωσαν ἄλλη ἐξήγηση:
- Ἦταν ἀνεμοστρόβιλος. Καλὰ ποὺ δὲν μᾶς σήκωσε στὸν οὐρανὸ τὶς βάρκες.
Ἕνας μάλιστα, ὁ Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:
- Ἄντε μωρέ, ποὺ ἦταν θαῦμα! Ὄρεξη δὲν εἶχε ἡ Παναγιὰ - νὰ μὴν τὴ στολίσω καὶ τώρα - νὰ καταπιάνεται μέ μας τοὺς ψαράδες.
Αὐτὰ εἶπε καὶ πῆγε νὰ δεῖ τὴ ζημιὰ ποὺ εἶχε πάθει ἡ δική του ψαρόβαρκα. Τὴ βρῆκε σμπαραλιασμένη. Ἔφτυσε τότε ἔξαλλος πάνω στὰ συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι τὴν Παναγία καὶ ἀποσύρθηκε νὰ κοιμηθεῖ.
Μόλις ξάπλωσε, εἶδε ὁλοζώντανη τὴν Παναγία, - σὰν σὲ ὄνειρο, σὰν σὲ ξύπνιο - νὰ τὸν πλησιάζει καὶ νὰ τὸν ἐρωτά:
- Γιατί, παιδί μου, δὲν μὲ σέβεσαι;
- Τί εἶν᾿ αὐτὰ ποῦ μου λές, κυρά μου; θύμωσε ἐκεῖνος. Δὲν σὲ ξέρω καθόλου. Πότε δὲν σὲ σεβάστηκα;
- Δὲν μὲ ξέρεις; Τότε γιατί ὅλο μὲ βλαστημᾶς;
Στὰ λόγια αὐτὰ τινάχτηκε ὄρθιος. Ἔκανε νὰ φωνάξει, νὰ τρέξει, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε. Τὰ πόδια τοῦ εἶχαν βυθιστεῖ ὡς τὰ γόνατα στὴν ἄμμο. Ἔκανε τὸν σταυρό του. Καὶ τότε εἶδε πάλι, ξεκάθαρα πιά, τὴν Παναγία καὶ τὴν ἄκουσε νὰ τοῦ λέει:
- Ἔλα στὸ σπίτι μου, στὴν Ἑκατονταπυλιανή, στὴν Παροικία τῆς Πάρου. Ἔλα ἐκεῖ νὰ μὲ προσκυνήσεις.
Ὁ Διάκουρας ἔφυγε τὴν ἴδια στιγμὴ σχεδὸν τρέχοντας. Ἔφθασε στὴν Ἑκατονταπυλιανὴ λίγο μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου. Ἔτρεξε γρήγορα στὸ εἰκόνισμα τῆς Θεοτόκου. Στὴ θεία τῆς μορφὴ ἀναγνώρισε τὴ γυναίκα τοῦ ὁράματός του. Γονάτισε καὶ προσευχήθηκε ὦρες ὁλόκληρες. Ὕστερα γύρισε στὸ Πίσω Λιβάδι. Ἐκεῖ διαπίστωσε ἕνα καινούργιο θαῦμα: Οἱ βάρκες καὶ τὸ ψαροκάικο ἔστεκαν στὴ στεριὰ χωρὶς καμιὰ ζημιά!
Μία ἔκτρωση ποὺ δὲν ἔγινε
Τὰ πρῶτα παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησε ἡ Εὐτυχία Ἀλεξάνδρου ἦταν ἀγόρια, ἀλλὰ δὲν ἐπέζησαν. Κατόπιν ἔφερνε στὴ ζωὴ μόνο κορίτσια.
Τὸ 1939 μετοίκησε οἰκογενειακῶς στὸ Χαρτοὺμ τοῦ Σουδάν. Ἐκεῖ ἔμεινε πάλι ἔγκυος, ἀλλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐμπειρίες της ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση.
Τὸ ἴδιο βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο της ἕνα συγκλονιστικὸ ὄνειρο: Ἦταν μεγάλη Παρασκευή, κι ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας τοῦ Χαρτούμ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἱερέας, ντυμένος τ᾿ ἄμφια του καὶ κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τῆς εἶπε:
- Εἶσαι ἁμαρτωλή!
Ἀμέσως ἡ Εὐτυχία γονάτισε συγκινημένη καὶ ζήτησε συγνώμη. Τότε ὁ ἱερέας τὴν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ ἐπιτάφιος, καὶ τῆς εἶπε:
- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἀπὸ ῾δῶ νὰ ζητήσεις συγνώμη.
Γυρίζει ἡ γυναίκα καὶ βλέπει κοντὰ στὸν ἐπιτάφιο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ θρηνεῖ. Ἀπὸ τὰ θεῖα μάτια της ἔτρεχαν ἀληθινὰ δάκρυα. Κάποια στιγμὴ γυρίζει πρὸς τὴν Εὐτυχία καὶ τῆς λέει:
- Κοίταξε! Εἶχα ἕνα καὶ τὸ ἔχασα. Πρόσεξε μὴ χάσεις κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μέσα σου.
Ὕστερα ὁ ἱερέας ἔβγαλε ἀπὸ πάνω τοῦ ἕνα μεγάλο σταυρό, τὸν πέρασε στὸν λαιμό της καὶ τῆς εἶπε:
- Πρόσεξε μὴ χάσεις τὸν σταυρὸ ποὺ φορᾶς. Ὅταν ξύπνησε, ἔφερε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὴ μνήμη της τὸ ὄνειρο. Πείστηκε μ᾿ αὐτὸ πὼς ἔπρεπε μὲ κάθε θυσία νὰ κρατήσει τὸ παιδί της.
Σὲ πέντε μῆνες γέννησε ἕνα ἀγοράκι. Μὲ κατάπληξη εἶδε ἀποτυπωμένο στὸ στέρνο τοῦ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἔταξε τότε στὴν Παναγία νὰ φέρει τὸ μικρὸ καὶ νὰ τὸ βαφτίσει στὴν Τῆνο. Δυστυχῶς μεσολάβησε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ τὸ βαφτίσει στὸ Χαρτούμ. Δὲν παρέλειψε ὅμως νὰ τὸ ὀνομάσει Εὐάγγελο.
Μεγαλώνοντας τὸ παιδὶ ἔμαθε ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ τὴν ἱστορία τῆς γεννήσεώς του καὶ ρίζωσε μέσα τοῦ ἡ ἐπιθυμία νὰ προσκυνήσει τὴ Μεγαλόχαρη. Κάποια χρονιά, στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας, ἦρθε καὶ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος στὴν Τῆνο, προσκυνητὴς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του. Ἤθελε μάλιστα νὰ παραμείνει ὅλη τὴ νύχτα στὸν ναό, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε καὶ πίστευε πὼς θὰ ἔβλεπε τὴν Παναγία.
Ὁ μεγάλος ἑσπερινὸς εἶχε προχωρήσει καὶ ὁ δεσπότης κήρυττε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πολυέλαιο. Ξαφνικὰ βλέπει ὁ Εὐάγγελος ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη, ὅπου βρισκόταν, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο κι ἔπαιρνε κάποτε μία κόκκινη ἀπόχρωση. Συγχρόνως βλέπει νὰ πλησιάζει μία ὡραῖα νέα γυναίκα. Εἶχε παράστημα ἡγεμονικό, φοροῦσε φωτοστέφανο, καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ δεξί της χέρι εὐλογοῦσε τὰ πλήθη.
Τὰ πρῶτα παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησε ἡ Εὐτυχία Ἀλεξάνδρου ἦταν ἀγόρια, ἀλλὰ δὲν ἐπέζησαν. Κατόπιν ἔφερνε στὴ ζωὴ μόνο κορίτσια.
Τὸ 1939 μετοίκησε οἰκογενειακῶς στὸ Χαρτοὺμ τοῦ Σουδάν. Ἐκεῖ ἔμεινε πάλι ἔγκυος, ἀλλὰ στενοχωρημένη ἀπὸ τὶς προηγούμενες ἐμπειρίες της ἀποφάσισε νὰ κάνει ἔκτρωση.
Τὸ ἴδιο βράδυ βλέπει στὸν ὕπνο της ἕνα συγκλονιστικὸ ὄνειρο: Ἦταν μεγάλη Παρασκευή, κι ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸν ὀρθόδοξο ναὸ τῆς Εὐαγγελίστριας τοῦ Χαρτούμ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ὁ ἱερέας, ντυμένος τ᾿ ἄμφια του καὶ κρατώντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τῆς εἶπε:
- Εἶσαι ἁμαρτωλή!
Ἀμέσως ἡ Εὐτυχία γονάτισε συγκινημένη καὶ ζήτησε συγνώμη. Τότε ὁ ἱερέας τὴν ὁδήγησε στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἦταν ὁ ἐπιτάφιος, καὶ τῆς εἶπε:
- Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος γιὰ νὰ σὲ συγχωρήσω. Ἀπὸ ῾δῶ νὰ ζητήσεις συγνώμη.
Γυρίζει ἡ γυναίκα καὶ βλέπει κοντὰ στὸν ἐπιτάφιο τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ θρηνεῖ. Ἀπὸ τὰ θεῖα μάτια της ἔτρεχαν ἀληθινὰ δάκρυα. Κάποια στιγμὴ γυρίζει πρὸς τὴν Εὐτυχία καὶ τῆς λέει:
- Κοίταξε! Εἶχα ἕνα καὶ τὸ ἔχασα. Πρόσεξε μὴ χάσεις κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ κρατᾶς μέσα σου.
Ὕστερα ὁ ἱερέας ἔβγαλε ἀπὸ πάνω τοῦ ἕνα μεγάλο σταυρό, τὸν πέρασε στὸν λαιμό της καὶ τῆς εἶπε:
- Πρόσεξε μὴ χάσεις τὸν σταυρὸ ποὺ φορᾶς. Ὅταν ξύπνησε, ἔφερε μὲ κάθε λεπτομέρεια στὴ μνήμη της τὸ ὄνειρο. Πείστηκε μ᾿ αὐτὸ πὼς ἔπρεπε μὲ κάθε θυσία νὰ κρατήσει τὸ παιδί της.
Σὲ πέντε μῆνες γέννησε ἕνα ἀγοράκι. Μὲ κατάπληξη εἶδε ἀποτυπωμένο στὸ στέρνο τοῦ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου σταυροῦ. Ἔταξε τότε στὴν Παναγία νὰ φέρει τὸ μικρὸ καὶ νὰ τὸ βαφτίσει στὴν Τῆνο. Δυστυχῶς μεσολάβησε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος καὶ ἀναγκάστηκε νὰ τὸ βαφτίσει στὸ Χαρτούμ. Δὲν παρέλειψε ὅμως νὰ τὸ ὀνομάσει Εὐάγγελο.
Μεγαλώνοντας τὸ παιδὶ ἔμαθε ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ τὴν ἱστορία τῆς γεννήσεώς του καὶ ρίζωσε μέσα τοῦ ἡ ἐπιθυμία νὰ προσκυνήσει τὴ Μεγαλόχαρη. Κάποια χρονιά, στὸ πανηγύρι τῆς Παναγίας, ἦρθε καὶ ὁ μικρὸς Εὐάγγελος στὴν Τῆνο, προσκυνητὴς μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του. Ἤθελε μάλιστα νὰ παραμείνει ὅλη τὴ νύχτα στὸν ναό, γιατὶ ἐπιθυμοῦσε καὶ πίστευε πὼς θὰ ἔβλεπε τὴν Παναγία.
Ὁ μεγάλος ἑσπερινὸς εἶχε προχωρήσει καὶ ὁ δεσπότης κήρυττε κάτω ἀπὸ τὸν κεντρικὸ πολυέλαιο. Ξαφνικὰ βλέπει ὁ Εὐάγγελος ἀπὸ τὸν γυναικωνίτη, ὅπου βρισκόταν, ἕνα δυνατὸ φῶς ποὺ ἔλαμπε σὰν τὸν ἥλιο κι ἔπαιρνε κάποτε μία κόκκινη ἀπόχρωση. Συγχρόνως βλέπει νὰ πλησιάζει μία ὡραῖα νέα γυναίκα. Εἶχε παράστημα ἡγεμονικό, φοροῦσε φωτοστέφανο, καὶ μὲ ὑψωμένο τὸ δεξί της χέρι εὐλογοῦσε τὰ πλήθη.
Στὸν πόλεμο τοῦ ῾40
Στὸ μέτωπο, σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ Βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.
Στὸ μέτωπο, σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ Βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.
Γράμμα ἀπὸ τὴ Μόροβα
Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν ἀδελφό του. «Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοὺ γράφω ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μίας χιονισμένης Μόροβας μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα, ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους, δὲν τὸ πιστέψεις.
Λίγες στιγμὲς πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.
- Τὶς εἶ; Μιλιά...
Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τὶς εἰ;
Τότε, σὰν νὰ μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε: Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὅρμησε ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια... κοιμοῦνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται. Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».
Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν ἀδελφό του. «Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοὺ γράφω ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μίας χιονισμένης Μόροβας μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα, ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους, δὲν τὸ πιστέψεις.
Λίγες στιγμὲς πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.
- Τὶς εἶ; Μιλιά...
Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τὶς εἰ;
Τότε, σὰν νὰ μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε: Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὅρμησε ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια... κοιμοῦνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται. Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».
Θαῦμα στὸ Μπούμπεση
Ζωντανὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ, ἀπὸ τὶς 22-1-1941 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20 ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν ἰταλικῶν κανονιῶν.
- Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στὸ βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγὰ-σιγὰ σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ᾿ ἕνα φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα καὶ ρίγησαν.
- Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
- Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιὰ τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.
Ζωντανὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ, ἀπὸ τὶς 22-1-1941 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20 ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν ἰταλικῶν κανονιῶν.
- Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στὸ βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγὰ-σιγὰ σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ᾿ ἕνα φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα καὶ ρίγησαν.
- Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
- Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιὰ τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.
Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής
Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στὸν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στὸ τάγμα τῆς Κορέας. Δὲν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στὴ δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων ποὺ κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στὴν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατριχίαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρό τους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦσαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μία νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο Θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τὴ διμοιρία μου εἶχα καταλάβει μία πλαγιὰ σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στὸ ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτη Σταῦρο Ἄδαμάκο. Ὅταν ρόδιζε ἡ αὐγή, ὅποτε δὲν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ συνετάραξε:
Μία γυναίκα στὰ μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ρωτᾶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὸν ὦμο μου:
- θέλεις νὰ βρίσκομαι κοντά σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μία βαθειὰ ἀγαλλίαση.
- Καὶ ποιὰ εἶσαι σύ; τὴ ρώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
- Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
- Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βρίζω μία ἄγνωστή μου;
- Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατί δὲν πηγαίνετε στὸ Πουσάν, ν᾿ ἀνάψετε κεριὰ στ᾿ ἀδέλφια σας ποὺ ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
- Κύριε Ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογκοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στὸν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκρούς του Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά, ξαναβλέπω τὴ γυναίκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
-Ἀδαμάκο! βάζω μία φωνή. Ἡ γυναίκα... Αὐτή... Νά... τὴ βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ μὲ καθησυχάσει, ἀλλὰ ποὺ ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναίκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ γλυκύτατη φωνὴ στάθηκε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε:
- Μὴ φοβᾶσαι... Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλὰ θέλω ἀπὸ σένα νὰ μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στὶς δυσκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.
Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νὰ φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἄφαντη. Ἔκλαψα τότε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγὼ ποὺ δὲν εἶχα κλάψει ποτὲ στὴ ζωή μου».
Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στὸν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:
Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στὸ τάγμα τῆς Κορέας. Δὲν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στὴ δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων ποὺ κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στὴν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατριχίαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρό τους, γιὰ νὰ μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦσαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μία νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο Θαῦμα.
Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τὴ διμοιρία μου εἶχα καταλάβει μία πλαγιὰ σὲ ὕψωμα κοντὰ στὸν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στὸ ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτη Σταῦρο Ἄδαμάκο. Ὅταν ρόδιζε ἡ αὐγή, ὅποτε δὲν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο ποὺ μὲ συνετάραξε:
Μία γυναίκα στὰ μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ρωτᾶ ἀκουμπώντας τὸ χέρι στὸν ὦμο μου:
- θέλεις νὰ βρίσκομαι κοντά σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μία βαθειὰ ἀγαλλίαση.
- Καὶ ποιὰ εἶσαι σύ; τὴ ρώτησα.
Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:
- Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;
- Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ βρίζω μία ἄγνωστή μου;
- Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατί δὲν πηγαίνετε στὸ Πουσάν, ν᾿ ἀνάψετε κεριὰ στ᾿ ἀδέλφια σας ποὺ ἔχουν ταφεῖ ἐκεῖ;
Μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.
- Κύριε Ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογκοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στὸν ὕπνο σου.
Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πὼς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκρούς του Πουσάν.
Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά, ξαναβλέπω τὴ γυναίκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.
-Ἀδαμάκο! βάζω μία φωνή. Ἡ γυναίκα... Αὐτή... Νά... τὴ βλέπεις;
Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ μὲ καθησυχάσει, ἀλλὰ ποὺ ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναίκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ γλυκύτατη φωνὴ στάθηκε κοντά μου καὶ μοῦ εἶπε:
- Μὴ φοβᾶσαι... Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλὰ θέλω ἀπὸ σένα νὰ μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στὶς δυσκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.
Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νὰ φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἄφαντη. Ἔκλαψα τότε ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδίας μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγὼ ποὺ δὲν εἶχα κλάψει ποτὲ στὴ ζωή μου».
Τὸ ἀδέσποτο μουλάρι
Ὁ Ν. Ντραμουντιανὸς διηγεῖται μία θαυμαστὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ 1940:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα νιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμποῦρι μέσα στὰ βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δυὸ μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δυὸ μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακίδιό του γιὰ μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δὲν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μας θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του:
- Παλικάρια μου! εἶπε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὅπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῷο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾷ τὸ βουνό, μ᾿ ἕνα μέτρο χιόνι - τὸ λιγότερο - ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῷο εἶχε πάνω του μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.
Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στὸν πόλεμο. Ἀλλ᾿ αὐτὴ μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δὲν εἶχε διέξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».
Ὁ Ν. Ντραμουντιανὸς διηγεῖται μία θαυμαστὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ 1940:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα νιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμποῦρι μέσα στὰ βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δυὸ μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δυὸ μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακίδιό του γιὰ μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δὲν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μας θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἀπ᾿ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του:
- Παλικάρια μου! εἶπε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὅπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῷο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾷ τὸ βουνό, μ᾿ ἕνα μέτρο χιόνι - τὸ λιγότερο - ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῷο εἶχε πάνω του μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.
Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στὸν πόλεμο. Ἀλλ᾿ αὐτὴ μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δὲν εἶχε διέξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».
Τὰ φίδια τῆς Κεφαλλονιᾶς
Στὴ νότια Κεφαλονιά, κοντὰ στὸ χωριὸ Μαρκόπουλο, συναντᾶμε τὴν ἐκκλησία τῆς Κοιμήσεως. Ἐκεῖ κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο καὶ θαυμαστό. Ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως ἐμφανίζονται μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ φίδια. Εἶναι τὰ λεγόμενα «φίδια τῆς Παναγίας».
Ὅσο περνοῦν οἱ μέρες πληθαίνουν κι αὐτά, καὶ τὴν παραμονὴ τῆς Κοιμήσεως αὐξάνονται ὑπερβολικά. Βλέπεις Μαρκοπουλιῶτες νὰ γυρίζουν στὴ ρεματιά, στὴν ὄχθη τῆς ὁποίας εἶναι χτισμένη ἡ ἐκκλησία, γιὰ νὰ μαζέψουν φίδια νὰ τὰ φέρουν στὴν Παναγία. Ἀπὸ ποὺ βγαίνουν, ἀλλὰ καὶ ποὺ κρύβονται μετὰ τὴν ἑορτή, κανεὶς δὲν γνωρίζει. Παραμένει ἕνα μυστήριο.
Τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, στὰ προσκυνητάρια καὶ στὰ στασίδια, χωρὶς νὰ φοβοῦνται κανένα.
- Θ᾿ ἀνεβαίνουν στὸν κόρφο σας, λένε οἱ χωρικοὶ γιὰ νὰ προετοιμάσουν τοὺς ξένους, καὶ μὲ τὴ χάρη τσῆ Παναγίας δὲν θὰ σᾶς πειράζουνε. Θὰ τὰ βαστᾶτε στὸ χέρι σας καὶ θὰ σᾶς γλύφουνε σὰ γατσούλια.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τονίζει τὸ ἀκόλουθο τοπικὸ δίστιχο: «Τὰ φίδια ἀπ᾿ τὸ Μαρκόπουλο καλαίνω νὰ μὲ φᾶνε, μὰ κεῖνα εἶναι τσὴ Παναγιᾶς καὶ μὲ χαϊδολογᾶνε».
Πραγματικά, βλέπει κανεὶς ἀπίστευτα πράγματα: Ἄλλα φίδια τυλιγμένα σὰν βραχιόλια στὰ μπράτσα τῶν πιστῶν. Ἄλλα ἀνεβασμένα στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἡ στὸν Ἐσταυρωμένο, καὶ ἄλλα στοὺς ἄρτους τῆς ἀρτοκλασίας. Μπορεῖ ἐπίσης ἕνα φίδι ν᾿ ἀνεβεῖ στὸ εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζει ὁ παπὰς τὴν ὥρα τῆς θ. λειτουργίας. Πανηγυρίζουν κι αὐτὰ σὰν ἐκπρόσωποι τοῦ ζωικοῦ βασιλείου μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανούς. Καὶ δίνουν στὴν ἑορτὴ ἕνα τόνο ἐδεμικό, ἀφοῦ στὴν Ἐδὲμ οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν ἀδελφωμένοι μὲ τὰ ζῶα.
Φεύγοντας ἡ 15η Αὐγούστου, ἀναχωροῦν καὶ τὰ φίδια. Γερμανοὶ φυσιοδίφες τὰ ἐξέτασαν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὰ κατατάξουν σὲ κανένα ἀπὸ τὰ γνωστὰ εἴδη. Εἶναι γκρίζα, λεπτά, καὶ δὲν περνοῦν τὸ μέτρο. Ὅταν τὰ χαϊδεύεις, νοιώθεις τὸ δέρμα τοὺς βελούδινο καὶ βλέπεις δυὸ ματάκια σπινθηροβόλα. Στὸ πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ἕνας μικρὸς σταυρός, καθὼς ἐπίσης καὶ στὴν ἄκρη τῆς λεπτῆς γλώσσας τους.
Ἂν κάποια χρονιὰ τὰ φίδια δὲν παρουσιασθοῦν, εἶναι κακὸ σημάδι. Αὐτὸ συνέβη τὸ 1940, καθὼς καὶ τὸ 1953, ὅποτε δοκιμάσθηκε τὸ νησὶ ἀπὸ τοὺς σεισμούς.
Στὴ νότια Κεφαλονιά, κοντὰ στὸ χωριὸ Μαρκόπουλο, συναντᾶμε τὴν ἐκκλησία τῆς Κοιμήσεως. Ἐκεῖ κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο καὶ θαυμαστό. Ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως ἐμφανίζονται μέσα κι ἔξω ἀπὸ τὸν ναὸ φίδια. Εἶναι τὰ λεγόμενα «φίδια τῆς Παναγίας».
Ὅσο περνοῦν οἱ μέρες πληθαίνουν κι αὐτά, καὶ τὴν παραμονὴ τῆς Κοιμήσεως αὐξάνονται ὑπερβολικά. Βλέπεις Μαρκοπουλιῶτες νὰ γυρίζουν στὴ ρεματιά, στὴν ὄχθη τῆς ὁποίας εἶναι χτισμένη ἡ ἐκκλησία, γιὰ νὰ μαζέψουν φίδια νὰ τὰ φέρουν στὴν Παναγία. Ἀπὸ ποὺ βγαίνουν, ἀλλὰ καὶ ποὺ κρύβονται μετὰ τὴν ἑορτή, κανεὶς δὲν γνωρίζει. Παραμένει ἕνα μυστήριο.
Τὴν ὥρα τοῦ ἑσπερινοῦ κυκλοφοροῦν ἐλεύθερα ἀνάμεσα στοὺς πιστούς, στὰ προσκυνητάρια καὶ στὰ στασίδια, χωρὶς νὰ φοβοῦνται κανένα.
- Θ᾿ ἀνεβαίνουν στὸν κόρφο σας, λένε οἱ χωρικοὶ γιὰ νὰ προετοιμάσουν τοὺς ξένους, καὶ μὲ τὴ χάρη τσῆ Παναγίας δὲν θὰ σᾶς πειράζουνε. Θὰ τὰ βαστᾶτε στὸ χέρι σας καὶ θὰ σᾶς γλύφουνε σὰ γατσούλια.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τονίζει τὸ ἀκόλουθο τοπικὸ δίστιχο: «Τὰ φίδια ἀπ᾿ τὸ Μαρκόπουλο καλαίνω νὰ μὲ φᾶνε, μὰ κεῖνα εἶναι τσὴ Παναγιᾶς καὶ μὲ χαϊδολογᾶνε».
Πραγματικά, βλέπει κανεὶς ἀπίστευτα πράγματα: Ἄλλα φίδια τυλιγμένα σὰν βραχιόλια στὰ μπράτσα τῶν πιστῶν. Ἄλλα ἀνεβασμένα στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἡ στὸν Ἐσταυρωμένο, καὶ ἄλλα στοὺς ἄρτους τῆς ἀρτοκλασίας. Μπορεῖ ἐπίσης ἕνα φίδι ν᾿ ἀνεβεῖ στὸ εὐαγγέλιο, ποὺ διαβάζει ὁ παπὰς τὴν ὥρα τῆς θ. λειτουργίας. Πανηγυρίζουν κι αὐτὰ σὰν ἐκπρόσωποι τοῦ ζωικοῦ βασιλείου μαζὶ μὲ τοὺς χριστιανούς. Καὶ δίνουν στὴν ἑορτὴ ἕνα τόνο ἐδεμικό, ἀφοῦ στὴν Ἐδὲμ οἱ πρωτόπλαστοι ζοῦσαν ἀδελφωμένοι μὲ τὰ ζῶα.
Φεύγοντας ἡ 15η Αὐγούστου, ἀναχωροῦν καὶ τὰ φίδια. Γερμανοὶ φυσιοδίφες τὰ ἐξέτασαν, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὰ κατατάξουν σὲ κανένα ἀπὸ τὰ γνωστὰ εἴδη. Εἶναι γκρίζα, λεπτά, καὶ δὲν περνοῦν τὸ μέτρο. Ὅταν τὰ χαϊδεύεις, νοιώθεις τὸ δέρμα τοὺς βελούδινο καὶ βλέπεις δυὸ ματάκια σπινθηροβόλα. Στὸ πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ἕνας μικρὸς σταυρός, καθὼς ἐπίσης καὶ στὴν ἄκρη τῆς λεπτῆς γλώσσας τους.
Ἂν κάποια χρονιὰ τὰ φίδια δὲν παρουσιασθοῦν, εἶναι κακὸ σημάδι. Αὐτὸ συνέβη τὸ 1940, καθὼς καὶ τὸ 1953, ὅποτε δοκιμάσθηκε τὸ νησὶ ἀπὸ τοὺς σεισμούς.
Ἕνα θαῦμα στὸ μικροσκόπιο
Ἕνα πρωτοφανὲς θαῦμα τῆς Θεοτόκου ἀναστάτωσε τὸν θρησκευτικὸ κόσμο στὴ Γαλλία: Ὁ Μπασὰμ Ἀσσὰφ εἶναι ὑπηρέτης ἑνὸς ὀρθοδόξου σύρου στὸ Παρίσι, τοῦ Μιχαὴλ Μερέζ.
Στὶς 12 Αὐγούστου 1988 ὁ Μερὲζ ἀπουσίαζε καὶ τηλεφώνησε στὸν Ἀσσὰφ νὰ κάνει τὶς ἀπαραίτητες προετοιμασίες γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως. Ὁ πλούσιος ἐπιχειρηματίας ἔχει μέσα στὸ σπίτι του ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι. Μέσα σ᾿ αὐτὸ ὁ πιστὸς ὑπηρέτης ἔκαψε θυμίαμα, ἄναψε ἀκοίμητη κανδήλα καὶ πρόσφερε ἄνθη στὴ Θεοτόκο, τῆς ὁποίας ὑπάρχουν ἐκεῖ πολλὲς εἰκόνες.
Ὕστερα προσευχήθηκε στὴν Παναγία γιὰ τὴν οἰκογένειά του ποὺ μένει στὴ Συρία, καὶ γιὰ τὸν κύριό του ποὺ τὸν ἀγαπᾶ σὰν πατέρα.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἀκριβῶς ἐμφανίζεται στὸν ὑπηρέτη ἡ Θεοτόκος καὶ τοῦ λέει:
- Σὲ προστατεύω. Εἶμαι μαζί σου. Πάρε αὐτὸ τὸ δῶρο!
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ἀσσὰφ ἔνοιωσε νὰ γεμίζουν τὰ χέρια του μ᾿ ἕνα ὑγρό, ποὺ εἶχε τὴ σύσταση καὶ τὴν ὀσμὴ πολὺ καθαροῦ ἐλαιόλαδου.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μερὲζ στὸ Παρίσι, πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, ἀλλὰ προτίμησε νὰ τὸ κρατήσει μυστικό. Τὸ θαῦμα ὅμως ἐπαναλήφθηκε, καὶ τὸ θαυματουργὸ ἔλαιο ἔκανε διάφορες θεραπεῖες σὲ σύρους καὶ λιβανέζους. Τότε ὁ Μερὲζ ἔδωσε συνέντευξη τύπου, παρουσία τοῦ Μητροπολίτου Γαλλίας Ἱερεμία καὶ τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Γαλλία ἐπισκόπου Γαβριήλ.
Τὸ θαυμαστὸ σημεῖο δὲν παύει νὰ ἐπαναλαμβάνεται. Κι ὄχι μόνο στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Μερέζ, ἀλλὰ καὶ ἄλλου, ὅταν ὁ Ἀσσὰφ προσεύχεται ἢ συμμετέχει στὴ θεία λειτουργία ἢ ἁπλῶς μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Στὶς 17 Σεπτεμβρίου 1988, τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας στὸν ἑλληνικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Στεφάνου τῆς ὁδοῦ Ζὼρζ Μπιζέ, τὸ ἔλαιο ἀνάβλυζε ἐπὶ μία ὥρα καὶ τὸ διαπίστωσαν ὅλοι οἱ πιστοί.
Ὁ Ἄσσαφ εἶναι τριάντα χρονῶν, πολὺ ἁπλὸς καὶ μὲ καθαρὴ καρδιά. Παραμένει σὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ ἁπλότητα, καὶ λέει πὼς κάθε φορὰ ποὺ συμβαίνει τὸ θαῦμα γεμίζει ἀπὸ ἀνείπωτη χαρά. Πιστεύει μάλιστα ὅτι ἡ εὐλογία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σὲ ὅλους. Στὴ συνέχεια ἀνέλαβε ἡ ἐπιστήμη νὰ ἐρευνήσει τὴν ἀλήθεια τοῦ θαύματος. Ὁρίστηκε μία ἐπιτροπή, τῆς ὁποίας τὰ μέλη παρακολούθησαν τὸ φαινόμενο τρεῖς φορές, κατὰ τὶς ὁποῖες συγκέντρωναν τὸ ἐκκρινόμενο ἔλαιο καὶ τὸ ὑπέβαλλαν σὲ βιοχημικὲς ἀναλύσεις.
Οἱ ἐξετάσεις αὐτὲς ἔγιναν στὸ Ἐργαστήριο Βιοχημείας τῶν Λιπιδίων τοῦ Νοσοκομείου Πιτιέ-Σαλπετριὲρ στὸ Παρίσι, ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ζ. Λ. ντὲ Ζέν. Τὰ πορίσματα τῆς ἐπιτροπῆς παρουσίασε στὴ δημοσιότητα ὁ μητροπολίτης Ἱερεμίας. Σύμφωνα μὲ αὐτά, τὸ ὑγρὸ παρουσιάζει τὴ χαρακτηριστικὴ σύσταση ἑνὸς φυτικοῦ ἐλαίου. Περιέχει στοιχεῖα λιπιδικά, ἰδιαιτέρως φυτοστερόλες, οἱ ὁποῖες δὲν ὑπάρχουν στὸ αἷμα. Ἐπιπλέον εἶναι ἀδύνατον νὰ συντεθοῦν ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Τὸ ὑγρὸ ἐπίσης περιέχει χοληστερίνη, ἕνα συστατικὸ ζωικῆς προελεύσεως, τὸ ὁποῖο οὐδέποτε συναντᾶται σὲ ὁποιοδήποτε ἐλαιόλαδο. Ὑπογραμμίζοντας τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο, ἡ ἐπιτροπὴ συμπεραίνει ὅτι ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες «τὸ ὑγρὸ δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποια ἐξωτερικὴ παροχὴ ἐλαιολάδου». Βεβαιώνει ἐπίσης τὴν ἀναμφισβήτητη βελτίωση τῆς ὑγείας δυὸ ἀτόμων ποὺ χρίσθηκαν μὲ τὸ ἐκκρινόμενο ἔλαιο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Μπασὰμ Ἀσσάφ.
Καὶ ἡ ἀναφορὰ τῆς ἐπιτροπῆς καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ φυσικὴ ἢ λογικὴ ἐξήγηση. Ἐντάσσεται μᾶλλον στὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων τῆς Παναγίας μας, ποὺ γνώρισε ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας».
Ἕνα πρωτοφανὲς θαῦμα τῆς Θεοτόκου ἀναστάτωσε τὸν θρησκευτικὸ κόσμο στὴ Γαλλία: Ὁ Μπασὰμ Ἀσσὰφ εἶναι ὑπηρέτης ἑνὸς ὀρθοδόξου σύρου στὸ Παρίσι, τοῦ Μιχαὴλ Μερέζ.
Στὶς 12 Αὐγούστου 1988 ὁ Μερὲζ ἀπουσίαζε καὶ τηλεφώνησε στὸν Ἀσσὰφ νὰ κάνει τὶς ἀπαραίτητες προετοιμασίες γιὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως. Ὁ πλούσιος ἐπιχειρηματίας ἔχει μέσα στὸ σπίτι του ἕνα μικρὸ ἐκκλησάκι. Μέσα σ᾿ αὐτὸ ὁ πιστὸς ὑπηρέτης ἔκαψε θυμίαμα, ἄναψε ἀκοίμητη κανδήλα καὶ πρόσφερε ἄνθη στὴ Θεοτόκο, τῆς ὁποίας ὑπάρχουν ἐκεῖ πολλὲς εἰκόνες.
Ὕστερα προσευχήθηκε στὴν Παναγία γιὰ τὴν οἰκογένειά του ποὺ μένει στὴ Συρία, καὶ γιὰ τὸν κύριό του ποὺ τὸν ἀγαπᾶ σὰν πατέρα.
Τὴν ὥρα ἐκείνη ἀκριβῶς ἐμφανίζεται στὸν ὑπηρέτη ἡ Θεοτόκος καὶ τοῦ λέει:
- Σὲ προστατεύω. Εἶμαι μαζί σου. Πάρε αὐτὸ τὸ δῶρο!
Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ἀσσὰφ ἔνοιωσε νὰ γεμίζουν τὰ χέρια του μ᾿ ἕνα ὑγρό, ποὺ εἶχε τὴ σύσταση καὶ τὴν ὀσμὴ πολὺ καθαροῦ ἐλαιόλαδου.
Ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μερὲζ στὸ Παρίσι, πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, ἀλλὰ προτίμησε νὰ τὸ κρατήσει μυστικό. Τὸ θαῦμα ὅμως ἐπαναλήφθηκε, καὶ τὸ θαυματουργὸ ἔλαιο ἔκανε διάφορες θεραπεῖες σὲ σύρους καὶ λιβανέζους. Τότε ὁ Μερὲζ ἔδωσε συνέντευξη τύπου, παρουσία τοῦ Μητροπολίτου Γαλλίας Ἱερεμία καὶ τοῦ ἐκπροσώπου τοῦ πατριαρχείου Ἀντιοχείας στὴ Γαλλία ἐπισκόπου Γαβριήλ.
Τὸ θαυμαστὸ σημεῖο δὲν παύει νὰ ἐπαναλαμβάνεται. Κι ὄχι μόνο στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Μερέζ, ἀλλὰ καὶ ἄλλου, ὅταν ὁ Ἀσσὰφ προσεύχεται ἢ συμμετέχει στὴ θεία λειτουργία ἢ ἁπλῶς μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῆς Παναγίας. Στὶς 17 Σεπτεμβρίου 1988, τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας στὸν ἑλληνικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Στεφάνου τῆς ὁδοῦ Ζὼρζ Μπιζέ, τὸ ἔλαιο ἀνάβλυζε ἐπὶ μία ὥρα καὶ τὸ διαπίστωσαν ὅλοι οἱ πιστοί.
Ὁ Ἄσσαφ εἶναι τριάντα χρονῶν, πολὺ ἁπλὸς καὶ μὲ καθαρὴ καρδιά. Παραμένει σὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ ἁπλότητα, καὶ λέει πὼς κάθε φορὰ ποὺ συμβαίνει τὸ θαῦμα γεμίζει ἀπὸ ἀνείπωτη χαρά. Πιστεύει μάλιστα ὅτι ἡ εὐλογία αὐτὴ τοῦ Θεοῦ ἀνήκει σὲ ὅλους. Στὴ συνέχεια ἀνέλαβε ἡ ἐπιστήμη νὰ ἐρευνήσει τὴν ἀλήθεια τοῦ θαύματος. Ὁρίστηκε μία ἐπιτροπή, τῆς ὁποίας τὰ μέλη παρακολούθησαν τὸ φαινόμενο τρεῖς φορές, κατὰ τὶς ὁποῖες συγκέντρωναν τὸ ἐκκρινόμενο ἔλαιο καὶ τὸ ὑπέβαλλαν σὲ βιοχημικὲς ἀναλύσεις.
Οἱ ἐξετάσεις αὐτὲς ἔγιναν στὸ Ἐργαστήριο Βιοχημείας τῶν Λιπιδίων τοῦ Νοσοκομείου Πιτιέ-Σαλπετριὲρ στὸ Παρίσι, ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ζ. Λ. ντὲ Ζέν. Τὰ πορίσματα τῆς ἐπιτροπῆς παρουσίασε στὴ δημοσιότητα ὁ μητροπολίτης Ἱερεμίας. Σύμφωνα μὲ αὐτά, τὸ ὑγρὸ παρουσιάζει τὴ χαρακτηριστικὴ σύσταση ἑνὸς φυτικοῦ ἐλαίου. Περιέχει στοιχεῖα λιπιδικά, ἰδιαιτέρως φυτοστερόλες, οἱ ὁποῖες δὲν ὑπάρχουν στὸ αἷμα. Ἐπιπλέον εἶναι ἀδύνατον νὰ συντεθοῦν ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. Τὸ ὑγρὸ ἐπίσης περιέχει χοληστερίνη, ἕνα συστατικὸ ζωικῆς προελεύσεως, τὸ ὁποῖο οὐδέποτε συναντᾶται σὲ ὁποιοδήποτε ἐλαιόλαδο. Ὑπογραμμίζοντας τὸ τελευταῖο αὐτὸ σημεῖο, ἡ ἐπιτροπὴ συμπεραίνει ὅτι ὑπ᾿ αὐτὲς τὶς συνθῆκες «τὸ ὑγρὸ δὲν μπορεῖ νὰ προέρχεται ἀπὸ κάποια ἐξωτερικὴ παροχὴ ἐλαιολάδου». Βεβαιώνει ἐπίσης τὴν ἀναμφισβήτητη βελτίωση τῆς ὑγείας δυὸ ἀτόμων ποὺ χρίσθηκαν μὲ τὸ ἐκκρινόμενο ἔλαιο ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Μπασὰμ Ἀσσάφ.
Καὶ ἡ ἀναφορὰ τῆς ἐπιτροπῆς καταλήγει ὡς ἑξῆς: «Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἐπιδέχεται καμιὰ φυσικὴ ἢ λογικὴ ἐξήγηση. Ἐντάσσεται μᾶλλον στὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων τῆς Παναγίας μας, ποὺ γνώρισε ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας».